Τα στρατηγικά αδιέξοδα και τα κρίσιμα διλήμματα
Shutterstock
Shutterstock
Ευρώπη

Τα στρατηγικά αδιέξοδα και τα κρίσιμα διλήμματα

Στην ώρα της κρίσης για τον μελλοντικό ρόλο και τη θέση της Ευρώπης στη νέα Παγκόσμια Τάξη που διαμορφώνεται μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, αναδεικνύεται η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία, μετά την «ειρηνευτική» πρωτοβουλία του Αμερικανού προέδρου Τραμπ, ο οποίος επιχειρεί να βάλει τη δική του σφραγίδα στις διεθνείς εξελίξεις και να διασφαλίσει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ έναντι συμμάχων και εταίρων.

Ο τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται ο Αμερικανός πρόεδρος στη διάρκεια των πρώτων μηνών της δεύτερης θητείας του θέτει την Ευρώπη ενώπιον κρίσιμων διλημμάτων, καθώς επιβεβαιώνει τις ανησυχίες για την προσπάθεια ανατροπής και αναδιαμόρφωσης της Διατλαντικής σχέσης και της εγγύησης ασφάλειας της Ευρώπης, η οποία αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο της αρχιτεκτονικής ασφαλείας μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο πρόεδρος Τραμπ, χωρίς ταμπού, αγνοώντας περιορισμούς που επιβάλλει η κοινή ασφάλεια και αναζητώντας «λύσεις» σε διεθνή προβλήματα, παραβλέποντας αρχές και κανόνες του διεθνούς δικαίου, δίνει προτεραιότητα σε μια εξωτερική πολιτική business-oriented με το δικό του προσωπικό ύφος και αποβλέποντας στην απόκτηση της ιδιότητας του «ειρηνοποιού» που θα τον οδηγήσει στην απονομή ενός Νόμπελ Ειρήνης· κάτι που, όπως ο ίδιος θεωρεί, θα του προσφέρει δικαίωση και κυρίως ντε φάκτο αναγνώριση μιας μοναδικότητας στην αμφιλεγόμενη προεδρία του.

Έτσι, η Ευρώπη βρέθηκε να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις στο Ουκρανικό, καθώς στο μεγαλύτερο πρόβλημα ασφάλειας και γεωπολιτικής σημασίας που προέκυψε μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και αφορά την ίδια τη Γηραιά Ήπειρο, κινδύνευε να μείνει εκτός του τραπεζιού των διαπραγματεύσεων. Και η γνωστή ρήση «όταν δεν είσαι στο τραπέζι, συνήθως καταλήγεις να είσαι στο μενού» είναι αυτή που κινητοποίησε τους Ευρωπαίους ηγέτες προκειμένου να αναζητήσουν ρόλο και να βρουν νέες ισορροπίες στο σκηνικό που διαμορφώνει ο Αμερικανός πρόεδρος Τραμπ.

Η Ευρώπη τα τελευταία χρόνια, από τη στιγμή που ο τότε ισχυρός Γάλλος πρόεδρος Εμ. Μακρόν χαρακτήριζε το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό» και κατόπιν με τις προσπάθειες κινητοποίησης για την επίτευξη της στρατηγικής αυτονομίας της Ευρώπης, δείχνει ότι αντιλαμβάνεται το κενό στρατηγικής που δημιουργήθηκε από τη δεδομένη έως τώρα συμμαχική σχέση με τις ΗΠΑ και την εγγύηση της ασφάλειάς της από τον υπερατλαντικό σύμμαχο. Το μεγάλο πρόγραμμα REARM Europe ήταν ακριβώς αποτέλεσμα αυτής της, έστω και καθυστερημένης, αντίδρασης της Ε.Ε. για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς γεωπολιτικής πρόκλησης, που αφορά το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης ως παράγοντα στο νέο παγκόσμιο σκηνικό.

Οι ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών, μαζί με την πρόεδρο της Κομισιόν και τον ΓΓ του ΝΑΤΟ, που βρέθηκαν στον Λευκό Οίκο την περασμένη εβδομάδα συνοδεύοντας τον Ουκρανό πρόεδρο Β. Ζελένσκι, γνώριζαν τις δυσκολίες και τις παγίδες της συνάντησης με τον Ν. Τραμπ, ο οποίος είχε επαφές μόνος του και αναλάμβανε την πρωτοβουλία κινήσεων, δρομολογώντας συμφωνίες με τον Ρώσο πρόεδρο Β. Πούτιν που αφορούν το μέλλον και την ασφάλεια της ίδιας της Ευρώπης.

Οι προθέσεις του Λευκού Οίκου ήταν προφανείς, και αυτό φάνηκε από την ίδια τη σημειολογία και τη «χορογραφία» των συναντήσεων, όπως αποτυπώθηκαν στις φωτογραφίες και στα τηλεοπτικά στιγμιότυπα. Ο πρόεδρος Τραμπ, καθισμένος με τη χαρακτηριστική άνεσή του στο Οβάλ Γραφείο, απέναντί του οι Ευρωπαίοι ηγέτες και ο Ουκρανός πρόεδρος καθισμένοι σε σειρά. Ένα μήνυμα ότι οι ΗΠΑ και ο Αμερικανός πρόεδρος παραμένουν τα μεγάλα «αφεντικά» και εκπροσωπούν τη Δύση. Εξάλλου, και η διακοπή της συνάντησης για να έχει τηλεφωνική επικοινωνία με τον Ρώσο πρόεδρο παρουσία των Ευρωπαίων ηγετών παρέπεμπε ακριβώς σε αυτό το μήνυμα.

Οι Ευρωπαίοι ηγέτες λοιδορήθηκαν για την εικόνα αυτή και μαζί επλήγη και η εικόνα της Ευρώπης, η οποία φιλοδοξεί να έχει έναν ισχυρό διεθνή ρόλο και αποφασιστικό λόγο στις υποθέσεις που αφορούν τον περίγυρό της και, φυσικά, τη σχέση με τον μεγάλο και αμφιλεγόμενο γείτονα, τη Ρωσία.

Είναι προφανές ότι οι Ευρωπαίοι γνώριζαν την υποδοχή που τους είχε προετοιμάσει ο Ν. Τραμπ. Όμως, ως πρώτο στόχο είχαν, στη συγκεκριμένη συγκυρία, να αποτρέψουν τα χειρότερα: να αποφευχθεί μια νέα ταπείνωση του προέδρου Ζελένσκι, όπως είχε συμβεί πριν λίγους μήνες στον Λευκό Οίκο· να αποτραπεί μια εσπευσμένη ντε φάκτο συζήτηση για εδαφικές παραχωρήσεις της Ουκρανίας· και φυσικά να κερδηθεί χρόνος πριν από μια «άρον-άρον» συνθηκολόγηση της Ουκρανίας βάσει των απαιτήσεων που είχε παρουσιάσει λίγα εικοσιτετράωρα πριν ο Β. Πούτιν στον Αμερικανό Πρόεδρο.

Η παρουσία των Ευρωπαίων ηγετών στο Οβάλ Γραφείο, με κολακείες και προσπάθειες κατευνασμού του Ν. Τραμπ, υπηρέτησε τελικά αυτήν την τακτική που είχαν επιλέξει. Ο Β. Ζελένσκι δεν γελοιοποιήθηκε από τον Ν. Τραμπ, η συζήτηση για τις εδαφικές παραχωρήσεις της Ουκρανίας έμεινε εκτός ατζέντας – αν και παραμένει στο τραπέζι – και δόθηκε χρόνος για μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση του «αέρα ειρήνης» που έστειλαν από την Αλάσκα οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ.

Όμως, το στρατηγικό πρόβλημα για την Ευρώπη παραμένει. Ήδη το μείζον ζήτημα που έχει προκύψει είναι εάν και όποτε δρομολογηθεί μια ειρηνευτική συμφωνία, η οποία υποχρεωτικά θα περιλαμβάνει και αναγνώριση εδαφικών προσαρτήσεων από τη Ρωσία, ποιος και με ποιους όρους θα αναλάβει την παροχή των Εγγυήσεων Ασφαλείας στην Ουκρανία, που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα μιας τέτοιας συμφωνίας. Η Ουκρανία είχε λάβει και στο παρελθόν εγγυήσεις ασφάλειας, όταν παρέδιδε το σοβιετικό πυρηνικό οπλοστάσιο που βρισκόταν στα εδάφη της, οι οποίες όμως δεν μπόρεσαν ποτέ να την προφυλάξουν από τη ρωσική εισβολή, την προσάρτηση εδαφών της και την υπονόμευση της εδαφικής ακεραιότητας και κυριαρχίας της.

Ήδη ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Βανς δήλωσε ότι οι Εγγυήσεις Ασφαλείας θα αναληφθούν αποκλειστικά από την Ευρώπη, ενώ ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος απέκλεισε το ενδεχόμενο παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων στο ουκρανικό έδαφος.

Για την Ευρώπη αυτό θα αποτελέσει τη μεγάλη πρόκληση, καθώς αδυναμία ανταπόκρισης στις ανάγκες που θα προκύψουν απλώς θα οδηγήσει στη μεγαλύτερη περιθωριοποίησή της και συγχρόνως θα ανοίξει τον δρόμο για την επιβολή τετελεσμένων από τον Β. Πούτιν, που θα είναι μόνο η αρχή σε μια πορεία μετατόπισης της Ρωσίας σε παράγοντα που μπορεί να επιβάλλει τις επιδιώξεις του έναντι ενός αδύναμου γείτονα. Ήδη η συζήτηση για τις Εγγυήσεις Ασφαλείας αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα, με τη Μόσχα να επιδιώκει να έχει δικαίωμα βέτο σε αυτή την επιχείρηση, τους Ευρωπαίους να στρέφονται προς την Τουρκία προκειμένου να εξασφαλίσουν τις δυνάμεις που οι ίδιοι είναι απρόθυμοι να στείλουν στη νέα «μεθόριο» μεταξύ Δύσης και Ανατολής, και τον Αμερικανό αντιπρόεδρο Βανς να ξεκαθαρίζει ότι όλο αυτό το «παζάρι» διεξάγεται μεταξύ της επιδίωξης της Ουκρανίας να διασφαλίσει ότι δεν θα υποστεί στο μέλλον νέα ρωσική επίθεση και της απαίτησης της Ρωσίας για προσάρτηση εδαφών «τα περισσότερα από τα οποία έχει καταλάβει, αλλά μερικά όχι».

Ωστόσο, για την Ευρώπη η ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση θα είναι η αντιμετώπιση μιας νέας κατάστασης πραγμάτων που θα διαμορφωθεί εάν αποτύχει η πρωτοβουλία Τραμπ, κυρίως λόγω των όρων που θέτει το Κρεμλίνο. Σε ένα τέτοιο σενάριο, ο Αμερικανός πρόεδρος θα μεταθέσει τις ευθύνες στην Ευρώπη και στην άρνηση του Ζελένσκι να αποδεχθεί τις εδαφικές παραχωρήσεις προς τη Ρωσία. Τότε θα τεθεί το κρίσιμο δίλημμα: εάν, και μέχρι πού, μπορεί να φτάσει η ευθύνη της Ευρώπης να στηρίξει την παράταση ενός τέτοιου πολέμου, χωρίς την ενεργό στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να αποφύγει τον διχασμό, τον οποίο έντεχνα καλλιεργεί εδώ και καιρό η Ρωσία, επενδύοντας σε κυβερνήσεις που δεν κρύβουν τα φιλορωσικά αισθήματά τους αλλά και σε μέρος της αντισυστημικής κοινής γνώμης στην Ευρώπη, που θεωρεί ότι πολλά από τα (οικονομικά) δεινά προέρχονται από την «αλόγιστη» στήριξη της Ουκρανίας και τη σύγκρουση με τη Μόσχα.

Οι βαλτικές χώρες αλλά και ορισμένες σκανδιναβικές ζητούν πιο δυναμική στάση έναντι της Ρωσίας, καθώς αισθάνονται ότι από την υποχώρηση του ρόλου της Ευρώπης μένουν απροστάτευτες σε μελλοντικές επιδιώξεις μιας Ρωσίας, η οποία πλέον χρησιμοποιεί ως επιχείρημα παλιές σφαίρες επιρροής αλλά και την ύπαρξη ρωσόφωνων ή ρωσόφρονων πληθυσμών. Αντιθέτως, χώρες όπως η Ουγγαρία δείχνουν ότι βρίσκονται πιο κοντά στον Πρόεδρο Πούτιν, ενώ και η Ιταλίδα Πρωθυπουργός Τ. Μελόνι, παρά τη διακριτική στροφή που είχε κάνει, είναι διστακτική σε μια αποφασιστική στάση έναντι της Ρωσίας.