Δεν θα αποτρέψει τους διεθνείς ανταγωνισμούς τo «πάγωμα» της παραγωγής πετρελαίου

Δεν θα αποτρέψει τους διεθνείς ανταγωνισμούς τo «πάγωμα» της παραγωγής πετρελαίου

Του Μιχάλη Διακαντώνη*

Η καταρχήν συμφωνία μεταξύ Ρωσίας, Σαουδικής Αραβίας, Βενεζουέλας και Κατάρ να «παγώσουν» την παραγωγή πετρελαίου στα επίπεδα του Ιανουαρίου, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν περαιτέρω μεταβλητότητα της τιμής του, είναι πρώιμο να αξιολογηθεί συνολικά, ωστόσο μπορεί να οδηγήσει σε ορισμένες βασικές σκέψεις.

Ποιοι θα συμμετέχουν στη συμφωνία και πώς αυτή θα εφαρμοστεί;

Πρώτον, είναι άγνωστο αν το Ιράν και το Ιράκ θα αποτελέσουν μέρος αυτής της συμφωνίας. Ο ρόλος του Ιράν είναι κρίσιμος, καθώς, μετά την άρση του εμπάργκο, η χώρα έχει ήδη αυξήσει την παραγωγή της κατά 400.000 βαρέλια/ημέρα, με την προοπτική η ποσότητα αυτή να φτάσει το 1 εκατ. βαρέλια έως το τέλος του έτους, ενώ διαθέτει και αποθέματα περίπου 30 εκατ. βαρελιών. Το Ιράκ, με τη σειρά του, αύξησε την παραγωγή του σημαντικά το 2015, παρά τις πολεμικές συρράξεις που έλαβαν χώρα στο έδαφός του, ενώ τον Ιανουάριο του 2016 η παραγωγή του σημείωσε περαιτέρω άνοδο. Ωστόσο, πηγές του ιρακινού υπουργείου Πετρελαίου σημείωσαν ότι η χώρα θα συνταχθεί με κάθε απόφαση που έχει σκοπό να ενισχύσει τις τιμές του «μαύρου χρυσού». Μια συμφωνία χωρίς τη συμμετοχή αυτών των δύο χωρών δύσκολα θα μπορέσει να προκαλέσει μια ουσιαστική άνοδο των τιμών του πετρελαίου.

Θα έχει, επίσης, ενδιαφέρον να δούμε αν η επικείμενη συμφωνία θα τηρηθεί απαρέγκλιτα απ' όλα τα μέρη μετά τη σύναψή της. Η παραβίαση των ορίων παραγωγής αποτελεί πλέον κοινή πρακτική εντός του Οργανισμός πετρελαιοπαραγωγών εξαγωγών Χωρών (OΠΕΚ - Organization of the Petroleum Exporting Countries, OPEC), καθώς κάθε χώρα προσπαθεί να «κλέψει» μερίδιο αγοράς απ' τα υπόλοιπα μέλη του οργανισμού. Καχυποψία υπάρχει όμως και απ' την πλευρά της Σ. Αραβίας απέναντι στη Ρωσία, καθώς θεωρεί ότι η Μόσχα είχε παραβιάσει τους όρους μιας ανάλογης συμφωνίας που είχε συναφθεί μεταξύ τους το 1998.

Δύσκολο να υπάρξει μια σημαντική άνοδος των τιμών βραχυπρόθεσμα

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency) εκτιμά ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα συρρικνωθεί το 2016 κατά 1,2%, γεγονός που θα ασκήσει περαιτέρω καθοδικές πιέσεις στις τιμές. Ενώ η συνεχιζόμενη πτώση της τιμής θα έπρεπε κανονικά να αποτελέσει θετικό παράγοντα για την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προσκρούει στη δυσάρεστη οικονομική διεθνή συγκυρία.

Η επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας προκαλεί αστάθεια στις αγορές μετοχών και ακινήτων της και εντείνει τη διαρκή μεταβλητότητα των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών. Η αστάθεια που επικρατεί στην Ευρωζώνη, λόγω της αναιμικής οικονομικής ανάπτυξής, του μεταναστευτικού προβλήματος και των αποπληθωριστικών πιέσεων, θα μπορούσε να κορυφωθεί, αν ξεσπούσε μια νέα πανευρωπαϊκή τραπεζική κρίση, εκπορευόμενη αυτήν τη φορά από τις χώρες του ευρωπαϊκού «πυρήνα». Το οικονομικό κλίμα είναι δυσάρεστο και για τις αναδυόμενες οικονομίες, καθώς το ισχυρό δολάριο και η διεθνής οικονομική αβεβαιότητα προκαλούν εκροή κεφαλαίων και υποτιμητικές πιέσεις στα νομίσματά τους. Η Ρωσία, η Βραζιλία, η Βενεζουέλα, το Ιράκ, το Εκουαδόρ αλλά και άλλες πετρελαιοπαραγωγοί χώρες έχουν επίσης υποστεί σημαντική απώλεια εσόδων απ' τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου. Συνεπώς, το διεθνές οικονομικό κλίμα –λογικά– θα συντείνει στην περαιτέρω μείωση της ζήτησης για καταναλωτικά και κεφαλαιουχικά αγαθά, άρα και πετρελαίου.

Η τιμολογιακή στρατηγική της Σ. Αραβίας πρέπει να θεωρείται δεδομένη

Η δυνατότητα ή μη των αμερικανικών εταιρειών σχιστολιθικού πετρελαίου να αντέξουν στις καθοδικές πιέσεις των τιμών, χωρίς να εξωθηθούν σε πτωχεύσεις ή παύση της παραγωγής τους, θα είναι ένας κρίσιμος παράγοντας για τη συνέχιση της τιμολογιακής πολιτικής του ΟΠΕΚ. Επί του παρόντος, η μείωση της παγκόσμιας παραγωγής είναι σχετικά μικρή, όμως με τις παρούσες τιμές αναμένεται η παραγωγική δυναμικότητά των αμερικανικών εταιρειών να περιοριστεί έως και 70%, όπως αναφέρει η Wood Mackenzie. Μελέτη της Deloitte που βασίζεται στην εξέταση περισσότερων από 500 εταιρειών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου παγκοσμίως αναφέρει ότι 175 από αυτές κινδυνεύουν με χρεοκοπία, ενώ έχουν και χρέη άνω των 150 δισ. δολαρίων.

Συνεπώς, η στρατηγική της Σ. Αραβίας έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς και δύσκολα θα εγκαταλειφθεί σύντομα χάριν της αποκόμισης προσωρινών μόνο κερδών. Ο πόλεμος των τιμών θα είναι μια μάχη μακροχρόνιας φθοράς, που θα αναδείξει νικητή εκείνον που διαθέτει τα πιο ισχυρά οικονομικά και γεωπολιτικά όπλα. Τα χρηματικά αποθέματα της Σ. Αραβίας επαρκούν για μια 5ετία σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χρόνος που μάλλον είναι απαγορευτικός σε διάρκεια για τις μικρομεσαίες εταιρείες ενέργειας, εφόσον οι τιμές διατηρηθούν κοντά στα υπάρχοντα επίπεδα.

Πού μπορεί να στοχεύει τελικά η συμφωνία;

Η ενδεχόμενη σύναψη μιας οριστικής συμφωνίας για το «πάγωμα» της παραγωγής πετρελαίου πιθανότατα δεν θα είχε ως κύριο σκοπό την πρόκληση μιας ραγδαίας ανόδου της τιμής του (εφόσον δεν συνοδευθεί από μια απόφαση για σημαντική μείωση της παραγωγής), αλλά θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί μ' έναν από τους ακόλουθους εναλλακτικούς τρόπους:

  • Είτε ως ένα μέσο περιορισμού της οικονομικής και συνεπώς και γεωπολιτικής ανάδυσης του Ιράν, μέσω της επιβολής ποσοστώσεων στην παραγωγή του, που θα αποτρέψουν την ανάκτηση και διεύρυνση των μεριδίων αγοράς που αυτό κατείχε προ του εμπάργκο.
  • Είτε ως μια πρώτη απόπειρα διεύρυνσης του σχήματος του ΟΠΕΚ, μέσω της συνεννόησης του με τον ρωσικό παράγοντα. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε μελλοντικά να δημιουργηθεί ένα πετρελαϊκό καρτέλ με μεγάλη ισχύ, αντισταθμίζοντας έτσι τη δυναμική της αυξημένης παραγωγής πετρελαίου από τις ΗΠΑ, με σκοπό να διαδραματίσει ένα ρόλο ανάλογο με αυτόν της δεκαετίας του 1970.
  • Είτε, τέλος, ως ένα είδος προσωρινής «ανακωχής» που θα δώσει τη δυνατότητα στις οικονομίες κάποιων πετρελαιοπαραγωγών χωρών να ανασάνουν, προκειμένου να επιτύχουν τους αμεσότερους στόχους τους. Η Σ. Αραβία και η Ρωσία εντείνουν τις πολεμικές τους ενέργειες στη Συρία και αυτό απαιτεί την αύξηση των αμυντικών δαπανών τους, η Βενεζουέλα θέλει να αποφύγει το κοινωνικό χάος που θα επιφέρει τυχόν πτώχευσή της, ενώ το Ιράκ αναζητά πόρους που θα ομαλοποιήσουν την εγχώρια πολιτικο-οικονομική κατάσταση και θα συντείνουν στην καταπολέμηση του ISIS.

Το τελευταίο αυτό επιχείρημα –αν αποδειχθεί ισχυρό– μας οδηγεί σ' ένα ανησυχητικό υποθετικό σενάριο: την πιθανότητα οι πόροι που θα προέλθουν από μια μικρή αύξηση των τιμών του πετρελαίου να μεταφερθούν στο πολεμικό πεδίο της Συρίας, με τον κίνδυνο να προκληθεί μια γενικευμένη διεθνής σύρραξη με απρόβλεπτα γεωπολιτικά αποτελέσματα.

* Ο κ. Μιχάλης Διακαντώνης είναι οικονομολόγος/διεθνολόγος, συντονιστής στο Παρατηρητήριο Ανατολικής Μεσογείου στον Τομέα Ρωσίας Ευρασίας και Νοτιοανατολικής Ευρώπης (ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ).