Ο Ανακριτής του Οσίπ Μαντελστάμ

Ο Ανακριτής του Οσίπ Μαντελστάμ

Η ιστορία του «μεγάλου τραγικού του Βορόνεζ» του ποιητή Οσίπ Μαντελστάμ, ο οποίος πέθανε λιμοκτονώντας σε ένα κέντρο μεταγωγών στο Βλαδιβοστόκ, καθ’ οδόν προς το στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων είναι γνωστή.

Μία, ωστόσο, ενδιαφέρουσα σελίδα της πονεμένης βιογραφίας του, είναι ο ανακριτής που «ανέλαβε την υπόθεσή» του και την έφερε σε πέρας, κατ’ εντολή της υπηρεσίας του, του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων.

Ο κατά επτά χρόνια νεότερος του ποιητή ανακριτής, αλλά με δεκαετή προϋπηρεσία, ένας έξυπνος και αποτελεσματικός αξιωματικός της μυστικής αστυνομίας δεν ήταν Ρώσος.

Το όνομά του ήταν Νικολάι Χριστοφόροβιτς Σιβάροφ και ήταν ένας Βούλγαρος κομμουνιστής, ο οποίος αφού έζησε στην παρανομία για λίγα χρόνια στην βαλκανική του πατρίδα, κατέφυγε στην Ε.Σ.Σ.Δ., για να βοηθήσει «στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία μόνο χώρα που βρίσκεται σε καπιταλιστική περικύκλωση».

Ψηλός, περίπου δύο μέτρα, όμορφος, απίστευτα δυνατός και ρωμαλέος, διασκέδαζε σπάζοντας καρύδια με τα δάχτυλά του. Στην παλιά του ζωή, πριν γίνει επαγγελματίας επαναστάτης, ήταν δημοσιογράφος, θεατρόφιλος, αλλά η πραγματική κλήση εκδηλώθηκε στην «πατρίδα των σοβιέτ», ήταν ο ιδανικός άντρας για τις μυστικές υπηρεσίες, στις οποίες πήγε να δουλέψει, όντας φοιτητής στην Σχολή Λογοτεχνίας. Διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Φαντέγιεφ, τον πανίσχυρο επί δεκαετίες γραμματέα της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων και τον συγγραφέα Παβλένκο. Συνήθιζε μάλιστα να λέει πως «η ψυχή του ανήκει στην λογοτεχνία, μα υπακούει στις εντολές του κόμματος».

Ζούσε στο κέντρο της Μόσχας, στην οδό Αρμπάτ, στην πολυκατοικία Νο 49. Η γνωριμία του με τον Φαντέγιεφ, τον οδήγησε στον κύκλο των συγγραφέων και ποιητών, μεταξύ των οποίων ήταν οι Λουγκόφσκι και Σλονίμισκι. Το 1933 ο Φαντέγιεφ, έφερε τον «Νικολάι», όπως ήταν το επαναστατικό του ψευδώνυμο στην παρέα των Κατανιάν. Λέγεται μάλιστα, πως ο ευαίσθητος Βούλγαρος επαναστάτης, γονάτισε μπροστά στην οικοδέσποινα, μία φορά, βλέποντας την αφθονία των φαγητών στο τραπέζι τους.

Το 1934 ο Σιβάροφ, όπως και ο Βεπρίντσεφ, έγιναν Εντεταλμένοι του 4ου τμήματος της Μυστικής Πολιτικής Διεύθυνσης της Γενικής Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας και ειδικεύτηκε, μεταξύ των άλλων, στην ανάκριση συγγραφέων και λογοτεχνών.

Η «εξειδίκευσή» του δεν ήταν τυχαία, αφού από την δεκαετία του 1920 ήταν εκείνος που τηρούσε τον ατομικό φάκελο του συγγραφέα Μαξίμ Γκόρκι, έχοντας ως πληροφοριοδότη τον γραμματέα του Π. Π. Κριουτσκόφ.

Ο άτυχος Οσίπ Μαντελστάμ, δεν ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος, που γνώρισε την φιλοξενία του φιλότιμου και εργατικού Βούλγαρου κομμουνιστή.

Είχαν προηγηθεί ο Ιβάν Πριμπλούντι το 1931, ο Α. Ντοβζένκο το 1932, ο Αντρέι Πλατόνοφ και ο Νικολάι Έρμνμαν το 1933. Τον Φεβρουάριο - Μάρτιο του 1934 είχε αναλάβει την υπόθεση του Ν. Κλιούεφ.

Βέβαια, η κονίστρα του ανακριτή, ήταν κάτι που άρεσε ιδιαίτερα στον όμορφο Βαλκάνιο κομμουνιστή κι έτσι συνέχισε το έργο του, ανακρίνοντας το 1935 τον Π. Βασίλιεφ, τον Οκτώβριο του 1936, τον ποιητή Ι. Ποστουπάλσκι, αλλά και του Β. Ναρμπούτ, Π. Σλέιμαν, Μπ. Ναβρότσκι και Π. Ζενκέβιτς. Ορόσημο στην σταδιοδρομία του ήταν η υπόθεση του συγγραφέα Μπορίς Πιλνιάκ και του Ναρμπούτ μετά των φίλων τους, υπόθεση όμως που έμελλε να είναι και η τελευταία της σταδιοδρομίας του το 1936.

Τον Δεκέμβριο του 1936 ο Σιβάροφ πήρε μετάθεση για το Σβερντλόφσκ. Στους γνωστούς τους είπε πως πηγαίνει σε δημοσιογραφική αποστολή, στην πραγματικότητα όμως πήγε για να αναλάβει βοηθός διευθυντή του 4ου τμήματος της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων στην περιοχή του Σβερντλόφσκ.

Ένα χρόνο αργότερα, όμως, στις 27 Δεκεμβρίου 1937 τον συνέλαβαν ως «φυγάδα-κατάσκοπο». Η σύλληψη του έγινε στην Μόσχα, όπου είχε πάει καταφύγει, προαισθανόμενος το αναπόφευκτο της σύλληψής του. Αργότερα, γνωστοί του εκμυστηρεύτηκαν πως μονολογούσε διαρκώς : «Αν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει!». Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, ο φλογερός Βούλγαρος κομμουνιστής και φιλότιμος ανακριτής, δεν είχε κανένα δικαίωμα να σκέφτεται έτσι. Γνώριζε πολύ καλά τι συμβαίνει.

Στις 4 Ιουνίου 1938 σε Ειδική Συνεδρίαση της Τρόικας του Λαϊκού Κομισαριάτου Εσωτερικών Υποθέσεων, καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια σωφρονιστικών καταναγκαστικών έργων. Δύο μήνες αργότερα, η ίδια ποινή, επιμερίστηκε και στον Οσίπ Μαντελστάμ.

Εξέτισε την ποινή του σε ένα στρατόπεδο της περιοχής του Αρχάνγκελσκ.

Την άνοιξη του 1940 διάφοροι γνωστοί του, άρχισαν να λαμβάνουν επιστολές από τον «Νικολάι», τις οποίες έφερναν κάποιοι που αποφυλακίστηκαν.

Στις επιστολές αυτές ο Βαλκάνιος δανδής ζητούσε, από γυναίκες, κυρίως: «Αγοράστε μου εκατό καλά τσιγάρο, λίγα γλυκά, ωχ πόσο λαχτάρησα την σοκολάτα, μερικά ζευγάρια κάλτσες μου είναι αδιάφορη η ποιότητά τους, όχι όμως όποιου χρώματος, προτιμώ μπλε ή γκρί, μία πουκαμίσα Νο 42/43, δύο τρεις δεκάδες ξυραφάκια, για να ξυρίζομαι με ασφάλεια, απορρυπαντικό σκόνη, 1-2 κομμάτια σαπούνι και τέλος, βιβλία».

Η σημαντικότερη, όμως, έκκληση του Σιβάροφ ήταν: υπνωτικά χάπια και ένα μέσο για να αυτοκτονήσει.

Τον Ιούνιο του 1940 η Γκαλίνα Κατανιάν, έλαβε μέσω τρίτου μία επιστολή του, την οποία, σήμερα, θα λέγαμε πως έστειλε από τον άλλον κόσμο.

«Γκαλίνα

Σήμερα είναι η τελευταία μου μέρα. Σκέφτομαι όλους εκείνους που θα έπρεπε να μνημονεύσω στην τελευταία μου προσευχή, αν πίστευα έστω και λίγο στον Θεό. Σκέφτομαι και εσάς, η οποία με έχει σχεδόν ξεχάσει. Όπως πάντα θέλω να σας ζητήσω μία χάρη. Μερικές χάρες μάλιστα. Πρώτον, την επιστολή που θα βρείτε στο γράμμα μου, να την δώσετε στην Λιούσα. Δεύτερον, είναι πιθανόν μετά από 3-4 εβδομάδες να σας γράψουν κάποιοι που ενδιαφέρονται για την τύχη μου. Πείτε τους ή γράψτε τους πως τάχα, γνωρίζετε λίγα πράγματα: διέπραξα μία διάρρηξη, κατέβηκα στον Άδη και αυτό μόνο. Για τα υπόλοιπα, δεν ξέρετε τίποτα. Την διάρρηξη την έκανα για να μην φέρω σε δύσκολη θέση τον γιατρό (Μποτσκόφ), ο οποίος μου έδωσε μία συνταγή για Λιουμινάλ, το οποίο ήθελα αρχικά να χρησιμοποιήσω. Παρ’ όλο που η μέρα είναι μουντή, είναι ανοιξιάτικη κι έχουμε λευκές νύχτες. Μόνο και μόνο για να δεις μία τέτοια λευκή νύχτα, αξίζει να ζεις. Δεν χρειάζονται όμως τα λόγια συμπόνιας και το επιφωνήματα, έτσι δεν είναι; Αφού δεν μ’ αφήνουν να ζήσω, δεν πρόκειται να συνεχίζω να ζω έτσι. Αν απέμεινε κανείς που με μνημονεύει με λόγια καλά, δώστε του χαιρετίσματα. Σας αγκαλιάζω τρυφερά.

Νικολάι

3/6/1940

Βαντίς»

Ακόμη και μπροστά στον θάνατο ο Βούλγαρος κομμουνιστής δεν μπορεί να μην καρφώσει τον γιατρό που του έδωσε τα υπνωτικά χάπια. Θαρρείς και λειτουργούσε μηχανικά, προγραμματισμένα, να καταδίδει κάθε έναν που δεν ταίριαζε με την εικόνα του κόσμου που είχε στο μυαλό του.

Στις 27 Ιουνίου 1957 το Στρατοδικείο της Μόσχας αποκατέστησε τον Σιβάροφ από την κατηγορία της κατασκοπίας. Κατάσκοπος μπορεί να μην ήταν, ήταν όμως ένας ιδεολόγος κομμουνιστής που παρέμεινε πιστός στην ιδεολογία του, ανακρίνοντας και βασανίζοντας αθώους ανθρώπους και σπουδαίους λογοτέχνες.