Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής μιλά στο Liberal

Ο Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής μιλά στο Liberal

Του Κυριάκου Αθανασιάδη

Πριν από μια-δυο εβδομάδες οι Εκδόσεις Εξάντας κυκλοφόρησαν το εμβληματικό έργο του Francois Rabelais, «Γαργαντούας και Πανταγκρυέλ». Πρόκειται ουσιαστικά για δύο έργα, δύο «μυθιστορήματα», συναρμοσμένα σε έναν τόμο 650 σελίδων της κλασικής Λευκής Σειράς του Εξάντα, που στο εξώφυλλό του γράφει: Εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια: Φίλιππος Δρακονταειδής. Επιδιώξαμε επί τη ευκαιρία της σπουδαίας αυτής εκδόσεως μία συζήτηση με τον συγγραφέα και μεταφραστή Φίλιππο Δρακονταειδή, και νά την. Διαβάστε την και, θα πρότεινα, κρατήστε τη για να την ξαναδιαβάσετε κάποια στιγμή ξανά. Ευχαριστώ θερμά τον ΦΔ, όπως θερμά ευχαριστώ και τις καλές Εκδόσεις Εξάντας.

- Αγαπητέ κύριε Δρακονταειδή, είχα διαβάσει το 1994 τον Γαργαντούα σας, στην πρώτη έκδοση του Γαλλικού Ινστιτούτου. Μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, όλη η Αθήνα τον είχε διαβάσει τότε, και οι πάντες συζητούσαν για αυτόν. Σήμερα, θα έχει την ίδια τύχη; Ή, αν θέλετε, πότε θα είναι ο καιρός να διαβάσουμε ξανά τον Γαργαντούα — και τον Πανταγκρυέλ;

Ένα εμβληματικό έργο της παγκόσμιας γραμματείας δεν παύει να έχει «μπογιά» που περνάει. Το ζήτημα είναι σε ποιο βαθμό αναλαμβάνει κανείς να περιποιηθεί την «μπογιά», να την επιδείξει, να τη φέρει στον παρόντα χρόνο, να τη βάλει σε μπουκάλι που θα ρίξει στον ωκεανό, μήπως το ψαρέψει κάποιος, το ξεβουλώσει και εκφράσει τη χαρά του σε άλλους, λίγους — ας μην τρέφουμε αυταπάτες. Εκτιμώ ότι τα έργα που επιβίωσαν στους αιώνες διακρίνονται από αθωότητα, που δεν παύει να τους προσδίδει μια γλύκα παιχνιδιού. Και, καθώς το παιχνίδι έχει κανόνες, εκπλήξεις, αλλά και ζαβολιές, σταματάει όταν οι παίκτες κουράζονται και ξαναρχίζει, σαν να μην έχει σταματήσει, φέρνοντας διαρκώς στην επιφάνεια νέες παραλλαγές κανόνων. Ας μην ξεχνάμε τη θεραπευτική του παιχνιδιού: ούτε η νίκη, ούτε η ήττα είναι τελικές, επειδή ξαναπαίζουμε ασταμάτητα. Ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ είναι τέτοιου είδους παιχνίδι: κανόνες και ζαβολιές. Θέλω να πιστεύω πως οι άνθρωποι δεν έχουν πάψει να αγαπούν το παιχνίδι, ούτε έχουν πάψει να παίζουν. Εγώ δεν βαρέθηκα να παίζω με τον Γαργαντούα και τον Πανταγκρυέλ.

- Ο Ραμπελέ μιλά με πάθος, με πελώρια σοφία, με μπρίο, με όλη του τη σκευή και με όλους τους τρόπους που ξέρει και παίζει στα δάχτυλα για όσα θεωρεί παλιά, ξεπερασμένα, και τέλος πάντων απέναντι στον άνθρωπο. Μας εισάγει σε μία μετα-μεσαιωνική εποχή, στην Αναγέννηση, ουσιαστικά στο σήμερα, αν δεν κάνω λάθος. Σε ένα σήμερα, παρά ταύτα, που μοιάζει να έχει πάρα πολλές ομοιότητες με την εποχή που πολεμά ο Γαργαντούας. Δεν έχουμε σήμερα ίσως τον κλήρο και τους βασιλείς εκείνου του καιρού, αλλά έχουμε σαφώς κάποια αντίστοιχά τους. Μιλά και για το σήμερα λοιπόν;

Το πάθος, η σοφία, το μπρίο, η προσωπική σκευή δεν είναι αξιοπρόσεκτα στοιχεία αν η εποχή δεν τα αναγνωρίζει. Δεν είναι μάλιστα περίεργο ότι, όταν δεν τα αναγνωρίζει, τα καταδιώκει μέχρι ανασκολοπισμού και πυράς. Όταν προσποιείται ότι τα επιθυμεί, τα πλάθει κατ' εικόνα της και πολύ σύντομα τα φέρνει στα μέτρα της, τα ευτελίζει. Και, όταν μια εποχή ευτελίζει, ξέρει να κάνει άριστα αυτό και μόνο. Ο πολιτισμός της Ευρώπης δεν έπαψε να στηρίζεται στην αυτοεξαπάτηση ότι το παρελθόν —ο λεγόμενος Μεσαίωνας— ήταν χειρότερος και ότι κατατροπώθηκε από το καλύτερο —την Αναγέννηση—, λες και το ένα διαχωρίζεται έτσι από το άλλο, λες και η καταδίκη του ενός είναι φωτοστέφανο του άλλου. Μην τρομάξετε αν σας πω ότι οι ψευδαισθήσεις της Αναγέννησης δεν είναι καλύτερες από τις ψευδαισθήσεις του λεγόμενου Μεσαίωνα.

Ο Ραμπελέ δεν δείχνει το παλιό για να χαιρετήσει το νέο. Πραγματεύεται τον παραλογισμό του παρόντος, βάζοντας απέναντι σε αυτό το παρόν την πιθανότητα βελτιώσεων, με στήριγμα την εντολή «κάνε ό,τι θέλεις», προϋπόθεση της οποίας είναι η μάθηση, η ανοχή, η δικαιοσύνη. Θα μου πείτε πως πρόκειται για ψευδαίσθηση. Θα συμφωνήσω, συμπληρώνοντας πως η ψευδαίσθηση του παιχνιδιού τιμά τη ζωή. Δεν έχουμε σήμερα κλήρο και βασιλείς, έχουμε τον Μανωλιό που έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Καμία ιστορική περίοδος δεν έχει ομοιότητες με την εποχή μας, εκτός της στραβωμάρας των μονόφθαλμων που είναι οδηγοί θεότυφλων, οπότε η πτώση αμφοτέρων στον λάκκο δεν αποφεύγεται.

- Παρ' όλα αυτά, υπήρξε ποτέ κάποια στιγμή στην ιστορία του ανθρώπου που κάποια πράγματα να ήταν καλύτερα από ό,τι είναι σήμερα; Είτε για την υγεία μας, αν θέλετε, μιλώντας, είτε για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, τη δυνατότητα της ελευθερίας κλπ.

Επανέρχομαι στην πίστη μου ότι δεν υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες ιστορικές περίοδοι, υπάρχουν όμως διαφορετικές περίοδοι σε τέτοιο βαθμό που η μία είναι τελείως «άλλη» από την προηγούμενη ή την επόμενη. Άλλη η αντίληψη της υγείας, των δικαιωμάτων, της ελευθερίας από τα μέσα του 18ου αιώνα ώς τα μέσα του 20ού (Βιομηχανική Επανάσταση), εκ διαμέτρου αντίθετη η αντίληψη για τα ίδια θέματα στην πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα (Ψηφιακή Επανάσταση). Αναρωτιέμαι κιόλας μήπως, γλείφοντας μανιωδώς το γλειφιτζούρι τέτοιων και άλλων παρόμοιων προτεραιοτήτων, αποδεικνύουμε στον εαυτό μας και στο περιβάλλον μας πως πάσχουμε από ανίατη και καταστροφική υπογλυκαιμία.

Ζούμε εντός μιας κοινωνίας κόπωσης και επίδειξης επιδόσεων, υποχρεωμένοι από τις πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές επιλογές τρίτων, οι οποίοι φέρουν την ετικέτα και την εξουσία των επιλογών μας, να εκπορνευόμαστε δημοκρατικώς όλο και περισσότερο, απολαμβάνοντας το γλειφιτζούρι μας. Είναι εύκολο να καταδικάζουμε αυτή την κοινωνία, επειδή είμαστε χορτασμένοι εντός της και μας πνίγει η βαρεμάρα. Δύσκολο είναι να συμπαθούμε, να εξετάζουμε, να προσέχουμε αυτή την κοινωνία, επεμβαίνοντας διά λόγων και πράξεων ώστε να μη γίνει χειρότερη, να μην καταστεί η προτελευταία του είδους μας. Θα μου πείτε πως παριστάνω τον ιεροκήρυκα. Παριστάνω τον άνθρωπο που έχει εμβολιαστεί για να αποφύγει την πανδημία της πανούκλας που βλέπει. Είπα «παριστάνω», όχι «είμαι». Για το «είμαι», υπάρχει δρόμος.

- Γυρνάτε και ξαναγυρνάτε στον Ραμπελέ, διορθώνετε τη μετάφραση, προσθέτετε σημειώσεις (μετρήσαμε 650 σχόλια στον τόμο των Εκδόσεων Εξάντας, που μόλις κυκλοφόρησε), μοχθείτε πολύ. Πλέον μιλάμε για οριστική έκδοση, σωστά;

Ένα έργο δεν ολοκληρώνεται ποτέ, πρωτότυπο ή μετάφραση. Δεν είμαι βέβαιος ότι ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης δεν θα έκαναν προσθήκες ή βελτιώσεις στον Παρθενώνα. Ένα ολοκληρωμένο έργο είναι ένα νεκρό έργο, ενώ ένα έργο «εν προόδω» είναι ζωντανό. Αυτή η συνεχής προσπάθεια είναι μαρτύριο, αυτομαστίγωμα, αλλά και απάντηση προς το ίδιο το έργο που σε ρωτάει: «Ώς εδώ; Μόνο ώς εδώ;» Με τον Ραμπελέ ασχολούμαι εδώ και τριάντα-τριανταπέντε χρόνια. Σε αυτό το διάστημα έχουν γίνει νέες προσεγγίσεις του έργου του, της προσωπικότητάς του, της εποχής του, των ανθρώπων που γνώρισε, που τον επηρέασαν, ήρθαν στο φως ξεχασμένα και αξιόλογα έργα συγχρόνων του, παρακολουθώ πανεπιστημιακά μαθήματα εξ αποστάσεως για να ξέρω ποιες είναι οι τάσεις για την Ιστορία και τον Πολιτισμό σήμερα. Ο τσίγκινος κουβάς του Διαδικτύου —αν ξέρεις τι ψάχνεις— προσφέρει χρήσιμο υλικό.

Λέω λοιπόν πως η νέα έκδοση του Γαργαντούα και του Πανταγκρυέλ είναι η «τελική». Αν ήξερα ότι θα ζήσω άλλα είκοσι χρόνια, θα έλεγα πως αυτή η έκδοση είναι «εν αναμονή της τελικής». Όσο για τα σχόλια, είναι ένα άλλο βιβλίο μέσα στο βιβλίο, είναι διασκέδασή μου να υπογραμμίζω πληροφορίες και ανέκδοτα που επικυρώνουν την αξία του έργου.

- Το ίδιο που κάνατε με τη μετάφραση του Γαργαντούα και του Πανταγκρυέλ το κάνατε και με το δικό σας έργο. Νομίζω ότι δεν έχει προηγούμενο κάτι τέτοιο. Ξαναγράψατε ολόκληρα βιβλία σας…

Ναι. Ξαναγράφω τα βιβλία μου και θα συνεχίσω να το κάνω, επειδή, με την πάροδο των χρόνων, διακρίνω ελλείψεις. Συχνά, οι ορατές ελλείψεις αποκαλύπτουν πρόσθετες ελλείψεις κατά τη διάρκεια της νέας προσπάθειας, οπότε καταλήγω σε νέα εκδοχή, που απέχει λιγότερο ή περισσότερο από την προηγούμενη. Σας αποκαλύπτω πως δεν μπόρεσα να βελτιώσω κάποια κείμενά μου και τα έχω εντάξει σε μια κατηγορία, που ονομάζω «Αποτυχημένα». Αντιλαμβάνεστε πως ισχύει για τα γραπτά μου αυτό που ισχύει για τις μεταφράσεις: έργο «εν προόδω». Μου έρχεται στον νου ότι όλα τα βιβλία μου πλην των μεταφράσεων —μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια— έχουν γραφτεί τρεις ή τέσσερις φορές. Περισσότερες φορές έχω γράψει το βιβλίο μου «Σχόλια σχετικά με την περίπτωση», που αφορά την ιστορία του εκτελεσμένου πατέρα μου.

Σκεφτείτε πόσο αναγκαίο ήταν αυτό, αφού χρειάστηκε να περάσουν εβδομήντα χρόνια για να μάθω πού εκτελέστηκε, για να μάθω ότι ο καταδότης δωσίλογος πέθανε εν ειρήνη πριν λίγα χρόνια σε γηροκομείο της Γερμανίας, ανενόχλητος. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα βιβλίο θέλει —όπως ένα παιδί— χρόνο για να αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Πολλά στάδια μεσολαβούν ανάμεσα στο ντάντεμα και στην ενηλικίωση.

- Έχω την εντύπωση πως, αν θέλατε, θα μπορούσατε να ήσαστε εξαιρετικά «ευπώλητος» πεζογράφος, χωρίς να ρίχνατε νερό στο κρασί σας. Χωρίς να έπεφτε η ποιότητα των βιβλίων σας. Αυτό νομίζω συνιστά ένα παράδοξο. Επίσης: είστε ο πεζογράφος που είστε επειδή ακριβώς δεν θελήσατε να κάνετε κάτι τέτοιο;

Δεν είμαι σε θέση να πω ότι διάλεξα θεληματικά έναν τρόπο γραφής, μια τεχνική, μια «στάση». Δεν ξέρω κιόλας αν εγώ έγραψα ή αν ήταν η ώρα να γραφτεί ένα βιβλίο και συνέβη να το γράψω εγώ. Αυτή η υποψία πηγάζει από το γεγονός ότι έχω διαβάσει, σε βιβλίο μελετητή των γραμμάτων μας, κάποιο απόσπασμα κειμένου μου και είπα μέσα μου, «Αυτός που το έγραψε, το έγραψε καλά». Ακόμα χειρότερα, μερικές φορές, όταν κάποιος φίλος ή συγγραφέας αναφέρει κάτι δικό μου, ρωτάω: «Ποιος το έγραψε;» Νομίζω ότι εξηγώ έτσι τη σχετική βεβαιότητά μου ότι δεν έγραψα εγώ, αλλά ότι το βιβλίο έγραψε. Θα σας φανεί αυτάρεσκο αν σας πω ότι για εμένα η συγγραφή είναι υπόθεση πειθαρχίας, απομάκρυνσης από «σώψυχα» που είναι μοιραίο ότι επεμβαίνουν και πιστεύω ότι διαστρέφουν τον λόγο, τη ροή του, την ευθύτητά του.

Πειθαρχία σε συνδυασμό με εργατικότητα, κάτι σαν φανατισμός. Θα έλεγα ότι παράγω ένα έργο που η αγορά δεν έχει ανάγκη, για το οποίο υπάρχει πολύ περιορισμένη ζήτηση, και δεν νομίζω ότι αυτό μπορεί να αλλάξει. Δεν κατηγορώ το πάσης φύσεως «ευπώλητο», επειδή πιστεύω πως είναι επιλογή ή τρόπος ικανοποίησης μιας ζήτησης, ένα κοστούμι απολύτως ταιριαστό σε πολλά κορμιά, ένα προϊόν που θα χαιρόμουν να μου ταίριαζε, αλλά δεν μου ταιριάζει και, ως εκ τούτου, η εκτίμηση μένει, η συνάφεια αποκλείεται. Για εμένα, η συγγραφή βλέπει τη μεγάλη εικόνα, δηλαδή το μεγάλο του μεγάλου και το έσχατο του έσχατου. Ανάμεσα στο μεγάλο και στο έσχατο διακρίνω τα κομματάκια που, με υπομονή και προσπάθεια, φτιάχνουν τη ζωγραφιά. Και κάτι ακόμα για το κάθε «ευπώλητο»: ποτέ δεν θα το κατακρίνω. Από την πλευρά της τεχνικής και του χειρισμού του θέματος πολλοί «ευπώλητοι» συγγραφείς είναι άριστοι σε σχέση με πολλούς καθιερωμένους συγγραφείς.

- Αισθάνεστε εκτός ελληνικού κανόνος; Σας απασχολεί αυτό; Και: υπάρχει ελληνικός κανόνας;

Για να υπάρχει «κανόνας», πρέπει να υπάρχει ιστορία της λογοτεχνίας ως πηγή και ως αναφορά, να είναι διαθέσιμες κριτικές εκδόσεις, να κυκλοφορούν άπαντα συγγραφέων ή τουλάχιστον τα σπουδαιότερα έργα τους, να υπάρχει παιδεία, να υπάρχουν κριτήρια ποιότητας, μεταβαλλόμενα, αλλά αποδεκτά κατά βάση, να υπάρχουν βιβλιοθήκες και στρατηγικές υποστήριξης της εκδοτικής παραγωγής και της συγγραφικής συνεισφοράς. Οι διαθέσιμες ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας είναι ιστορίες προσωπικών επιλογών εγχώριων και ξένων και λυπάμαι που δεν αναθεωρούνται, ούτε συμπληρώνονται, αδικώντας ελάσσονες δημιουργούς, που πάσχισαν να ανεβούν στο παραπάνω σκαλί και που αποτελούν ειλικρινείς εραστές της τέχνης της γραφής. Η αλήθεια είναι πως έχουμε, εδώ και εκεί, αξιόλογα πεπραγμένα και αξιολογότερες κινήσεις. Ωστόσο, πρόκειται για διάσπαρτα σημεία, ασύνδετα και οικονομικά επισφαλή για την επιβίωσή τους.

Τα ιδιωτικά ιδρύματα, τα ξένα ινστιτούτα, οι «συλλογικές» ενώσεις έχουν πολλαπλασιαστεί, αλλά δεν συνεργάζονται, ώστε να προκύψει σωρευτικό αποτέλεσμα. Έχει παγιωθεί μια κατάσταση που ζει δίχως να ζει. Αυτό το πλέγμα υποστηρίζει τον «κανόνα» του και τα κατά συρροή αριστουργήματα που προωθεί. Το πιθανότερο είναι ότι θα παραχθούν έργα μέτρια, ασχέτως αν θα παράγονται περισσότερα κάτω του μετρίου. Τα μέτρια έχουν το πλεονέκτημα ότι προσδιορίζουν έναν πήχη. Ένα πιθανό κίνητρο για την υπερπήδησή του, εξ ου και η αναφορά μου στους ελάσσονες. Κυκλοφορούν πολλοί «κανόνες» ακανόνιστοι, άλλοι ελληνοπρεπείς, άλλοι μεταμοντέρνοι, άλλοι κατά λογοτεχνική συντροφιά. Δημιουργούνται κονκλάβια, παπικές εκλογές. Ουδέν μεμπτόν, ίσως πρόκειται για κάτι απαραίτητο. Και λέω στον εαυτό μου: «Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;»

- Έχετε γράψει πολλά βιβλία, έχετε μεταφράσει μεγάλα και σπάνιας δυσκολίας έργα. Όμως παράλληλα εργάζεστε, και σε υψηλό επίπεδο, πολύ απαιτητικό, και διαρκώς. Και ταξιδεύοντας μάλιστα. Πώς μοιράζεται το στίγμα που αφήσατε μέχρι τώρα στους δύο αυτούς τομείς;

Θα σας πω ότι «πρόκανα»: πέρασα από τη διαφήμιση, υπήρξα διευθυντικό στέλεχος πολυεθνικής στο εξωτερικό και στην Ελλάδα, εργάστηκα σε πολλές χώρες ως διεθνής εμπειρογνώμονας σε έργα Πολιτισμού, εξακολουθώ να ενισχύω το βιογραφικό μου με νέες σπουδές, πράγμα απαραίτητο για να υπάρχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις αξιολογήσεις που προηγούνται της ανάθεσης ενός έργου, χρηματοδοτούμενου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Παγκόσμια Τράπεζα και τον ΟΟΣΑ — αυτοί είναι οι οργανισμοί στους οποίους απευθύνομαι και οι οποίοι δεν παύουν να με αξιολογούν. Βρέθηκα σε πολλές χώρες, έζησα εκεί, γνώρισα άλλες συνήθειες, άλλες παραδόσεις, άλλους πολιτισμούς. Και είμαι τόσο περήφανος που μια πόλη με αναγνώρισε «επίτιμο δημότη» της, μια χώρα με αποκαλεί «αδελφό» της, μια πάμπτωχη οικογένεια άνοιξε το σπίτι της, δηλαδή ένα δωμάτιο όπου ζούσαν παππούδες, γονείς και παιδιά, για να μου προσφέρει με χαρά ένα πιάτο φαΐ.

Χρειάζεται να διευκρινίσω τι πάει να πει «έργα Πολιτισμού» με μερικά παραδείγματα: αναδιοργάνωσα το Υπουργείο Πολιτισμού της Ρουμανίας, συμμετείχα στην ενοποίηση και αξιοποίηση της αρχαίας Καρχηδόνας, οργάνωσα τη στρατηγική διάσωσης και προβολής των παραδοσιακών χειροτεχνημάτων στην Αιθιοπία, οργάνωσα και εγκαινίασα το πρώτο πολιτιστικό κέντρο των Δυτικών Βαλκανίων στο Κόσοβο. Δεν πιστεύω πως «άφησα στίγμα» στον επαγγελματικό τομέα ή στη λογοτεχνία. Σας θυμίζω ότι υπηρετώ «έργο εν προόδω».

- Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο. Θέλετε να μας πείτε πρόσωπα της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής σκηνής που θα ειρωνευόταν ο Γαργαντούας;

«Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου». Ο Γαργαντούας και ο Πανταγκρυέλ έχουν την απάντηση.

- Ας τελειώσουμε τότε με αυτό: Βλέπετε ότι θα αλλάξουν τα πράγματα; Θα βρει μια νέα Αναγέννηση η Ευρώπη;

Τα «πράγματα» έχουν μια μοιραία πορεία: γέννηση, ανάπτυξη, ωρίμανση, γηρατειά, θάνατος. Η Ευρώπη βρίσκεται σε προθανάτια κατάσταση, δεν χρειάζεται να μακρηγορήσω, αυτή την κατάσταση παρακολουθούμε. Και αν βαυκαλιζόμαστε πως θα υπάρξει πιθανότητα «νέας Αναγέννησης», δεν γνωρίζω να υπάρχει άλλος Λάζαρος που σηκώθηκε από τον τάφο του, εκτός από τον Λάζαρο του Ευαγγελίου. Ούτε βλέπω κάποιον Χριστό που θα αναφωνήσει, «Λάζαρε, δεύρο έξω» και το θαύμα θα γίνει. Σκέφτομαι πως όταν δημιουργούνται ενώσεις τύπου «συμπολιτείας», δεν γλιτώνουν το άδοξο και εξευτελιστικό τέλος τους, ακόμα και αν έχουν σπουδαίους ηγέτες, όπως η Αχαϊκή και η Αιτωλική Συμπολιτεία. Θα με ρωτήσετε αν, όπως τότε, θα εμφανιστεί προσεχώς ένας Φίλιππος και ένας Αλέξανδρος Μέγας. Το λαχείο της Ιστορίας δεν κερδίζει δεύτερη φορά: η Ευρώπη κέρδισε, έντιμα και άτιμα, με το σπαθί της και με το μυαλό της, με τους ανθρωπισμούς, τις γενοκτονίες και τα ολοκαυτώματα, με μπέσα και με μπαμπεσιά πολλούς λαχνούς του λαχείου της Ιστορίας, σε τέτοιο βαθμό που δεν υπάρχουν πια άλλοι λαχνοί για να «δευτερώσει» το πράγμα. Και αν υπάρχουν είναι «μαϊμού». Ισχύει ότι μπορείς να λες ψέματα σε πολλούς επί πολύ, αλλά έρχεται η ώρα όπου τα ίδια τα ψέματα σιχαίνονται τον εαυτό τους και αποχωρούν, αφήνοντας πίσω τους ένα χώρο δυσωδίας, σήψης, περιττωμάτων. Επαναλαμβάνω πως, όταν η στραβωμάρα των μονόφθαλμων οδηγεί θεότυφλους, η πτώση αμφοτέρων στον λάκκο δεν αποφεύγεται. Ο λάκκος της Ευρώπης είναι ανοιχτός.

- Σας ευχαριστώ θερμά, κύριε Δρακονταειδή.