Με αόρατο μελάνι

Με αόρατο μελάνι

Henry Kuttner «Ο φόνος της Έλινορ Πόουπ», Μετάφραση: Βικτωρία Λέκκα, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 216

«Αλλά γιατί να θέλω να τιμωρηθώ;»

«Γιατί θέλετε να ομολογήσετε;»

Μια γυναίκα σκοτώνεται σ’ ένα ομιχλώδες πάρκο του Σαν Φρανσίσκο. Η αστυνομία υποψιάζεται ότι πρόκειται για ληστεία που πήγε στραβά. Αλλά την επόμενη μέρα, ένας προβληματικός νέος ασθενής επισκέπτεται καθυστερημένος στο ραντεβού του, τον κύριο Γκρέι, ζητώντας επειγόντως να θεραπευτεί. Ο κουνιάδος του και σύζυγος της νεκρής Έλινορ Πόουπ, Σαμ, και η γυναίκα του, θέλουν να τον κλείσουν, λέει, στο ψυχιατρείο.

Ο κύριος Μάικλ Γκρέι, ψυχαναλυτής στο επάγγελμα, με επιστήθιο φίλο αστυνομικό, επιχειρεί να εξιχνιάσει μυστηριώδεις φόνους, εκτελώντας χρέη αστυνομικού ντετέκτιβ, και το επιτυγχάνει χρησιμοποιώντας περισσότερο ψυχολογικές και λιγότερο αστυνομικές μεθόδους. Αυτή τη φορά, όμως, έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από άμυνες.

Ο Χάουαρντ Ντιουν, ο πελάτης του, κάνει τα πάντα για να τον διώξει. Καθυστερεί, ψεύδεται, αυτοαναιρείται αλλά παραμένει ωστόσο και στην μεταβίβαση που του κάνει, κινδυνεύει να τον σκοτώσει κάποια στιγμή.

Κεντρικό θέμα στις συνεδρίες του, τα όνειρα του κυρίου Ντιουν και η ταραγμένη σχέση με τον πατέρα. Στον οποίο δεν έδωσε κάποτε το γράμμα της μητέρας κι εκείνος πήγε στο πόλεμο για να σκοτωθεί. Αυτό αποτελεί και το μοτίβο της νεύρωσής του, της δική του διαταραγμένης ζωής.

«Ο ψυχαναλυτής δεν μπορούσε να καθυστερήσει χωρίς λόγο. Ο Ντιουν έπρεπε να είχε ξεκινήσει θεραπεία πολλά χρόνια πριν. Τώρα υπήρχε μόνο ένας τρόπος να προχωρήσει. Ο πυροκροτητής έπρεπε να βρει τον στόχο του. Ο στόχος ήταν ο Γκρέι».

Επιλέγοντας τον κύριο Γκρέι σε πατρικό ρόλο που αγαπά και μισεί, επιθυμεί να ομολογήσει για να τιμωρηθεί. Αλλά προηγουμένως χρειάζεται να θυμηθεί. Και να αποδεχτεί ό,τι ποτέ του δεν έχει αποδεχτεί: αυτό που είναι με αόρατο μελάνι γραμμένο μέσα του και του καθορίζει τη ζωή.

Δυστυχώς, όμως, παρά το νυχτερινό τηλεφώνημά του στον κύριο Γκρέι, ο Ντιουν θα βρεθεί νεκρός. Από το δηλητήριο που εμπεριείχε το ποτό που του σερβίρει ο κύριος Πόουπ. Και την επόμενη μέρα, θα βρεθεί νεκρός και ο κύριος Πόουπ από το φάρμακό του που του δίνει η αδελφή του την οποία και κατηγορούν. Τα αποτυπώματά της βρέθηκαν στο μπουκάλι. Ωστόσο ο κύριος Γκρέι επιμένει, η Μαίρη Ντιουν είναι αθώα.

Σε όσους θέλγονται από την ψυχανάλυση, το βιβλίο αποδεικνύεται θησαυρός, το κλειδί:

«Ό,τι συμβαίνει πάντα. Ο ασθενής χειροτερεύει προτού καλυτερέψει. Είναι αναπόφευκτο».

«Συχνά ο γάμος χρησιμοποιείται σαν μέσο απόδρασης. Ο ένας ή και οι δυο από τους συντρόφους μπορεί να παντρεύτηκαν εξαιτίας κάποιας νεύρωσης. Και αν η νεύρωση θεραπευτεί, καμιά φορά το ζευγάρι δεν χρειάζεται να συνεχίσει να ζει μαζί».

Η πορεία προς την αλήθεια και οι συνομιλίες του κυρίου Γκρέι με τον Ζούκερ τον αστυνόμο είναι σαγηνευτική. Αλλά και οι εξηγήσεις προς όλους από τον κύριο Γκρέι προκειμένου να κάμψει τις άμυνές τους:

«Η ζωή μου είναι ένα ανοιχτό βιβλίο». Επιμένει ο κύριος Πόουπ.

«Μπορείς να το διαβάσεις;» ρώτησε ο Γκρέι.

«Μεγάλο μέρος αυτού του βιβλίου είναι τυπωμένο με αόρατο μελάνι», είπε ο Γκρέι. Αυτή είναι η βάση της ψυχαναλυτικής θεωρίας, κύριε Πόουπ. Είναι το αόρατο μελάνι που προκαλεί τα προβλήματα. Και αυτό βρίσκεται στο βιβλίο του καθένα. Και στο δικό μου και στο δικό σου».

Η πορεία προς την αλήθεια είναι συγκλονιστική, μυστική και σιωπηλή. Εξάλλου, θύτες και θύματα πια είναι όλοι νεκροί. Και μαζί τους και η κρυμμένη αλήθεια που γυρεύει ο κύριος Γκρέι και θα χρειαστεί να αποδείξει. Στα παράλογα όνειρα του κύριου Ντιουν, εκεί, θα βρει το κλειδί.

Αλλά και πάλι, συζητώντας με τον Ζούκερ θα πει:

«Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον για τις ασυνείδητες σκέψεις του ή για τα ασυνείδητα συναισθήματά του» είπε ο κύριος Γκρέι. «Ακόμα κι ο νόμος το αναγνωρίζει αυτό. Θυμηθείτε ότι και ο Σαμ δεν γνώριζε τα πραγματικά του κίνητρα.

Το μόνο που μπορεί να κάνει ο καθένας μας είναι το καλύτερο δυνατό».

Μια αστυνομική εξίσωση για δυνατούς λύτες που μπορεί να αποδειχθεί μόνο μέσα από την ψυχαναλυτική θεωρεία. Όσοι απορείτε γι’ αυτό, θα βρείτε την απάντηση στο βιβλίο.

«Ίσως να το έκανε», είπε ο Γκρέι. «Όχι συνειδητά, φυσικά. Αλλά ο μαζοχιστής τραβάει τον σαδιστή. Το θύμα τραβάει τον δολοφόνο. Η ενοχή μπορεί να προκαλέσει ανάγκη για τιμωρία και καμιά φορά ένα άτομο πράγματι προκαλεί την τιμωρία του». Θα αποδεχτεί ηττημένος νικητής ο κύριος Γκρέι: «Μπορώ να αποδεχτώ την επιτυχία που ταυτόχρονα σημαίνει αποτυχία».

«Ο φόνος της Έλινορ Πόουπ» αποτελεί μία από τις τέσσερις υποθέσεις του κύκλου «Ιστορίες του κυρίου Γκρέι» που δημοσίευσε ο Χένρι Κάτνερ. «Ο φόνος της Αν Έιβερι», «Ο φόνος της ερωμένης» και «Ο φόνος της συζύγου», κυκλοφορούν, επίσης, από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.

Ο Χένρι Κάτνερ γεννήθηκε στο Λος Άντζελες το 1915. Συμμετείχε με άλλους συγγραφείς της γοτθικής λογοτεχνίας του φανταστικού στον «Κύκλο Λάβκραφτ», όπου και γνωρίστηκε με τη συγγραφέα και μετέπειτα σύζυγό του C. L. Moore. Μαζί συνέγραψαν δεκάδες διηγήματα, νουβέλες και σενάρια για το Χόλυγουντ, χρησιμοποιώντας, εκτός από τα πραγματικά τους ονόματα, δεκαεπτά λογοτεχνικά ψευδώνυμα. Μετά από ένα πανεπιστημιακό πτυχίο ψυχολογίας, ο Κάτνερ ξεκίνησε μεταπτυχιακή ειδίκευση για κλινικός ψυχολόγος, όταν ένα αιφνίδιο καρδιακό επεισόδιο απέβη μοιραίο γι’ αυτόν το 1958. Το τεράστιο έργο που άφησε πίσω του επηρέασε σημαντικούς μεταγενέστερους συγγραφείς όπως ο Roger Zelazny, ο Ray Bradbury και ο William S. Burroughs, ενώ έξι ιστορίες του έγιναν ταινίες (πιο πρόσφατη: The Last Mimzy, New Line Cinema, 2007).

Οι ιστορίες του κυρίου Γκρέι αποτελούν ένα διαφορετικό είδος στο αστυνομικό μυθιστόρημα, μοιάζουν με σπαζοκεφαλιά, δεν έχουν βία και αίμα, ερμηνεύουν τα πάντα, και τα όνειρα, σχεδόν πάντα αποτελούν τη λύση του μυστηρίου. Όμως, γραμμένα με το αόρατο μελάνι είναι πάντοτε κι αυτά δυσανάγνωστα.

Ενδιαφέρουσα σειρά.