Ο «θεσμός» των συμβασιούχων

Ο «θεσμός» των συμβασιούχων

Του Τάσου Ι. Αβραντίνη

Με πρόσφατες δηλώσεις του ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Θεωδωρικάκος αναφέρθηκε σε 9.000 υπεράριθμους συμβασιούχους που μας κληρονόμησε η προηγούμενη κυβέρνηση ανεβάζοντας έτσι τον αριθμό των συμβασιούχων από 48.000 σε 57.000. Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι αυτό συνέβη.

eΤο ζήτημα ωστόσο είναι περισσότερο πολύπλοκο, καθώς δεν έχει τόσο σημασία ο αριθμός των ατόμων με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου όσο το είδος των αναγκών που αυτοί εξυπηρετούν. Ως γνωστόν επιτρέπεται να προσληφθεί στο Δημόσιο κάποιος με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου μόνο εάν πρόκειται να καλύψει κάποια έκτακτη ή προσωρινή ανάγκη του φορέα που τον προσλαμβάνει. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ο αριθμός των συμβασιούχων που δεν καλύπτει έκτακτες και προσωρινές ανάγκες είναι σημαντικά μεγαλύτερος των 9.000. Αλλά ας πούμε δυο λόγια γι' αυτό το διακομματικό σκάνδαλο δεκαετιών, το οποίο προφανώς δεν δημιουργήθηκε μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Ο αείμνηστος Αναστάσιος Πεπονής ίδρυσε το ΑΣΕΠ (ν. 2190/1994) προκειμένου η πρόσληψη στο Δημόσιο να γίνεται με αξιοκρατικό και αδιάβλητο τρόπο χωρίς πελατειακές και κομματικές παρεμβάσεις. Το πλήγμα αυτό στο πελατειακό κράτος το πλήρωσε ο Πεπονής με την μη εκλογή του στις επόμενες εκλογές (1996).

Ο νόμος δυστυχώς είχε ένα τρωτό σημείο που βρήκαν αμέσως τα έμπειρα πελατειακά και κομματικά δίκτυα: εξαιρούσε τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου (συμβασιούχους, όπως συνηθίσαμε να λέμε) από τις διαδικασίες του ΑΣΕΠ. Το πολιτικό σύστημα (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις) ξεκίνησε έτσι μαζικούς διορισμούς δεκάδων χιλιάδων τροφίμων κομματικών και πολιτικών γραφείων? ούτε γάτα ούτε ζημιά δηλαδή, τη “δουλειά” μας να κάνουμε.

Δεκάρα δεν έδιναν οι καταναλωτές-φοροφαγάδες του μόχθου των φορολογουμένων για το αυτονόητο, ότι δηλαδή ένας συμβασιούχος πρέπει να προσλαμβάνεται για συγκεκριμένο χρόνο προκειμένου να καλύψει κάποια έκτακτη, προσωρινή ή ειδική ανάγκη και δεν μπορεί ποτέ να καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα που τον προσλαμβάνει. Μόλις έληγαν οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου ανανεώνονταν αμέσως και ήταν όλοι πολύ ευχαριστημένοι… δηλαδή όχι ακριβώς όλοι καθώς κάποιοι κομματικά άστεγοι ή απλώς αξιοπρεπείς πολίτες δεν είχαν διοριστεί στο δημόσιο μολονότι το άξιζαν. Τη θέση τους την είχαν αρπάξει τα “δικά μας” παιδιά.

Το 2000 σε πλήρη σύμπνοια οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις (απ' άκρου εις άκρον) ψήφισαν το άρθρο 17 του ν. 2839/2000, όπου κατά τρόπο ωμό και προκλητικό μετέτρεπαν τις επαναλαμβανόμενες συμβάσεις σε σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ο σκοπός τους ήταν να προλάβουν την εφαρμογή στην Ελλάδα της ευρωπαϊκής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, η οποία επέβαλε στα κράτη-μέλη την απαγόρευση της μονιμοποίησης των συμβασιούχων με τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

Το απαγορευτικό περιεχόμενο της παραπάνω Οδηγίας ενσωματώθηκε ωστόσο στο αναθεωρημένο άρθρο 103 του Συντάγματος με την συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Αναμφίβολα επρόκειτο για μεγάλη νίκη της αξιοκρατίας επί του πελατειακού κράτους. Ο πονηρός ωστόσο συνταγματικός νομοθέτης είχε προσθέσει μια “έξυπνη” μεταβατική διάταξη (παρ. 7 άρθρου 118 του Συντάγματος), η οποία έδινε τη δυνατότητα μιας νόμιμης τελευταίας διακομματικής μονιμοποίησης όλων των “εκκρεμοτήτων” του κομματικού συστήματος στους πελάτες του. Όπερ και εγένετο, με το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 και μονιμοποιήθηκαν περισσότεροι από 70.000 συμβασιούχοι.

Τα χρόνια που ακολούθησαν, παρά τη ρητή συνταγματική απαγόρευση, η πρόσληψη προσωπικού με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου συνεχίστηκε μέχρι την ψήφιση του ν. 3812/2009, ο οποίος αφενός υπήγαγε στη διαδικασία του ΑΣΕΠ και τις προσλήψεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και αφετέρου, σε συμμόρφωση και με το περιεχόμενο της ιστορικής απόφασης 19/2007 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απαγόρευσε τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος.

Παρ' όλα αυτά η διακομματική εγκληματική οργάνωση παράκαμψης του ΑΣΕΠ και της αξιοκρατίας συνέχισε το έργο της κυρίως μέσω των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα αρμόδια όργανα των οποίων αποφάσιζαν παρανόμως να μην εφεσιβάλλουν λανθασμένες –το γράφω όσο πιο κομψά γίνεται? αποφάσεις κατώτατων δικαστηρίων. Έτσι, με αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών, εναντίον των οποίων δεν ασκήθηκαν εφέσεις μονιμοποιήθηκαν χιλιάδες συμβασιούχοι.

Ελάχιστοι αντιτάχθηκαν σ' αυτές τις παράνομες μεθοδεύσεις και μεταξύ αυτών ο σημερινός πρωθυπουργός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης υπερασπιζόμενος το Σύνταγμα και την αξιοκρατία επιχείρησε να ανατρέψει όλες τις παράνομες αποφάσεις των οργάνων των δήμων, με τις οποίες εμμέσως μονιμοποιούσαν συμβασιούχους.
Ο Λέανδρος Ρακιντζής επίσης, ως γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, αντιτάχθηκε στις μεθοδεύσεις αυτού του καλά οργανωμένου εγκληματικού δικτύου. Θα τα είχαν καταφέρει εάν δεν ανελάμβαναν την εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Μια από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Τσίπρα ήταν η αμνήστευση με τη φωτογραφική διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4325/2015 των εγκληματιών αιρετών εκπροσώπων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των υπαλλήλων των υπηρεσιών δημοσιονομικού ελέγχου.

Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν αρκέστηκε στην αμνήστευση του εγκλήματος της απιστίας αλλά προχώρησε πιο πέρα: θεώρησε ότι θα ήταν καλό να καταργήσει νομοθετικώς την αξιοκρατία παρατείνοντας (άρθρο 16 του ν. 4429/2016) τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου των συμβασιούχων των δήμων. Το Ελεγκτικό Συνέδριο με μια σημαντική απόφαση της Ολομέλειάς του ματαίωσε τα σχέδια των Τσίπρα - Σκουρλέτη και ακύρωσε τις νομοθετικές τους πρωτοβουλίες.

Η νέα κυβέρνηση καλείται να δώσει ένα άλλο παράδειγμα στους νέους ανθρώπους εντελώς διαφορετικό από εκείνο του τροφίμου ή παρατρεχάμενου των κομματικών οργανώσεων, παράδειγμα αριστείας και αξιοκρατίας.