Tο 20% των υγειονομικών είναι ακόμη ανεμβολίαστο

Tο 20% των υγειονομικών είναι ακόμη ανεμβολίαστο

Δεκαέξι μήνες από την έναρξη της πανδημίας και έξι μήνες από την έναρξη των εμβολιασμών, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό για τα δεδομένα της χώρας παραμένει ανεμβολίαστο.

Τα ποσοστό εμβολιασμού μπορεί να έχουν βελτιωθεί τελευταίως, αλλά παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά σε σύγκριση με άλλες χώρες. Ένα 20% υγειονομικών συνεχίζει να γυρίζει την πλάτη στους εμβολιασμούς. Το ποσοστό αυτό αρκεί για να μεταδώσει την επιδημία σε ασθενείς, όπως και στο υπόλοιπο προσωπικό.

Αυτοαναιρούμαστε εάν γίνουμε οι ίδιοι οι υγειονομικοί πηγή διάδοσης της νόσου. Αν το ιατρικό σώμα δεν αποδεχθεί αυτή την αλήθεια, θα πρέπει η πολιτεία να παρέμβει. Τα φαινόμενα υγειονομικών πρώτης γραμμής που βρέθηκαν θετικοί, επειδή αρνούνται να εμβολιαστούν ή προβληματίζονται, επαναφέρουν το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού όσων εργάζονται στην πρώτη γραμμή.

Κανονικά, η υποχρεωτικότητα στους εμβολιασμούς θα έπρεπε να ισχύσει άμεσα, αντί το θέμα να έχει παραπεμφθεί για το φθινόπωρο, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός ότι θα τεθεί στο τραπέζι. Το θέμα κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είχε ήδη αντιμετωπιστεί και ήδη αυτό έχει καθυστερήσει.

Δεν γίνεται νοσηλευτές, νοσηλεύτριες και γιατροί να παραμένουν ανεμβολίαστοι. Δεν αφορά μόνο την ασφάλεια τους, ούτε μόνο την προστασία των ασθενών που περιθάλπτουν, αλλά το σύνολο της κοινωνίας καθώς συνεχίζεται να στέλνεται το πλέον λάθος μήνυμα.

Δίκαια παραμένει ένα πολύ μεγάλο θέμα το κατά πόσο οι ανεμβολίαστοι νοσηλευτές και γιατροί επιτρέπεται να μπορούν να συνεχίσουν να εργάζονται, παρέχοντας τις νοσηλευτικές υπηρεσίες τους.

Το ένα ανησυχητικό κεφάλαιο είναι αυτό. Το άλλο αφορά το κλίμα εφησυχασμού στην κοινωνία.

Τα κρούσματα, οι διασωληνωμένοι και οι θάνατοι μειώνονται, και μαζί με την πορεία του προγράμματος εμβολιασμών, δημιουργείται και συντηρείται μια αίσθηση ότι ο κίνδυνος έχει περάσει και άρα γιατί να σπεύσει κάποιος να εμβολιαστεί. Ένα κλίμα εξαιρετικά επικίνδυνο.

Συμβάλλουν στα παραπάνω και ορισμένοι επιστήμονες, οι οποίοι εμφανίζονται ως αρνητές των εμβολίων.

Διατυπώνουν ανυπόστατες, δήθεν επιστημονικές απόψεις ότι δεν χρειάζεται να εμβολιαστούμε, ότι οι νέοι δεν κινδυνεύουν, ότι για να πετύχουμε τη συλλογική ανοσία πρέπει να εμβολιαστεί ταυτόχρονα το 80% του πληθυσμού, δηλαδή θεωρίες που δεν ισχύουν, ωστόσο όταν ακούγονται από επιστημονικά χείλη με ακαδημαϊκή ιδιότητα, αποκτούν άλλη διάσταση, επηρεάζοντας όσους πολίτες διατηρούν επιφυλάξεις για τα εμβόλια. Λειτουργούν όλα αυτά με την ίδια δυναμική των fake news στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Ο κίνδυνος δεν έχει περάσει, η επιδημία είναι εδώ, το βλέπουμε ειδικά σε ασιατικές χώρες, οι οποίες βιώνουν αναζωπυρώσεις της επιδημίας ακόμη και με ποσοστά εμβολιασμένου πληθυσμού κοντά στο 60%, επομένως μέχρι να αποκτήσουμε τη συλλογική ανοσία - που υπολογίζω ότι μπορεί να επιτευχθεί στα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου - να συνεχίσουμε να λειτουργούμε, όπως στο πρόσφατο παρελθόν, δηλαδή λαμβάνοντας όλα τα μέτρα και με κανέναν εφησυχασμό.

Είναι για όλους αυτούς τους λόγους ανάγκη, η πολιτεία να κινηθεί πιο δραστήρια στο θέμα της ενημέρωσης. Είναι ανάγκη να απευθυνθεί όχι γενικά στον πληθυσμό όπως γινόταν μέχρι σήμερα, αλλά σε συγκεκριμένες ομάδες που εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί, όπως οι αρνητές και επίσης να θέσει θετικά και αρνητικά κίνητρα.

Τα προνόμια στους εμβολιασμένους είναι ακόμη θέμα - ταμπού στη δημόσια συζήτηση, αλλά ας μην κρύβουμε το κεφάλι μας στην άμμο.

Ναι, η πολιτεία πρέπει να δώσει προνόμια, όπως έχουν κάνει και άλλες χώρες, σε όσους εμβολιάζονται. Εκτός της δυνατότητας να ταξιδέψουν πιο εύκολα, είναι και η δυνατότητα να έχουν μια διαφορετική αντιμετώπιση στις μετακινήσεις τους, στους χώρους εργασίας, να δοθούν ενδεχομένως και κάποια επιπλέον μπόνους επιβράβευσης σε όσους εμβολιάζονται άμεσα.

Είναι εύλογο όσοι αρνούνται να εμβολιαστούν να υπόκεινται σε περιορισμούς και όλοι οι υπόλοιποι να αντιμετωπίζονται προνομιακά. Δεν μπορεί η επίκληση της αυτονομίας να αποτελεί λόγο για να ρισκάρεται η μετάδοση μίας επικίνδυνης και ιδιαίτερα μεταδοτικής ασθένειας με υψηλή θνησιμότητα.

Τέτοια κίνητρα θα βοηθούσαν στην περαιτέρω αύξηση των εμβολιασμένων στη χώρα μας, όπου παρ' ότι έχουμε επάρκεια εμβολίων και ένα υποδειγματικό σύστημα εμβολιασμών, τα ποσοστά μας ανά ηλικιακή ομάδα παραμένουν χαμηλότερα απ' ό,τι σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Εν κατακλείδι, συνδυάζοντας όλα τα παραπάνω, θα έλεγα ότι η κάμψη του πανδημικού κύματος θα καθυστερήσει.

Αν τηρούσαμε πιο σωστά τα μέτρα και δεν χαλαρώναμε τόσο γρήγορα περιορισμούς αχρείαστους για την πορεία της οικονομίας, αν είχαμε μεγαλύτερη συμμόρφωση στα εκάστοτε μέτρα, τότε θα μπορούσε το επιδημικό κύμα να καμφθεί μέχρι τα τέλη Ιουνίου.

Εκτιμώ ότι εφόσον δεν βιώσουμε τοπικές αναφλέξεις, αυτό θα καθυστερήσει.

Κάθε πρόβλεψη για το πότε θα επιτευχθεί τείχος ανοσίας είναι παρακινδυνευμένη. Το μόνο σίγουρο στη φάση που βρισκόμαστε είναι ότι χρειαζόμαστε μια πιο ενεργή καμπάνια εκ μέρους της πολιτείας.

Τόσο στο φλέγον θέμα του υποχρεωτικού εμβολιασμού των υγειονομικών, όσο και στην παροχή κινήτρων όσων έχουν κάνει και τα δύο εμβόλια.

Είναι εύλογο όσοι δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν να μην έχουν πρόσβαση σε συγκεκριμένες μορφές συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή. 

* Ο Γιάννης Τούντας είναι Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής, ΕΚΠΑ