Βάσια Τζανακάρη: «Η καραντίνα είναι η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου»
Συνέντευξη

Βάσια Τζανακάρη: «Η καραντίνα είναι η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου»

«Θα έλεγα πως είναι ένα βιβλίο για εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν να φεύγουν και δεν ξέρουν πού θέλουν να πάνε. Για όσους αφήνονται να τους οδηγεί η ζωή.» Υποστηρίζει η συγγραφέας και μεταφράστρια Βάσια Τζανακάρη για το καινούργιο της μυθιστόρημα «Αδελφικό» που κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο.

Με τον θάνατο του Ντέιβιντ Μπόουι να το δένει, όπως και τους ομοίους της, σαν ασημένια κλωστή. Το αποτέλεσμα, ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, χαρακτηριστικό της γενιάς της, έντονα υπαρξιακό, με μουσική, κινηματογράφο, ποιητικές σημειώσεις, φυγή και ανατροπή. Εντελώς αντίθετο με τον εγκλεισμό μας στην καραντίνα που την ζορίζει πολύ. Αν έβαζε τίτλο στο χρόνο που ζούμε μας λέει ότι θα ήταν «Τόσο μακριά, τόσο κοντά».

Για όλα μιλήσαμε στο Liberal.gr: για την φυγή, την επιστροφή, τις ιστορίες, τις εμμονές και τους ήρωες, για τον αινιγματικό τίτλο, την καραντίνα, για τον νέο κόσμο που αλλάζει με γοργά βήματα, για τον ψηφιακό κόσμο και για την εποχή.  

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα

-Η ηρωίδα σας επιστρέφει, νέο κορίτσι και επιστρέφει. Όλοι επιστρέφουμε κάποτε, κυρία Τζανακάρη; Και τι σημαίνει (για τη ζωή μας και τα βιβλία) αυτή η επιστροφή;

Ίσως, η επιστροφή είναι η ανάγκη μας για καταφύγιο. Επιστροφή στο γνώριμο, επιστροφή στο ασφαλές, επιστροφή στο παρελθόν, σε εποχές που είτε ήταν πράγματι ευκολότερες είτε φαντάζουν έτσι γιατί έχει περάσει από πάνω το φίλτρο του χρόνου και τις έχουμε ωραιοποιήσει. 

-«Αδελφικό» λοιπόν. Τι τίτλος! Με μαγικό τρόπο όλο σας το βιβλίο συμπυκνωμένο. Τίτλος αίνιγμα, σιβυλλικός. Αλήθεια υπάρχει πραγματικά τέτοιο χωριό;

Υπάρχει. Είναι ένα χωριό στον νομό Σερρών, τόπος γέννησης ενός ποιητή που υπήρξε συνεργάτης του περιοδικού ΓΙΑΤΙ, που εξέδιδε ο πατέρας μου. Πέθανε πολύ νέος και τα ημερολόγια καθώς και άλλα κείμενά του βρέθηκαν στα χέρια μου.

-Πώς έφτασε ως εσάς το «Αδελφικό»; Ήταν ο κόσμος που αλλάζει; Ο θάνατος του Ντέιβιντ Μπόουι που το διασχίζει; Κάτι, ενδεχομένως, προσωπικό;

Ο θάνατος του Ντέιβιντ Μπόουι ήταν σαν μια ασημένια κλωστή που χρησιμοποίησα για να δέσω όσα ήθελα να πω. Η συλλογική αντίδραση στον θάνατό του με έκανε να νιώσω πως είμαστε κάποιους ανθρώπους μας δένουν – μας αδελφώνουν – στοιχεία πολιτισμού τα οποία έχουν διαμορφώσει τον τρόπο που βλέπουμε τον κόσμο. Και αυτός ο κόσμος αλλάζει, πράγματι, με απασχολούσε κι αυτό, όπως και το πώς αλλάζει ο τρόπος που σχετιζόμαστε μέσα σ’ αυτόν τον «νέο» κόσμο.

-Εκφράζετε με μοναδικό τρόπο τη γενιά σας. Κι είστε η γενιά που παίζει τώρα, είστε στα πράγματα, νέοι και παραγωγικοί. Κι όμως γράφετε «Η Μάρω είχε δίκιο, το ένιωθα κι εγώ, ήμασταν απομεινάρια ενός κόσμου που είχε χαθεί». Είμαστε τα απομεινάρια ενός κόσμου που έχει χαθεί;

Έτσι νιώθω. Η γενιά μου μεγάλωσε αναλογικά αλλά μετέχει πλήρως στον ψηφιακό κόσμο. Και με κάθε μεγάλη τομή (κρίση, πανδημία) νιώθω ότι απομακρυνόμαστε από εκείνον τον κόσμο.

-Έχει υπαρξιακή αγωνία, έχει μυστήριο, καθρεφτίζει την εποχή. Αν επιμένουμε να το κατατάξουμε (μια μανία με «τα κουτάκια» την έχουμε σχεδόν όλοι) για σας τι υπήρξε;

Θα έλεγα πως είναι ένα βιβλίο για εκείνους τους ανθρώπους που θέλουν να φεύγουν και δεν ξέρουν πού θέλουν να πάνε. Για όσους αφήνονται να τους οδηγεί η ζωή.

-Στο «Αδελφικό» βρίσκουμε λωτούς, θα μπορούσε να είναι και η χώρα των Λωτοφάγων, για να ξεχάσουμε πασχίζουμε ή για να θυμηθούμε στη ζωή;

Ανάλογα τι κουβαλάει ο καθένας. 

-Και όταν γράφουμε αντίστοιχα; Για να τα ξαναζήσουμε; Για να ξαναγράψουμε χρόνο και παρελθόν διαφορετικά; Για να τα θυμηθούμε ή για να τα ξεχάσουμε, γράφουμε, κυρία Τζανακάρη;

Εγώ γράφω γιατί μου αρέσει. Με ευχαριστεί. Τα υπόλοιπα, μνήμη, λήθη, κάθαρση, λύτρωση προκύπτουν στη διαδικασία του γραψίματος. Και συμβαίνουν, πράγματι, είναι μια πολύ έντονη «παρενέργεια».

-«Έντεκα μικροί φόνοι: ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave», «Τζόνι και Λούλου», «Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα», το παιδικό «Ένα δώρο για τον Τζελόζο» αλλά και με σημαντική μεταφραστική εμπειρία με βραβείο μετάφρασης το 2020 για το «Ένα δικό της δωμάτιο» της Βιρτζίνια Γουλφ), από το πρώτο βιβλίο μέχρι το τωρινό, στο μεταξύ τι έχει αλλάξει και τι έχει μείνει ίδιο κι απαράλλαχτο στη διαδρομή;

Παραμένει ίδια η επιθυμία μου να βελτιώνομαι σε κάθε βιβλίο που γράφω ή μεταφράζω και να μαθαίνω διαρκώς καινούργια πράγματα.

-Στη ζωή σας;

Η αγάπη μου για τη μουσική και τους ανθρώπους είναι διαχρονική. Το πλαίσιο αναπόφευκτα αλλάζει.

-Η μεταφραστική δουλειά, εν τέλει, κάνει τον συγγραφέα αναγνώστη σε βάθος, πιο ταπεινό, μαθητή εφ’ όρου ζωής;

Η μετάφραση είναι μια διαρκής τριβή με τη γλώσσα. Σε μαθαίνει να είσαι υπομονετικός και να αντιμετωπίζεις τα δικά σου κείμενα με τον ίδιο σεβασμό και την ίδια υπευθυνότητα που αντιμετωπίζεις τα κείμενα κάποιου άλλου.

-Υπήρξε κάτι που σας συγκλόνισε ή σας απάντησε σε ερωτηματικά αναπάντητα στη μεταφραστική σας διαδρομή;

Το μεταπτυχιακό μετάφρασης-μεταφρασεολογίας που έκανα στο ΕΚΠΑ στάθηκε για μένα πολύ σημαντική εμπειρία. Οφείλω πολλά στους καθηγητές μου.

-Μεγαλώσατε σε ένα σπίτι διανοουμένων, και ο πατέρας σας είναι συγγραφέας βιβλίων ιστορικών. Κάπως έτσι ανεβαίνει ο πήχης εξ αρχής; Ήταν μονόδρομος και η δική σας διαδρομή;

Δεν υπήρχε πήχης στο σπίτι μας ούτε απαιτήσεις. Μόνο ένα περιβάλλον που αναπόφευκτα επηρέασε τα ενδιαφέροντα.  Ήταν ωραίο που υπήρχε κατανόηση για τα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα και υποστήριξη στην ενασχόληση με αντίστοιχα επαγγέλματα. 

-Φαντάζομαι για σας η καραντίνα είναι (μεταφραστικά) πολύ δημιουργική. Θα μπορούσε να είναι και θέμα μελλοντικού βιβλίου σας;

Η καραντίνα είναι η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Μόνο βάλτωμα και δυστυχία μπορεί να επιφέρει σε έναν καλλιτέχνη ο εγκλεισμός, η έλλειψη κοινωνικοποίησης και ερεθισμάτων. 

-  Αν σας ζητούσαμε να βάλετε τίτλο στη σημερινή εποχή;

Τόσο μακριά, τόσο κοντά.

- Να τελειώσουμε με ερωτήσεις αυστηρά όσον αφορά τη γραφή; Υπάρχει τελετουργία γραφής [συγκεκριμένος χώρος, χρόνος, συνήθειες] ή παντού μπορείτε να γράψετε εσείς;

Δεν έχω τελετουργία γραφής, κάποτε έγραφα βράδια, έπειτα πρωινά. Πλέον γράφω οποτεδήποτε, οπουδήποτε. Αρκεί να έχω το λάπτοπ μου. Δεν το αποχωρίζομαι.

-Για να ξεκινήσετε μια ιστορία, χρειάζεστε πλάνο, να ξέρετε και την αρχή και το τέλος της, ή αρκούν μια εικόνα ή η αρχική φράση;

Ξεκινάω πάντα από μια εικόνα ή φράση. Έπειτα κάνω δεκάδες πλάνα στο μυαλό μου και τα απορρίπτω μέχρι να φτάσω σε κάποιο που με ικανοποιεί.

-Ποιο βιβλίο σας γράφτηκε με πιο παράξενο και αλλόκοτο τρόπο;

Μάλλον το «Αδελφικό». Το έχω στο μυαλό μου σαν ένα ψηφιδωτό, μικρές-μικρές ψηφίδες έφταναν σε εμένα από διάφορα σημεία, ώσπου σχηματίστηκε η μεγάλη εικόνα.

-Υπάρχουν συγγραφικές εμμονές; Θέματα στα οποία επανέρχεστε, τεχνικές που χρησιμοποιείτε και ξαναχρησιμοποιείτε, γρίφους κι αινίγματα που προσπαθείτε μια ζωή γράφοντας να επιλύσετε;

Νομίζω όσοι γράφουν έχουν εμμονές. Οι δικές μου είναι η φυγή, η απογοήτευση, η ματαίωση, οι τσακισμένοι άνθρωποι, η μουσική, η ποίηση, το αστικό τοπίο, τα παραμύθια. Νομίζω ένα χαρακτηριστικό αυτών που γράφω είναι οι ανατροπές. Μ’ αρέσει τα πράγματα να μην είναι όπως φαίνονται.

-Τι πρέπει να έχει μια ιστορία για να γίνει ιστορία σας;

Φως και σκοτάδι μαζί.

-Ένας ήρωας ή μια ηρωίδα για να γίνει ήρωάς σας ή ηρωίδα σας;

Μου αρέσουν οι ήρωες που βασανίζονται από αντίρροπες δυνάμεις μέσα τους αλλά κι εκείνοι που δεν φοβούνται να ζήσουν, με όποιο κόστος. Οι ήρωες που κουβαλάνε τις πληγές τους και τις σκαλίζουν προσπαθώντας να τις γιατρέψουν.

-Ποιος ήρωας ή ποια ηρωίδα σας έφτασαν ως εσάς με τον πιο αλλόκοτο τρόπο;

Ο Μελισσινός. Γεννήθηκε από την ιστορία θανάτου του Τάσου Λειβαδίτη, καθώς διάβαζα για τον γιατρό που είχε αναλάβει να τον χειρουργήσει.

-Μας βρίσκουν οι ιστορίες μας ή είμαστε εκείνοι που τις επινοούμε εξ αρχής;

Και τα δύο. Όταν αποφασίζουμε να τις βάλουμε στο χαρτί έρχονται και μας βρίσκουν.