Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει αντιπολίτευση με το εργασιακό

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κάνει αντιπολίτευση με το εργασιακό

Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, το συνδικαλιστικό όργανο των δικαστικών λειτουργών της τακτικής Δικαιοσύνης, εξέδωσε χθες ανακοίνωση με την οποία ασκεί κριτική στο σχέδιο νόμου για τα εργασιακά που εισήχθη στη Βουλή και το οποίο κατά την Ένωση «…φαίνεται να κανονικοποιεί την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και να ανατρέπει την ουσία του προοδευτικού για την εποχή του συνδικαλιστικού νόμου 1264/82.

Κυρίως όμως κλονίζει τη Συνταγματική ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην υποχρέωση του Κράτους να μεριμνά για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου πληθυσμού και να διασφαλίζει την ανεμπόδιστη άσκηση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων ιδιαίτερα το δικαίωμα στην απεργία (άρθρα 22 και 23 Σ).»

Και συνεχίζει η ανακοίνωση: «Επίσης τα άρθρα 91, 93 και 95 θέτουν ακόμα περισσότερα βάρη και νομοθετικούς περιορισμούς στο συνταγματικό δικαίωμα στην απεργία, το οποίο πλέον καθίσταται κενό περιεχομένου, αφού με τους ήδη υπάρχοντες περιορισμούς το 90% των απεργιών δεν πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου.

Θεωρούμε ότι η ψήφιση του Νομοσχεδίου συνιστά σημαντική θεσμική οπισθοδρόμηση και θα διευρύνει την ήδη υφιστάμενη νομική και πραγματική ανισότητα στις εργασιακές σχέσεις».

Είναι η τρίτη φορά μέσα σε λίγους μήνες που η εν λόγω Ένωση «κτυπάει» με πολιτική ανακοίνωσή της, ενδεδυμένη με νομικό μανδύα, αντιπολιτευόμενη την Κυβέρνηση και την κυβερνητική πλειοψηφία στην Βουλή, για θέμα της επικαιρότητας το οποίο αποτελεί αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ των κομμάτων και το νομικό μέρος του οποίου περιέχει θέματα τα οποία είτε είναι αντικείμενα δικαστικής εκκρεμοδικίας είτε αποτελούν δυνάμει ζητήματα μελλοντικής δικαιοδοτικής κρίσης.

Οι δύο προηγούμενες ήταν τον περασμένο Νοέμβριο όταν έκρινε την απόφαση του Αρχηγού της ΕΛΑΣ για την απαγόρευση των υπαίθριων δημόσιων συναθροίσεων για την επέτειο του Πολυτεχνείου παράνομη και αντισυνταγματική και ζήτησε την ανάκλησή της και τον περασμένο Φεβρουάριο όταν ζήτησε από την Κυβέρνηση να επανεξετάσει την στάση της στο θέμα της απεργίας πείνας του αμετάκλητα καταδικασμένου κατά συρροή δολοφόνου και πολυισοβίτη Κουφοντίνα και να ικανοποιήσει το αίτημά του.

Από τις ανακοινώσεις της ΕνΔΕ στα παραπάνω θέματα και ανεξαρτήτως της νομικής βασιμότητας ή μη των επιχειρημάτων της, το οποίο δεν είναι κρίσιμο και δεν ενδιαφέρει εν προκειμένω, προκύπτουν ορισμένα μείζονα θεσμικά ζητήματα:

1. Όπως συνάγεται τόσο από το τρέχον ζήτημα του νομοσχεδίου για τις εργασιακές σχέσεις όσο και για τα προγενέστερα ζητήματα αυτά επ’ ουδενί αφορούν ζητήματα του δικαστικού κλάδου (μισθολογικά, υπηρεσιακά, λειτουργικά, οργανωτικά, συνθηκών απονομής δικαιοσύνης κ.τ.ό.) αλλά πολιτικές αποφάσεις της νομοθετικής ή εκτελεστικής εξουσίας, στα οποία η δικαστική εξουσία δεν έχει κανένα λόγο παρά μόνο εάν και εφόσον της τεθούν αρμοδίως στο πλαίσιο των δικονομικών κανόνων και κατόπιν υποβολής των προβλεπομένων από τους κανόνες αυτούς ένδικα βοηθήματα τυχόν ενδιαφερομένων προσώπων.

Το γεγονός ότι οι αποφάσεις της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας έχουν νομικό ενδιαφέρον είναι αυτονόητο, εφόσον αφενός εκδίδονται δυνάμει υφισταμένων κανόνων δικαίου αφετέρου παράγουν νέους κανόνες δικαίου.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένα συνδικαλιστικό όργανο των δικαστικών λειτουργών μπορεί να κρίνει επί παντός επιστητού την νομιμότητα των διοικητικών πράξεων ή την συμβατότητα των νομοθετικών πράξεων (τυπικών νόμων) με υπερνομοθετικής ισχύος κανόνες δικαίου.

2. Η παρείσφρηση των δικαστών πέραν της κατά το Σύνταγμα και τον νόμο δικαιοδοσίας τους, έστω και υπό τον μανδύα μίας συνδικαλιστικής Ενώσεως και όχι των από καθέδρας τοιούτων, στα του οίκου της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, αποτελεί παρέκκλιση από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Δεν αποτελεί δουλειά των δικαστών να ζητούν από τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας να ανακαλέσουν διοικητικές πράξεις και από αυτά της νομοθετικής να καταψηφίσουν (Βουλή) ή να μην εκδώσουν (ΠτΔ) σχέδια νόμου που έχει εισαγάγει η Κυβέρνηση στην Βουλή προς συζήτηση και ψήφιση, έχοντας την αρμοδιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας.

3. Η Ένωση εκτίθεται έτι περαιτέρω και τραυματίζεται το κύρος της, όταν η Δικαιοσύνη διά των αρμοδίων οργάνων της εκδίδει αποφάσεις διαφορετικές από τις κρίσεις της Ένωσης στις ανακοινώσεις της, όπως συνέβη στην περίπτωση του αιτήματος του πολυισοβίτη κρατούμενου Κουφοντίνα που απορρίφθηκε από τα αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα τόσο της ποινικής όσο και της διοικητικής δικαιοσύνης και όπως συνέβη σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας στην περίπτωση της απόφασης του Αρχηγού της ΕΛΑΣ στην επέτειο του Πολυτεχνείου.

4. Πέραν του πρόδηλου πολιτικού περιεχομένου των ανακοινώσεων της Ένωσης και ειδικότερα της τελευταίας, με προβολή πολιτικών κρίσεων περί «προοδευτικότητας» του συνδικαλιστικού Ν. 1264/1982, «κανονικοποίησης της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων» από το νομοσχέδιο  και «σημαντικής θεσμικής οπισθοδρόμησης» του νομοσχεδίου, κάτι γενικά ανεπίτρεπτο για δικαστική Ένωση να παίρνει θέση σε ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης, το οποίο μάλιστα ως προελέχθη ουδεμία σχέση έχει με συνδικαλιστικά θέματα του δικαστικού κλάδου, εύλογα ανακύπτει το ερώτημα:

Με ποιο εχέγγυο δικαστικής αμεροληψίας κατά το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ και τον νόμο μπορούν να κρίνουν αύριο από την έδρα τα μέλη της την συνταγματικότητα του νέου νόμου ή την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεών του, εάν και όταν κληθούν αρμοδίως επί τούτου, όταν έχουν λάβει ήδη θέση δημόσια πριν ακόμα την έκδοσή του;

Αυτή είναι και η σημαντικότερη αντιθεσμική συνέπεια της ανακοίνωσης της Ένωσης και αποστερεί βασιμότητας από το όποιο δικαιολογητικό επιχείρημα ότι στην ανακοίνωση η Ένωση προβαίνει ως σωματείο και όχι ως δικαστήριο.

Για πολλοστή φορά η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων στο πλαίσιο του αντιπολιτευτικού της οίστρου φαίνεται να ξεχνά το αγγλοσαξωνικό αλλά διαχρονικό, οικουμενικό και πάντα επίκαιρο απόφθεγμα ότι «Justice must not only be done, it must be seen to be done». Εμείς θα είμαστε εδώ να της το θυμίζουμε.

*Ο Χαράλαμπος Μ. Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Μέλος της Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων του ΔΣΑ