Αποτελούσε λαϊκό αίτημα, η έφοδος στις τράπεζες;

Αποτελούσε λαϊκό αίτημα, η έφοδος στις τράπεζες;

Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου

Επί δυο συνεχείς ημέρες, στελέχη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, προέβησαν σε ελέγχους στις τέσσερις συστημικές τράπεζες και στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών, στα πλαίσια των ερευνών για εναρμονισμένες πρακτικές. Την Πέμπτη, η έρευνα ήταν αυτεπάγγελτη, ενώ την Παρασκευή έγινε σε συνέχεια καταγγελιών της Viva Wallet, για τις χρεώσεις στα Pos και σε άλλες τραπεζικές συναλλαγές.

Ουδείς είναι υπεράνω του νόμου. Αν πράγματι αποδειχθεί πως οι τέσσερις συστημικών τράπεζες είχαν προσχεδιάσει και ακολουθήσει εναρμονισμένες πρακτικές επιβολής υψηλών προμηθειών σε μια μεγάλη γκάμα τραπεζικών υπηρεσιών, τότε όλα θα έχουν γίνει καλώς. Αν όμως η έφοδος έγινε μέσα στα πλαίσια μια γενικότερης προσπάθειας, για να δικαιωθεί το αίσθημα αδικίας που αισθάνονται οι πελάτες των τραπεζών, τότε σίγουρα κάτι δεν έχει πάει καλά.

Ας προβούμε στην χαρτογράφηση του σημερινού τραπεζικού περιβάλλοντος. Υπάρχουν τέσσερις συστημικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιημένες από το δημόσιο και από ξένους στρατηγικούς επενδυτές. Σε αυτές τις τράπεζες, ακόμα και μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση του 2015, το ελληνικό δημόσιο μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), διατηρεί ένα σημαντικό μετοχικό ποσοστό. Στην Εθνική Τράπεζα, το ΤΧΣ κατέχει το 40% των μετοχών, στην Τράπεζα Πειραιώς το 26,5% και στην Alpha Bank το 11%. Στην Eurobank το ποσοστό του ΤΧΣ, έχει υποχωρήσει στο 1,4% μετά από την συγχώνευση της Eurobank με την Grivalia.

Οι τράπεζες αυτές επωμίστηκαν κατά την τελευταία δεκαετία μεγάλο μέρος του κρίσης του Δημοσίου Χρέους. Απώλεσαν κεφάλαια, αναγκάστηκαν να απορροφήσουν και να συγχωνευθούν με τράπεζες που ήταν σε ακόμα πιο δύσκολη κατάσταση, υπέστησαν μια ουσιώδη και ριζική αλλαγή της μετοχικής τους σύνθεσης και βρέθηκαν αντιμέτωπες με ένα πολιτικό κατεστημένο που δρούσε ανασταλτικά και αποτρεπτικά απέναντι σε κάθε λογική εξυγίανσης των ισολογισμών τους. Δεν ήταν μόνο οι λανθασμένες ανακεφαλαιοποιήσεις. Δεν ήταν μόνο η υιοθέτηση ενός νομικού πλαισίου που μπλόκαρε κάθε διαδικασία πάνω στα «κόκκινα» δάνεια. Δεν ήταν μόνο η εργατική νομοθεσία που απέτρεπε τις γρήγορες απολύσεις. Το πολιτικό προσωπικό με κάθε τρόπο, στοχοποιούσε όλον αυτόν τον καιρό τις τράπεζες, ως την πηγή όλων των δεινών.

Έχουμε λοιπόν 4 τράπεζες, στις οποίες έχει σημαντικό οικονομικό συμφέρον και το Δημόσιο. Τι μπορούν να κάνουν αυτήν την στιγμή οι τράπεζες; Απολύτως τίποτα. Ακόμα βρίσκονται στην διαδικασία εκκαθάρισης των ισολογισμών τους, στην διαδικασία προετοιμασίας τους για την επόμενη ψηφιακή ημέρα, στην διαδικασία συρρίκνωσης του δικτύου των καταστημάτων τους και στην διαδικασία ριζικής μείωσης του προσωπικού τους. Και όλα αυτά σε ένα περιβάλλον μηδενικών και αρνητικών επιτοκίων και σε ένα περιβάλλον οριακής ανάπτυξης. Αυτή η ζοφερή εικόνα του τραπεζικού κλάδου αντικατοπτρίζεται και στη πορεία των τραπεζικών μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

Μέσα σε αυτό περιβάλλον, υπάρχουν τρία γεγονότα που θα αλλάξουν σύντομα τους κανόνες του παιχνιδιού και θα λειτουργήσουν ως «game changers», που λένε και οι Αμερικανοί.

Το πρώτο γεγονός, είναι η είσοδος δυο νέων τραπεζών στο ελληνικό τραπεζικό γίγνεσθαι. Είναι δυο μη συμβατικές τράπεζες, που ανήκουν στην κατηγορία των λεγόμενων «challenger banks». Είναι η αμερικανικών συμφερόντων Praxia Βank και η Optima Βank που ανήκει στον Όμιλο Βαρδινογιάννη. Οι τράπεζες αυτές, έχουν χαμηλά κόστη λειτουργίας, δεν κουβαλούν αμαρτίες του παρελθόντος και είναι προσανατολισμένες προς το δυναμικό τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας, που προσελκύεται από τις ψηφιακές και τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες.

Το δεύτερο γεγονός, είναι η επιθετική διείσδυση στην ελληνική αγορά που επιχειρούν δυο από τις μεγαλύτερες ψηφιακές τράπεζες, όπως είναι η N26 και η Revolut. Αμφότερες, προσφέρουν στους πελάτες τους τραπεζικές υπηρεσίες χαμηλού κόστους και «ανεξαρτησία» από τους εγχώριους τραπεζικούς κινδύνους και τις δυνητικές κινήσεις των φορολογικών αρχών επί των λογαριασμών τους.

Το τρίτο γεγονός, αφορά στην έναρξη λειτουργίας του υποκαταστήματος της κινεζικής τράπεζας, Bank of China (Europe) Luxembourg και στην αδειοδότηση του γραφείου αντιπροσωπείας της Industrial and Commercial Bank of China (Europe). Δυο γιγαντιαίες τράπεζες που έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν όλον τον ορίζοντα των χρηματοδοτήσεων στην Ελλάδα.

Απέναντι σε αυτά τα τρία γεγονότα, είναι φανερό πως οι τράπεζες θα πρέπει να αντιδράσουν. Θα πρέπει να αγωνιστούν σκληρά για να μην συρρικνωθούν περαιτέρω. Θα πρέπει να κλείσουν το πρόβλημα των περίπου 75 δισ. μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και να αυξήσουν τα έσοδα τους. Τα έσοδα τους, θα αυξηθούν από νέες δανειοδοτήσεις και από τις χρεώσεις των υπολοίπων υπηρεσιών που προσφέρουν στους πελάτες τους. Νέα δάνεια δύσκολα να δοθούν, λόγω του ασταθούς κεφαλαιακού προφίλ τους. Όμως οι προμήθειες αποτελούν έναν σταθερό πυλώνα εσόδων. Η χρέωση κάποιων υπηρεσιών, που μέχρι πρότινος προσφέρονταν δωρεάν στους πελάτες των τραπεζών, απλά έρχεται να καλύψει τα έξοδα υποστήριξης αυτών των υπηρεσιών. Μπορεί σε κάποιους να ξενίζει, αλλά η χρέωση ορισμένων υπηρεσιών αποτελεί πάγια διεθνή τραπεζική πρακτική. Διότι όλες οι υπηρεσίες, απανταχού της γης, έχουν κόστος. Και το κόστος αυτό, το καλύπτει ο πελάτης.

Η κυβέρνηση από την πλευρά της, παρέχει στις τράπεζες δυο βάσεις πάνω στις οποίες μπορούν να στηριχθούν για την επόμενη ημέρα. Η πρώτη είναι το σχέδιο «Ηρακλής» και οι κρατικές εγγυήσεις που προσφέρονται σε αυτήν την διαδικασία. Η δεύτερη, είναι η αποποινικοποίηση όσων στελεχών υπογράφουν τις ρυθμίσεις και τις διευθετήσεις, ανάμεσα στις τράπεζες και στους δανειολήπτες. Παράλληλα η κυβέρνηση ζήτησε και την μείωση των τραπεζικών προμηθειών.

Αρνούμαι να πιστέψω, ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού κινήθηκε κατόπιν κυβερνητικής προτροπής. Αν όμως η έφοδος αυτή, πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια της ικανοποίησης του λαϊκού θυμικού κατά του τραπεζικού συστήματος, τότε υπάρχει πρόβλημα. Οι τράπεζες προσπαθούν να επιβιώσουν. Το αντιτραπεζικό μένος είναι περιττό. Συμβάλει δε, στην αναβίωση του κλίματος παραλογισμού. Και όλοι μας γνωρίζουμε καλά, που μας οδήγησε ο παραλογισμός, από το 2015 μέχρι σήμερα.


*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.

Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.