Μερικές πέτρες πάνω σ' ένα λευκό τελάρο είναι ένα από τα χαρακτηριστικά έργα του Σωτήρη Σόρογκα, το οποίο για χρόνια κρεμόταν στο σαλόνι του σπιτιού μου. Αυτές οι πέτρες και τα όσα έκρυβαν από πίσω τους, τα μυστηριώδη ερωτηματικά και οι ανεξερεύνητοι δρόμοι που μπορεί να κάλυπταν, οι αγωνίες και οι φόβοι που έκαναν το δημιουργό τους να τις αποτυπώσει μόνες τους, σιωπηλές και αινιγματικές με έκαναν να πάρω αυτή τη συνέντευξη από τον Σωτήρη Σόρογκα, ένα ζωγράφο που γνωρίζω από χρόνια, αλλά που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να έχω μια εκτεταμένη συζήτηση μαζί του για τη δουλειά του, την ζωή του και τις ανησυχίες του. Και ιδού, ο Σωτήρης Σόρογκας αποκαλύπτει τα αινιγματικά κλειδιά της δουλειάς του και την εμμονή του ν' αποτυπώνει τ' απομεινάρια ενός κόσμου που χάνεται, αλλά που αφήνει πίσω του ίχνη ανεξίτηλα. Με αυτόν τον τρόπο νικάει τη φθορά του χρόνου και την αγωνία του για τον θάνατο για να υμνήσει όπως όλοι εμείς οι θνητοί την ζωή και τα αμύθητα πλούτη της.
Συνέντευξη στην Άρτεμη Καρδουλάκη
Τα Νέα της Τέχνης: Πώς μυηθήκατε στην τέχνη;
Σωτήρης Σόρογκας: Τα χρόνια τα παιδικά μου και τα εφηβικά μου ήταν σκέτο δράμα λόγω του ύψους μου. Σε ηλικία 14 χρόνων είχα το ύψος που έχω σήμερα και γι' αυτό όλοι με κορόιδευαν. Αυτό με οδήγησε σε μια εσωστρέφεια και έτσι στράφηκα προς την ζωγραφική. Έφτιαχνα μικρές καρτούλες. Ίσως με βοήθησε και το περιβάλλον μου.
Πώς σας βοήθησε το περιβάλλον σας;
Ένας θείος μου που ήταν και ράφτης ζωγράφιζε επίσης. Μια φορά τον είχα δει να ζωγραφίζει τον Άρη Βελουχιώτη πάνω σ' ένα άλογο. Μου χάριζε λοιπόν αυτός μολύβια και κραγιόνια που ήταν πολύτιμα για μένα. Έτσι μέχρι τα 18 μου χρόνια έφτιαχνα διάφορα. Είχα αγοράσει και ελαιοχρώματα και έφτιαχνα από την ταράτσα του σπιτιού μου τα γύρω σπίτια. Εκείνη την εποχή είχε έρθει στο σπίτι μας ένας ζωγράφος, ο Μπάμπης Τσιλικάτος, που ήταν συνεξόριστος με το θείο μου στο Μακρονήσι και ήρθε στον θείο μου για να του γυρίσει το κοστούμι. Τότε του μίλησε ο θείος μου για μένα και του έδειξε τη δουλειά μου. Έδειξε ενθουσιασμένος και μάλιστα, μου είπε να πάω φροντιστήριο και να δώσω στην Καλών Τεχνών. Εγώ εκείνη την περίοδο δεν ήξερα καν αν υπάρχει σχολή από την οποία βγαίνει κανείς ζωγράφος. Με πήγε πράγματι στο φροντιστήριο του Σαραφιανού και μπήκα σ' ένα περιβάλλον εξόχως γοητευτικό, έτσι άρχισε η ζωή μου πραγματικά ν' αλλάζει. Πήγα εκεί ένα μήνα πριν τις εξετάσεις και γι' αυτό δεν μπόρεσα να μπω την πρώτη φορά. Την επόμενη χρονιά μπήκα και κέρδισα και υποτροφία.
Στο φροντιστήριο είχατε προβλήματα με την εμφάνισή σας;
Όχι. Εκεί συνάντησα ανθρώπους που με συμπάθησαν. Πρώτα πρώτα ο ίδιος ο Σαραφιανός. Είχα φαίνεται μια εμφάνιση τέτοια που ήταν σα να ζητούσα προστασία από κάποιον και υπάρχουν κάποιοι τύποι που είναι διατεθειμένοι να προσφέρουν μια τέτοια προστασία. Εγώ χρωστάω ευγνωμοσύνη στην Κάκια Σακελλαρίου που έδωσε μαζί μου την πρώτη χρονιά. Αυτή ήταν ο προστάτης άγγελός μου. Ήταν η πρώτη γυναίκα του Τίτου Πατρίκιου. Είμαστε ακόμη φίλοι. Μετά γνωρίστηκα με τον Λευτέρη Κανακάκη, έκανα και άλλες φιλίες και ομαλοποιήθηκε κάπως η ζωή μου.
Οι γονείς σας ήθελαν να γίνεται ζωγράφος;
Ο πατέρας μου ήταν φτωχός άνθρωπος, αρτεργάτης και όταν του μίλησα για να γίνω ζωγράφος, μου είπε ότι αυτά είναι για τους πλούσιους, όμως δε με δυσκόλεψε καθόλου, μου έδωσε και χρήματα για το φροντιστήριο και με βοήθησε σε όλα. Ο πατέρας μου ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, αριστερός και οργανωμένος. Είχα κάποτε ως καθοδηγητή και τον Πλουμπίδη.
Πώς ήταν τα σπουδαστικά σας χρόνια;
Διακατεχόμασταν από κάποιο ιδανικό. Η υπόθεση της ζωγραφικής ήταν ένα είδος ιερό μέσω του οποίου εξαγνιζόμασταν και εμείς. Είχαμε μια αφοσίωση σ' αυτό που κάναμε, τόσο στο φροντιστήριο όσο και στη σχολή. Η διδασκαλία του Μόραλη απέπνεε τέτοιου είδους ιερότητα. Εδώ θα κάνω μια παρένθεση. Διαπιστώνω ότι οι συνάδελφοί μου ήταν από λαϊκά σπίτια, ενώ αντίθετα οι κοπέλες ήταν πάντα μιας άλλης κοινωνικής τάξης, περισσότερο εύπορης. Πήγαιναν πρώτες εκείνες στο Παρίσι. Η Ρένα Παπασπύρου, την οποία θαύμαζα για τη ζωτικότητά της και για το ενδιαφέρον της για την τέχνη, είχε πάει μαζί με τη Σύλια Δασκοπούλου στο Παρίσι και τις ζηλεύαμε. Οι κάρτες που μας έστειλαν ήταν μοναδικές. Εμείς, για να έρθουμε σ' επαφή μ' αυτά τα έργα, πηγαίναμε στου Κάουφμαν και ξεφυλλίζαμε τα βιβλία, γιατί δεν είχαμε χρήματα για να τ' αγοράσουμε.
Τελικώς πήγατε στο Παρίσι;
Τα καταφέραμε και πήγαμε. Τότε πέσαμε με πάθος να δούμε και να εξετάσουμε αυτά τα έργα. Μου φαίνεται πολύ μακρινός αυτός ο χρόνος. Κυρίως άλλου περιεχόμενου απ' ότι υπάρχει σήμερα. Θυμάμαι όλους τους συναδέλφους που προσπαθούσαν να γίνουν κύριοι κάποιων άλλων μέσων. Να μάθουν να σχεδιάζουν σωστά για το πώς θα λειτουργήσει σωστά ένα χρώμα δίπλα στο άλλο, για το πως θα λειτουργήσει η σύνθεση ενός έργου. Αυτά ήταν πράγματα τα οποία δε διδάσκονται τώρα.
Ποιες καλλιτεχνικές ιδέες σας απασχολούσαν τότε;
Ήταν χωρισμένα τότε τα πράγματα. Από τη μια ένα είδος στρατευμένης τέχνης κοντά στο λαό και για το λαό και δεν μπορούσαμε να δούμε λόγω της ιδεολογικής μας τοποθετήσεως τα βυζαντινά, για παράδειγμα. Ήμασταν λίγο κουμπωμένοι μ' αυτά τα νέα ρεύματα, τα οποία μας τρόμαζαν κατά κάποιο τρόπο, γιατί η δική μας σπουδή δεν ήταν κοντά σ' έναν τέτοιο προβληματισμό. Θεωρώ τελικά τον εαυτό μου ευτυχή, γιατί τελικά δεν αναχώρησα από ένα τέτοιο χώρο πριν καταφέρω να συγκροτήσω μέσα μου μια ικανότητα στο σχεδιάζειν, στο χρωματίζειν, να υποψιαστώ αυτόν το μαγικό χώρο που μας προσφέρεται, που παίζει την τύχη του στο συσχετισμό αυτών των μέσων. Στο Παρίσι πήγαμε πρώτα να δούμε τον Μπονάρ, που εμνημονεύετο πολύ συχνά από τον Μόραλη.
Σας βοήθησε το Παρίσι;
Οπωσδήποτε βοήθησε. Ήταν κάτι ανάμεικτο μέσα μου. Όταν πρωτοπήγα στο Παρίσι και ήταν εκεί ο Λευτέρης Κανακάκης, εγώ έντρομος και με μεγάλα ερωτηματικά τον ρώτησα τι ζωγραφίζει και εκείνος μου είπε ότι έφτιαχνε γυμνά και εγώ εξεπλάγην. Τότε μου είπε τις αντιρρήσεις του για κάποιες κινήσεις, για τη δημιουργία χώρων, για τις κατασκευές, για την αναχώρηση δηλαδή πολλών καλλιτεχνών από το ταμπλό. Είχα κατά κάποιο τρόπο ένα σύμμαχο εκεί. Γιατί κι εγώ κρυφοερωτευμένος απ' αυτόν το χώρο δεν ήθελα να τον απαρνηθώ.
Τελικά απλώς ενημερωθήκατε στο Παρίσι. Δε σας επηρέασε διαφορετικά το κλίμα της εποχής;
Οι νέες εκφάνσεις της τέχνης δε με απορρόφησαν παρά μόνο από την άποψη της ενημέρωσης. Οι περιδιαβάσεις μου μέσα στο Λούβρο ήταν σημαντικές αλλά κυρίως με εντυπωσίασαν οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι. Έβλεπα στη δουλειά τους εφαρμοσμένα αυτά που μας έλεγε ο Μόραλης για το τι είναι ζωγραφική. Και οι μεταϊμπεριονιστές επίσης μου άρεσαν. Θυμάμαι τη μεγάλη συγκίνησή μου μπροστά στα έργα του Βαν Γκογκ. Επίσης, ο Σεζάν με είχε μαγέψει. Μετά επέστρεψα και άρχισα να ζωγραφίζω.
Στο Παρίσι πήγατε αφότου είχατε τελειώσει τις σπουδές σας. Τι άλλο θυμάστε από τα σπουδαστικά σας χρόνια;
Με γοήτευσε ο Πρεβελάκης. Παρακολουθούσα ανελλιπώς τα μαθήματά του. Είχαμε τότε ένα είδος παραπόνου, γιατί δεν είχε προχωρήσει τα μαθήματά του μέχρι τους ιμπρεσιονιστές, αλλά αυτά τα μαθήματα για τον Θεοτοκόπουλο και την Αναγέννηση ήταν υπέροχα.
Έχουν εκλείψει τέτοιοι δάσκαλοι;
Μια τέτοια ζωντάνια έδωσε ο Παύλος Μυλωνάς, όταν είχε έρθει στη σχολή. Έδωσε ένα νέο πνεύμα και αντίληψη. Μας μίλησε για την αρχιτεκτονική και τη ρυθμολογία και για τη σχέση αυτών των τεχνών. Έπειτα, δραστηριοποίησε ορισμένα πράγματα μέσω υποτροφιών, δημιουργώντας μερικές ομάδες για να κάνουν λαϊκά αντίγραφα σε όλη την Ελλάδα. Άλλοι πήγαν στα χωριά της Ηπείρου, στη Μυτιλήνη ή στα χωριά του Πηλίου. Αυτή η επαφή μας με την παράδοση μας ωφέλησε.
Ήταν αναχρονιστική τότε η σχολή;
Πολλοί λένε ότι ήταν, αλλά εγώ δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι τα στοιχεία που έδινε η σχολή σ' ένα ζωγράφο ήταν απαραίτητα. Ορισμένα στοιχεία μας δίνουν οι σχολές και εναπόκειται σε μας αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και να πούμε ένα δικό μας λόγο ή όχι. Μου άρεσε το ότι δε βιαζόμασταν τότε να εκθέσουμε.
Στη σχολή είχατε παρέες;
Στη σχολή ο Κοκκινίδης ήταν κατά κάποιο τρόπο ο καθοδηγητής μου και αντάλλασσα μ' αυτόν βιβλία. Μου είχε δανείσει το Αντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς και του είχα ζητήσει δέκα μέρες για να το διαβάσω. Αυτός μου έλεγε ότι στις επτά θα έπρεπε να το είχα τελειώσει. Σ' αυτόν διατύπωνα μερικά ερωτήματα τότε, όπως για το πώς είναι δυνατόν να είναι τόσο καλός ο Πρεβελάκης και να είναι δεξιός. Ήμουν τότε τόσο φανατισμένος που πίστευα ότι μόνο οι αριστεροί είναι καλοί άνθρωποι. Με τον Κοκκινίδη έχουμε παραμείνει φίλοι από τότε.
Καθώς βγήκατε από τη σχολή τι κάνατε;
Έπρεπε να επιλέξω τι θα κάνω, ή θα πήγαινα καθηγητής των τεχνικών μαθημάτων σε κάποιο Γυμνάσιο ή θα συνέχιζα μόνος μου. Τότε ασχολήθηκα με την αγιογραφία και με τη συντήρηση παλιών εικόνων επί τέσσερα χρόνια. Παράλληλα συνέχιζα να ζωγραφίζω οπότε συμμετείχα σε μια ομαδική έκθεση στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών του Νίκου Παπαδάκη. Είχα εκθέσει μερικά σχέδια και είχα την τύχη να δει την έκθεση ο Τάκης ο Μάρθας που ήταν καθηγητής του Ελεύθερου Σχεδίου στην Αρχιτεκτονική. Του άρεσαν τα δικά μου σχέδια και του Βαγγέλη του Δημητρέα και είπε στον Βρασίδα Βλαχόπουλο να μας ρωτήσει για το αν θέλαμε να πάμε εκεί σα βοηθοί του. Εγώ ενθουσιάστηκα, ενώ ο Δημητρέας είχε προγραμματίσει να πάει στο Παρίσι και δεν τον ενδιέφερε. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον Κοντό και τον Βλαχόπουλο, χάθηκαν και οι δύο. Το 1965 διορίστηκα ως άμισθος επιμελητής, γιατί στο μεταξύ ο Μάρθας πέθανε και κηδεμόνευσε την έδρα ο Άγγελος Προκοπίου. Για να μη δεσμεύσουν τον καθηγητή, με έκαναν επιμελητή. Επειδή όμως αργούσε ο διορισμός του καθηγητή, κηδεμόνευσε την έδρα ο Λιάπης και μου ζήτησε να με διορίσει βοηθό να παίρνω χρήματα κι έτσι διορίστηκα. Στη συνέχεια έγινα επιμελητής επί Εγγονόπουλου και με το νόμο-πλαίσιο προχώρησα.
Από τα πρώτα σας βήματα βρεθήκατε στο Πολυτεχνείο. Οπότε, αυτό το γεγονός επηρέασε την καριέρα σας;
Νομίζω ότι αυτή η επαφή με τους φοιτητές μου δίνει ένα ενδιαφέρον για τη ζωή.
Ποιο ήταν το κλίμα στην Αρχιτεκτονική;
Τότε ήταν πιο αυστηρό το κλίμα της σχολής, όμως σταδιακά αμβλύνθηκε καταλήγοντας σε πλήρη ελευθερία, κυρίως με το νόμο-πλαίσιο από το '82 και μετά. Πριν ήταν ο καθηγητής που κυριαρχούσε στην έδρα και εμείς οι άλλοι ήμαστε βοηθοί. Το μάθημα το έκαναν οι βοηθοί, αλλά το κύρος του δασκάλου το είχε ο καθηγητής.
Στην Αρχιτεκτονική δεν είχε κάποια βαρύτητα το εικαστικό μάθημα;
Η παράδοση της σχολής είναι τέτοια. Όμως με τη χούντα το κλίμα ήταν πολύ αυταρχικό. Είναι λιγάκι νωρίς για να μιλήσω για πρόσωπα εκείνης της εποχής.
Σας βοήθησε καθόλου η διδασκαλία σας εκεί ή εμπόδισε τη δουλειά σας;
Οι ώρες διδασκαλίας εκεί είναι λίγες, οπότε δε με εμπόδισε στο να ζωγραφίζω. Επίσης, μου έδινε τα αναγκαία προς το ζειν που ήταν μια σημαντική βοήθεια για να κάνω τα έργα μου. Έβλεπα πάντοτε τη δουλειά μου εκεί σα χώρο ζωοποιό. Οι ερωτήσεις των φοιτητών με βοηθούσαν πολύ γιατί, παρά το γεγονός ότι αρχικά φαίνονταν προφανείς, οι απαντήσεις με οδηγούσαν στον επαναπροσδιορισμό ορισμένων πραγμάτων που τείνουν μέσα μας να γίνουν καθεστώς. Όμως, η επανατοποθέτησή τους μας δείχνει ότι τίποτα δεν τελειώνει, τίποτα δεν είναι οριστικό. Κάθε τόσο διαπιστώνουμε ψήγματα της αλήθειας.
Πότε αρχίσατε τις ατομικές σας εκθέσεις;
Επειδή είμαι πολύ φιλόδοξος, ήθελα να διατυπώσω μια άποψη που δεν είχε πριν ειπωθεί και αυτή κυνηγούσα όλα αυτά τα χρόνια. Όταν διαπιστώσει κανείς ότι κάτι από αυτά τα πράγματα που ζωγράφισε σ' ένα ποσοστό μπορεί να τον εκπροσωπήσουν, έτσι ,μετά φόβου θεού κι εγώ, άρχισα να δίνω από ''δω κι από ''κεί μερικά έργα μου και μετά από 11 χρόνια που τελείωσα τη σχολή, έκανα την πρώτη ατομική μου έκθεση.
Πώς ήταν αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν για την πρώτη σας έκθεση;
Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα. Έμενα σ' ένα μικρό διαμέρισμα στα Πατήσια. Σ' ένα μικρό δυαράκι έμενα στο ένα δωμάτιο εγώ με μια συνάδελφό μου και στο άλλο δωμάτιο έμενε ο Λευτέρης Κανακάκης με τη μετέπειτα γυναίκα του. Ήταν δύσκολα χρόνια: όταν φτιάχναμε τις βυζαντινές εικόνες με τον κρόκο του αυγού που τον ζωγραφίζαμε με τα χρώματα, μετά τηγανίζαμε το ασπράδι. Έτσι τα πρώτα χρήματα που πήρα το '72 από την πρώτη ατομική μου έκθεση που είχε επιτυχία και έγραψαν καλά λόγια, άνθρωποι όπως η Έφη Ανδρεάδη, με βοήθησαν πολύ. Έκτοτε συνήθισα να μη βιάζομαι στην παρουσία της εργασίας μου.
Πότε έγιναν οι επόμενες ατομικές σας εκθέσεις;
Ακολούθησε μια έκθεση στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών το '75. Μετά έκανα μια έκθεση το '85 στον Πιερίδη. Στη συνέχεια το '92 έκανα μια έκθεση στην γκαλερί Ζουμπουλάκη και το '97 στην γκαλερί του Μιχαλαριά.
Το ιδίωμα που χαρακτηρίζει τα έργα σας, είναι το ίδιο από την πρώτη ατομική σας έκθεση;
Σίγουρα. Θυμάμαι, σε μια σπουδαστική έκθεση που κάναμε στη Σχολή, είχα ζωγραφίσει κάτι σα μια πλαγιά ενός βουνού με πέτρες και τρύπες μαζί. Ο Μόραλης μου είχε πει ότι θυμότανε τις πέτρες. Είχα αυτές τις εμμονές σε ορισμένα θέματα, οι οποίες δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από την αναπαράσταση. Σαν επιδίωξη, ήθελα να εκκινούν από την περιγραφή του αντικειμένου, αλλά ν' αναχωρούν ταυτοχρόνως σ' έναν άλλο χώρο. Γι' αυτό και ζωγράφιζα τις περιόδους μεγάλης απελπισίας στη ζωή την ίδια. Ηρεμούσα κάπως και αναχωρούσα από το πρόβλημα. Είναι προϊόν απελπισμένης στάσεως στη ζωή. Πολλοί λένε ότι είναι αισιόδοξα τα έργα μου. Και δεν αποκλείεται. Γιατί πολλές φορές οι προθέσεις μας, τα συναισθήματά μας μπορεί να εκκινούν από κάποιο συγκεκριμένο λόγο και τελικά να μεταλλάσσονται σε κάτι άλλο.
Και που έγκειται η αισιοδοξία;
Σ' ένα φως που καταυγάζει στα πράγματα. Στο ότι η φθορά του πράγματος, είναι φθορά, αλλά ταυτοχρόνως οδηγεί σε κάτι που την υπερβαίνει. Αυτό είναι μια στάση αισιόδοξη με την έννοια ότι τίποτα δε χάνεται.
Δεν έχετε αισθανθεί την ανάγκη του χρώματος;
Βάζω κάπου ελάχιστο κόκκινο αλλά το θεωρώ σπατάλη να βάλω ένα τόσο μεγάλο κόκκινο, ένα τόσο μεγάλο μπλε. Η σημασία των πραγμάτων είναι στο λίγο πάντα. Μπορεί ν' αναπληρωθεί η έκταση εάν συγκροτηθεί σε μικρές ποσότητες. Όταν απλώνω ένα άσπρο και ένα μαύρο και βάζω μια μικρή κηλίδα κόκκινου, αυτό το κόκκινο πολλαπλασιάζεται πια λόγω του περιβάλλοντος του, ενώ θα ήταν πολύ πιο λίγο αν ήταν σε μεγαλύτερη έκταση.
Ενώ κάνατε πάντοτε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, θα έλεγε κανείς ότι είναι αφαιρετικά αυτά που ζωγραφίζετε;
Εδώ θα ήθελα να κάνω ένα διαχωρισμό ανάμεσα στις προθέσεις μας και αυτό που φτιάχνουμε και νομίζω ότι αυτό είναι και η μαγεία της ζωγραφικής. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που υπάρχει ουσιαστική τέχνη. Για παράδειγμα, ο Θεόφιλος Χατζημιχαήλ είναι ένας αλαφροΐσκιωτος ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Δηλαδή θα μπορούσε να τον γελάσει και ένα μικρό παιδί. Αυτή η δημιουργικότητά του με χρώματα και σχήματα μπορεί να καταγράψει έναν κόσμο ολόκληρο, ο οποίος περιέχει και τη γνώση, αλλά είναι άλλης τάξεως, δεν είναι γνωσιολογικής, είναι αισθητικής. Είναι ένας απλός, ένας φιλήσυχος που του προσφέρει η ζωγραφική. Κι εγώ λοιπόν, μπορεί να ξεκινάω με τις καλύτερες των προθέσεων, με κάποιο θεωρητικό σχήμα για να φορτίσω εάν θέλετε το ένα και μοναδικό σχήμα μέσα σ' ένα συγκεκριμένο χώρο, αλλά η ίδια η ζωγραφική βάζει ή δε βάζει μέσα σ' αυτό το χώρο πράγματα που πολύ λίγη σχέση έχουν μ' αυτή την πρόθεσή μου.
Τι εννοείτε δηλαδή;
Μπορεί να εκκινώ εγώ είτε από μια μελαγχολία, είτε από μια απαισιόδοξη στάση στη ζωή, μια διάθεση συμπάθειας για πράγματα που φθίνουν και αναχωρούν από τη ζωή ή να τα θεωρώ φορτισμένα και έχοντα αφομοίωση τις ανάσες του κόσμου, της ζωής, των προσώπων, και τελικά, όλα τούτα να μην είναι τίποτα. Το ζήτημα είναι πως αυτό το συγκεκριμένο εικαστικό μόρφωμα είναι ένας πίνακας ζωγραφικής. Πως μέσω κωδίκων του μπορούμε ν' ανακαλύψουμε αν υπάρχουν αυτά τα πράγματα μέσα. Κάθε ένα από αυτά τα έργα τέχνης νομοθετεί τους όρους μέσω των οποίων μπορούμε να το αποκωδικοποιήσουμε και να το ερμηνεύσουμε. Αυτό βέβαια σ' ένα δεύτερο επίπεδο, γιατί το πρώτο είναι αυτό που θα μας πει ή δε θα μας πει στην πρώτη μας ματιά, αν θα υπάρξει μια αύρα γύρω από αυτό, η οποία εκπέμπει μια μορφή συγκινήσεως του θεατή. Περιέργως μπορεί να μας παραπέμψει σε πράγματα που κινούνται στο βάθος του υποσυνειδήτου μας, να μας θυμίσουν τη χαραματιά σ' ένα ντουβαράκι που είχαμε δει κάποτε, ν' ανασύρουμε στο νου μας κάποια πρόσωπα ξεχασμένα. Είναι περίεργος αυτός ο μηχανισμός. Τέτοιου είδους αποχρώσεις βλέπω να γίνονται αναγνώσιμες από διάφορους που ασχολήθηκαν με αυτά που κάνω και γι' αυτό γοητεύομαι και υπερηφανεύομαι. Η δυνατότητα του έργου να είναι πωλήσιμο συνιστά και την αξία του. Διαφορετικά είναι μονοδιάστατο. Εισπράττεται από το θεατή και μετά δεν έχει λόγο υπάρξεως.
Αποτυπώνετε κυρίως στο χαρτί πέτρες, τρύπες, σκουριασμένα αντικείμενα. Γιατί;
Είναι η αγάπη για τη ζωή, είναι ο φόβος του θανάτου που τον θεωρώ παράλογο και διαμαρτύρομαι γι' αυτό. Θυμάμαι τον Εγγονόπουλο που μου είχε πει κάποτε «τι άλλο είναι η τέχνη κ. Σόρογκα, παρά μια διαμαρτυρία για τον θάνατο». Ένας άνθρωπος, λοιπόν, που διακατέχεται από ένα τέτοιο αίσθημα είναι φυσικό να αισθάνεται φιλικά με τα πράγματα που αναχωρούν. Εγώ λατρεύω ένα παλιό σπίτι, πάνω σ' αυτό είχαν αποτυπωθεί οι ανάσες των ανθρώπων. Οι φωνές των μικρών παιδιών, δηλαδή ενός κόσμου που έχει κιόλας απομακρυνθεί από αυτό, αλλά που είναι το ίχνος της ζωής του πια. Γυρίζω στα χωριά ή σε αρχαιολογικούς τόπους με σπασμένες κολόνες, με βάθρα που λείπουν τ' αγάλματα, βλέπω παλιά ξύλα, σπασμένα παράθυρα, πηγαίνω σε κάτι λατομεία που δίνουν ανατριχιαστικές εικόνες, αλλά επειδή θεματικά είναι ήδη φορτισμένα, εγώ προσπαθώ να μην το γλυκάνω, γι' αυτό και παίρνω ένα τμήμα του με το οποίο γίνεται υπόμνηση του θέματος. Μηχανεύομαι τρόπους για να αποφορτίσω, ώστε να το διοχετεύσω μέσω ενός άλλου επιπέδου.
Φιλόδοξος όπως μου είπατε προηγουμένως είστε. Αισιόδοξος είστε;
Οι φίλοι μου, μου λένε ότι είμαι πάρα πολύ. Ενώ είμαι εξήντα χρονών, προγραμματίζω ταξίδια, σχεδιάζω σπίτια καινούργια, κάνω σχέδια για το μέλλον.
Πιστεύετε ότι μέχρι αυτή τη στιγμή έχετε φτάσει εκεί που θέλετε; Τις φιλοδοξίες που είχατε τις ικανοποιήσατε;
Έχω την αίσθηση ότι δεν έχω αρχίσει ακόμη.
Πού στοχεύετε δηλαδή;
Να ήταν το έργο μου αναμφισβήτητα αναγνωρισμένο...
Είστε ήδη από τους γνωστούς ζωγράφους.
Αυτό δεν έχει σημασία. Πολλές φορές χαίρομαι πραγματικά για το πόσο σπουδαία είναι η ζωγραφική ή το πόσο τους συγκίνησε ένα έργο μου, αλλά θλίβομαι όταν δεν υπάρχει αποδοχή απ' όλους, κάτι τέτοιο βέβαια και δεν είναι δυνατόν να υπάρξει. Γενικά δεν είναι μόνο αυτό που θα επιθυμούσα. Επειδή με ενδιαφέρει και η πολιτική βλέπω ότι αυτή με τον τρόπο της επενεργεί και στην ίδια μας τη ζωγραφική και στην ίδια μας την τέχνη και αυτή υπόκειται, αν θέλετε, σε ένα ευρύτερο πλέγμα που καθορίζει και τις συνειδήσεις, όχι μόνο τη ζωγραφική. Εκεί θέλω να επέμβω και να το στιγματίσω. Γι' αυτό και κάποια κείμενα έχουν γραφτεί εναντίον μου. Εγώ δεν καταφέρομαι εναντίον προσώπων: είναι μια άποψη που έχω και στηλιτεύοντας τους όρους, τους μηχανισμούς, στηλιτεύονται και αυτοί που εκπροσωπούν κάτι τέτοιες τάσεις.
Σε τι αναφέρεστε;
Σε κάποιες εκφάνσεις της τέχνης που είναι σήμερα ήδη ακαδημαϊκές, ενώ από την άλλη μεριά εισπράττουν τον έπαινο ενός προοδευτικού μορφώματος. Αυτό εγώ το θεωρώ άδικο και γράφω και εναντίον αυτών των τάσεων. Γιατί η ζωγραφική είναι σχεδόν ταυτισμένη με τον άνθρωπο. Από την ιστορία του στα σπήλαια Λασκώ και Αλταμύρα βλέπουμε ότι οι άνθρωποι σχεδιάζουν. Μπορεί λοιπόν κανείς να εξοβελίσει αυτή την τέχνη; Γι' αυτό διαμαρτύρομαι. Από τη δεκαετία του '60 μέχρι και τη δεκαετία του '80 μας θεωρούσαν τριτοκοσμικούς επειδή ζωγραφίζαμε, μας θεωρούσαν τους συνεχιστές μιας τέχνης που είχε πεθάνει. Πολλοί έλεγαν ότι πέθανε η ζωγραφική.
Δεν αισθανθήκατε ποτέ την ανάγκη να εκφραστείτε με άλλον τρόπο πέραν της ζωγραφικής;
Μιλάς για τις κατασκευές. Σας είπα, πριν έδινε τη δυνατότητα και σ' έναν απλό άνθρωπο να πει σπουδαία πράγματα. Τώρα τι γίνεται; Αυτοί που δεν έχουν αυτή τη δυνατότητα, ενώ δεν έχουν σπουδάσει φιλοσοφία, μπαίνουν μέσα σε χώρους φιλοσοφικούς και μιλούν για τον Πλάτωνα. Αν ανατρέξουμε σε όλες αυτές τις κατασκευές, θα δείτε ότι για ν' αποκτήσουν κάποιο κύρος πάνε ν' αναδείξουν κάτι που δε γνωρίζουν και υπάρχει ένας ερασιτεχνισμός αφόρητος.
Δε θα πρέπει ν' απορρίπτουμε τον καθέναν που θέλει να εκφράζεται καλλιτεχνικά με οποιονδήποτε τρόπο αυτός επιθυμεί. Το ίδιο το έργο είτε αυτό είναι ζωγραφικό, είτε αυτό είναι κατασκευή, είτε οτιδήποτε άλλο θα δείξει εάν είναι αληθινό καλλιτεχνικό δημιούργημα ή εμπαιγμός. Αν κάποιος θέλει να κάνει κάποια κατασκευή γιατί θα πρέπει ν' απορριφθεί;
Δεν τον απορρίπτουμε, απλώς συνδιαλεγόμαστε μαζί του, για να πούμε κι εμείς την άποψή μας, όπως την διατυπώνει και αυτός. Η διαφορά ποια είναι σ' αυτό το χώρο: οι καλλιτέχνες αυτοί δεν έχουν ένα υλικό στα χέρια τους, το οποίο θα μπορούσε να μιλήσει. Είναι καταδικασμένοι σε μια μονόδρομη εκφορά αυτού που θέλει να πει, είτε είναι φιλοσοφική είτε οποιαδήποτε άλλη κι αυτό είναι μια καινούρια τέχνη, η οποία είναι από τη φύση της ρητορική. Βλέπουμε μια ολόκληρη αίθουσα που έχει μέσα τρία τσουβάλια και μας παραπέμπει σε ένα σωρό πράγματα, συνήθως πουθενά. Κάτι έχει σκεφτεί ο καλλιτέχνης και κλείνοντάς μας το μάτι θέλει να μας πει ποια ιδέα του πέρασε. Εγώ πιστεύω στην παράδοση. Όχι με την έννοια του ακροκέραμου. Αυτό είναι που έχει επιφέρει η ανελέητη πολεμική ενός αστικού πολιτισμού που όμως έχει στοιχεία που ακόμα χρειαζόμαστε.
Δεν είστε αισιόδοξος για το μέλλον της τέχνης;
Δεν είναι θέμα αισιοδοξίας -είναι ευρύτεροι λόγοι που καθορίζουν αυτά τα πράγματα. Είναι η οργάνωση του πολιτιστικού υπόβαθρου ενός έθνους, ποιες σχολές θα λειτουργήσουν, ποια θα είναι τα πρότυπα, ποια θα είναι τα πλαίσια που θα προσδιορίσουν μια νέα αντίληψη. Gι' αυτό αρθρογραφώ. Νομίζω ότι θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε ορισμένες αντιλήψεις και δογματισμούς και βλέπω ότι, εκ των πραγμάτων, είναι αδύνατον να γίνει. Αυτή η εμπορευματοποίηση και του χώρου μας έχει συσπειρώσει ορισμένες ομάδες που είναι σε αντιπαράθεση, χωρίς να έχει ιδεολογικές βάσεις, αλλά συμφεροντολογικές, ενώ οι αντιπαραθέσεις στο χώρο της ποίησης είναι τόσο ανθρώπινες και πολιτισμένες και ανώτατου επιπέδου.
Από τα νέα παιδιά βλέπετε φως;
Είμαστε ευτυχείς γιατί αυτό τον καιρό τόσοι πολλοί άνθρωποι σπουδάζουν ζωγραφική, σπουδάζουν γλυπτική. Βέβαια η ποσότητα δεν καθορίζει την ποιότητα, αλλά νομίζω ότι αυτή η δυνατότητα που δίνει σε τόσους ανθρώπους να φτιάξουν πράγματα μεγαλώνει και την ευθύνη τη δική μας να υπάρχει ένας προσανατολισμός.
Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύθηκε στο τεύχος 64 των Νέων της Τέχνης (Ιανουάριος 1998).