Η γλώσσα μου, ο κόσμος μου

Tης Μαρίας Χούκλη

«Τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του. Τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του ανθρώπινου μυαλού. Όσα ξέρω είναι αυτά για τα οποία έχω λέξεις». Είναι τρία από τα διασημότερα αποφθέγματα του Βιττγκενστάϊν που έγιναν υποδεκάμετρο για να αξιολογηθεί το φαινόμενο Τράμπ από ειδικούς και να απαντηθεί το ερώτημα: είναι χαρισματικός ομιλητής ή ο τρόπος που μιλάει προδίδει ασυνάρτητη σκέψη;

Λίγες ώρες προτού ξεκινήσει το αμερικανό «προεδρικό» debate, η Τάρα Γκόλσαν ανέβασε στο ενημερωτικό ιστότοπο VOX, τις απόψεις έγκριτων γλωσσολόγων και ιστορικών σχετικά με την ιδιαιτερότητα της ρητορικής Τράμπ. Τι κρύβεται πίσω από τις φραστικές και νοηματικές ανακολουθίες που υπάρχουν στις ομιλίες του. Το άρθρο φέρνει ως παράδειγμα την τοποθέτηση του για τα πυρηνικά και τη συμφωνία με το Ιράν. Υπερέβη τις 400 λέξεις με τις οποίες δεν ανέλυσε τα μειονεκτήματα της συμφωνίας, αλλά μίλησε για τις σπουδές ενός θείου του, τις δικές του σπουδές, για τους φυλακισμένους, την ευφυία των γυναικών και τη διαπραγματευτική ικανότητα των Περσών(!), όπως αποκαλεί τους Ιρανούς. Χρειαζόταν διάγραμμα για να παρακολουθήσεις τη σκέψη του. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι που έλκονται από τον τρόπο του Τράμπ και επιπλέον τον καταλαβαίνουν. Πώς εξηγείται;

Ο Τράμπ συνηθίζει να μιλάει εκτός κειμένου. Εγκαταλείπει το κείμενο των λογογράφων του και απευθύνεται στο κοινό με ασύνδετες σκέψεις της στιγμής, με ευφυολογήματα, με άσχετες αναφορές, με συνεχείς παρεκβάσεις και υπαινικτικές φράσεις. Αυτήν την καταστροφική για άλλους ασυνάρτητη ροή, την μετατρέπει σε πλεονέκτημα με τον επιτονισμό. Κάνει επιτηδευμένες παύσεις και μορφασμούς, αυξομειώνει την ένταση της φωνής και την χρωματίζει έτσι ώστε το κοινό καθοδηγείται να νιώσει φόβο, θυμό, ειρωνεία, θαυμασμό. Ο Τράμπ ανασηκώνοντας φρύδια και ώμους, αφήνει ημιτελείς τις φράσεις του για να συμπληρωθούν από τις σκέψεις του ακροατηρίου που νιώθει ότι έχει απέναντί του έναν σαν εκείνους. Δεν αντιλαμβάνονται ότι «η ομιλία του δείχνει έναν άνδρα με έλλειψη πνευματικής πειθαρχίας, που δεν διαθέτει γνώσεις και αναλυτική ικανότητα», όπως παρατηρούν οι γλωσσολόγοι. Ο Τράμπ, λένε, δεν έχει επαγωγική λογική, δεν μπορεί να διατυπώσει με σαφήνεια τα επιχειρήματα του, παραθέτει άτακτες σκέψεις, «εκρήγνυται» και καταλήγει σε συμπεράσματα αστήριχτα.

Ο Τράμπ κάνει και κάτι άλλο. Χρησιμοποιεί τα κόλπα των πωλητών που τα ξέρει καλά καθώς αυτή είναι η δουλειά του. Συχνά στις ομιλίες του, ξεκινάει τις φράσεις με το «Πολλοί άνθρωποι λένε...» ή «Πιστέψτε με» για να ακολουθήσει κάτι που είναι μη αληθές, αβάσιμο και προσβλητικό. Έτσι, όμως, ακούγεται αξιόπιστος από τους ακροατές τους, καθώς οι άνθρωποι τείνουμε πιο εύκολα να πιστέψουμε μια άποψη που την μοιραζόμαστε με άλλους.

Ασφαλώς, η άνοδος του έχει να κάνει και με το περιεχόμενο της ρητορικής και των υποσχέσεων του. Ο κόσμος βρίσκει ανακούφιση με όσα λέει για την ανεργία, για τους φόρους, για την τρομοκρατία.  Δεν χρειάζεται να κάνουν καμία θυσία, ούτε συμβιβασμούς, δεν τους ζητάει τίποτα πολύπλοκο, ο κόσμος του Τράμπ είναι απλός, ασφαλής και λειτουργεί με τον θυμό κατά των οιονεί εχθρών.

Και όταν νιώθεις θυμωμένος, αισθάνεσαι δυνατός, δείχνεις ισχυρός.

Μόνο που, καλός ο αυθορμητισμός και η αυθεντικότητα, αλλά η ηγεσία -κάθε ηγεσία, πολλώ δε μάλλον μιας υπερδύναμης- χρειάζεται γνώσεις, πειθαρχία, συγκέντρωση, σοβαρότητα και την ικανότητα να αγνοείς τα περιττά, τα ανόητα και τα επικίνδυνα. Ο

Ο Τράμπ είναι ένας αχαλίνωτος ναρκισσιστής που ποθεί την εξουσία, αλλά δεν έχει την πνευματική ικανότητα να την ασκήσει με σύνεση, καταλήγει στο άρθρο ο καθηγητής γλωσσολογίας Τζώρτζ Πούλμαν από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.

Ο Βιττγκενστάϊν θα το έλεγε αλλιώς. «Για τα πράγματα που δεν μπορείς να μιλήσεις, πρέπει να σωπαίνεις. Η κόλαση δεν είναι οι άλλοι, είναι ο εαυτός σου».