Η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, όπου η ασφάλεια και η άμυνα δεν αποτελούν πια δευτερεύουσες πολιτικές προτεραιότητες, αλλά κρίσιμους άξονες για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής συνοχής και ανεξαρτησίας.
Πρωτοβουλίες, όπως ο κανονισμός SAFE και το πρόγραμμα Rearm Europe στοχεύουν στον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, ώστε να αποκτήσει στρατηγική αυτονομία και ικανότητα άμεσης αντίδρασης απέναντι σε εξωτερικές απειλές.
Ωστόσο, το ζήτημα της ευρωπαϊκής άμυνας δεν είναι απλώς τεχνικό ή στρατιωτικό. Είναι βαθιά πολιτικό και αξιακό. Δεν έχει νόημα να χτίζεται ένα κοινό αμυντικό οικοδόμημα αν σε αυτό συμμετέχουν χώρες που δεν σέβονται τις θεμελιώδεις αρχές της Ένωσης: τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τον σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας των υπολοίπων μελών.
Σε αυτό το πνεύμα, πολύ εύστοχα διατυπώθηκε πρόσφατα από τον Έλληνα Υπουργό Άμυνας Νίκο Δένδια η θέση ότι, δεν μπορούν να συμμετέχουν αδιακρίτως στο ευρωπαϊκό εγχείρημα χώρες που απειλούν άλλα κράτη-μέλη ή δεν τα αναγνωρίζουν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό αλλά ουσιαστικό: ποιος μπορεί πράγματι να υπερασπιστεί την Ευρώπη όταν δεν ασπάζεται τις αξίες της; Δηλαδή τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, την ειρηνική συνύπαρξη και την αναγνώριση των κρατών-μελών.
Αυτό το μήνυμα αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα όταν αναλογιστεί κανείς τη στάση ορισμένων τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία. Παρά τη γεωπολιτική της θέση και τη διαχρονική συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ, η Άγκυρα εξακολουθεί:
- Να απειλεί κράτη-μέλη της ΕΕ.
- Να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.
- Να αμφισβητεί ευθέως την εδαφική κυριαρχία της Ελλάδας και της Κύπρου.
- Να διατηρεί αποστασιοποιημένη στάση από τον αξιακό πυρήνα της Ένωσης.
Η συμμετοχή ή η συνεργασία με χώρες που υιοθετούν αναθεωρητική ρητορική και επιθετική διπλωματία υπονομεύει το ευρωπαϊκό εγχείρημα εκ των έσω. Δεν μπορείς να στηρίξεις μια κοινή άμυνα, όταν αποδέχεσαι στο τραπέζι παίκτες που δεν αποδέχονται τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η αμυντική ολοκλήρωση της Ευρώπης δεν είναι μόνο υπόθεση στρατηγικού σχεδιασμού, αλλά και πολιτικής καθαρότητας. Δεν μπορούμε να οικοδομήσουμε ένα κοινό σύστημα ασφάλειας με χώρες που είτε αρνούνται να σεβαστούν το ευρωπαϊκό κεκτημένο, είτε το αμφισβητούν ανοιχτά. Το παράδειγμα της Τουρκίας, όσο δύσκολο κι αν είναι διπλωματικά, πρέπει να αντιμετωπιστεί με ρεαλισμό, σαφήνεια και αυστηρότητα.
Η ασφάλεια της Ευρώπης δεν κινδυνεύει μόνο από εξωτερικές απειλές. Κινδυνεύει και από τη θεσμική ασάφεια, την πολιτική υποκρισία και τις βολικές συνεργασίες που λειτουργούν σε βάρος της ενότητας. Η στρατηγική αυτονομία δεν μπορεί να είναι συμβατή με την αποδοχή αναθεωρητικών πολιτικών που απειλούν κράτη-μέλη της Ένωσης.
Η Ευρώπη καλείται να επιλέξει ποιοι είναι πραγματικά μαζί της. Όχι μόνο στα συμβούλια και στις φωτογραφίες, αλλά στην πράξη, στις κρίσεις και στις αξίες. Η κοινή άμυνα δεν μπορεί να είναι για όλους. Χρειάζεται σαφείς όρους, δεσμεύσεις και σεβασμό. Χρειάζεται κράτη που όχι μόνο έχουν κοινά συμφέροντα, αλλά και κοινή πυξίδα. Και η Τουρκία δεν έχει.
Και αυτή η πυξίδα είτε το θέλουμε είτε όχι, ορίζεται από τις αξίες που γέννησαν το ευρωπαϊκό εγχείρημα, τη δημοκρατία, την ειρήνη και τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο, που όλα αυτά είναι άγνωστα στην Τουρκία.
Η θέση του υπουργού Άμυνας είναι μια ψύχραιμη, αλλά σταθερή υπενθύμιση ότι η άμυνα της Ευρώπης δεν αφορά μόνο τα σύνορα, αλλά και τις αξίες που αυτά περιφρουρούν. Όπως έχει αποδείξει η πρόσφατη ιστορία, ο πραγματικός κίνδυνος για την ΕΕ δεν προέρχεται πάντα από έξω, μερικές φορές προκύπτει από την εσωτερική αποδόμηση του κοινού οράματος.
Σε αυτή την ιστορική στροφή, η Ελλάδα αναλαμβάνει ρόλο υπερασπιστή αυτού του οράματος, όχι μόνο για λόγους εθνικού συμφέροντος, αλλά και ως σταθερός ευρωπαϊκός πόλος σε έναν κόσμο γεμάτο αστάθεια.
*Αντιπτέραρχος (Ι) εα. Κωνσταντίνος Ιατρίδης, Επίτιμος Διοικητής ΔΑΥ, Επίτιμος Πρόεδρος Ένωσης Αποστράτων Αξιωματικών Αεροπορίας, Αμυντικός Αναλυτής