Το ρούβλι, ο Τσάρος, ο χρυσός και η ρωσική προπαγάνδα

Το ρούβλι, ο Τσάρος, ο χρυσός και η ρωσική προπαγάνδα

H περίφημη ρήση του John Pierpont Morgan που καταγράφηκε στην ιστορία το 1912, «gold is money everything else is credit», δηλαδή ότι πραγματικό χρήμα είναι μόνο ο χρυσός και οτιδήποτε άλλο είναι πίστωση, επανέρχεται στην επικαιρότητα κάθε φορά που η δημόσια συζήτηση, περιστρέφεται γύρω από την έννοια του χρήματος και τη σχέση του με τον χρυσό. Στην ουσία τι έλεγε ο JPMorgan; Ότι ο χρυσός έχει τη δική του εσωτερική αξία που δεν χάνεται, σε αντιδιαστολή με το χρήμα που αποτελεί μια πίστωση, δηλαδή μια υπόσχεση.

Η ιστορική αυτή ρήση επανήλθε στην επικαιρότητα, μετά από τις δηλώσεις Ρώσων αξιωματούχων, ότι σχεδιάζεται η διασύνδεση του ρουβλιού με το χρυσό και με άλλες πρώτες ύλες και φυσικά αγαθά, στην προσπάθεια αποδολαριοποίησης της ρωσικής οικονομίας και στην προσπάθεια απόκτησης ελευθερίας και κυριαρχίας της κυβέρνησης του Κρεμλίνου, πάνω στο χρηματοπιστωτικό της σύστημα. Ας σημειώσουμε ότι ο σχεδιασμός αυτός που προωθείται από το Κρεμλίνο, βρίσκει προς το παρόν αντίθετη, την Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας.

Αν γυρίσουμε πίσω στην ιστορία, θα δούμε ότι το ρούβλι ήταν συνδεδεμένο με τον χρυσό την εποχή των Τσάρων το 1897, εφαρμόζοντας έστω και με καθυστέρηση την εφαρμογή του νομισματικού συστήματος του «Κανόνα Χρυσού» που χρονολογείται από το 1819, όταν η Μεγάλη Βρετανία έθετε σε ισχύ την πρακτική της ανταλλαγής από την Τράπεζα της Αγγλίας των κυκλοφορούντων χαρτονομισμάτων με χρυσό, σε σταθερή ισοτιμία. Αυτό όμως εγκαταλείφθηκε από όλες τις χώρες κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι κυβερνήσεις «τύπωναν χρήμα» για να χρηματοδοτήσουν τον πόλεμο.

Το ρούβλι είχε επανασυνδεθεί με τον χρυσό, τον Ιούλιο του 1944, με βάση το σύστημα ισοτιμιών Μπρέτον –Γουντς (Bretton Woods), που διαμορφώθηκε αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τότε προσδιορίστηκε η σταθεροποίηση των νομισμάτων των χωρών που συμμετείχαν στο σύστημα με το δολάριο, με ένα εύρος διακύμανσης της τάξης του ±1%, του οποίου η ισοτιμία ήταν σταθερή προς το χρυσό. Και οι κεντρικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν τα συναλλαγματικά τους διαθέσιμα, κυρίως σε δολάρια και σε χρυσό. Στην πράξη, το νέο σύστημα αποτέλεσε ένα κανόνα δολαρίου-χρυσού, αφού μόνο οι Η.Π.Α. είχαν αναλάβει την υποχρέωση να διατηρούν σταθερή την τιμή του χρυσού στα $ 35 την ουγκιά, πουλώντας ή αγοράζοντας χρυσό στην ισοτιμία αυτή μόνο έναντι των κεντρικών τραπεζών των άλλων χωρών.

Ωστόσο η σύνδεση με τον χρυσό διακόπηκε και πάλι το 1971, όταν είχε λάβει τέλος το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών, αφού η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε αναστείλει την ελεύθερη μετατρεψιμότητα του δολαρίου σε χρυσό.

Κι έτσι φτάσαμε σήμερα, στην ανακοίνωση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Ρωσίας και όχι κάποιων οικονομικών κύκλων, σύμφωνα με την οποία, «η Ρωσία θα προχωρήσει στη σύνδεση του ρουβλιού με τον χρυσό και άλλα αγαθά, διότι η πιο σημαντική προϋπόθεση για να διασφαλισθεί η οικονομική ασφάλεια της Ρωσίας είναι η εξάρτηση από το εσωτερικό δυναμικό της χώρας». Και αυτό, σύμφωνα με το Συμβούλιο Ασφαλείας, «δεν έρχεται σε αντίθεση με την οικονομική θεωρία και τα συμπεράσματα της οικονομικής επιστήμης, αλλά έρχεται σε αντίθεση με τα συμπεράσματα των οικονομικών εγχειριδίων της Δύσης».

Μάλιστα σαν πρώτο βήμα σε αυτήν την κατεύθυνση, η ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε με πανηγυρικό τρόπο, ότι θα αγοράζει χρυσό μόνο με ρούβλια και μάλιστα προς 5.000 ρούβλια ανά γραμμάριο χρυσού.

Μα υπάρχει δυνατότητα στις διεθνείς αγορές να αγοράσει κάποιος χρυσό σε ρούβλια, ενώ η ισοτιμία του εκφράζεται σε δολάρια; Φυσικά και όχι.

Στην ουσία η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, αγοράζει ποσότητες χρυσού, που κατέχουν οι ρωσικές εμπορικές τράπεζες. Οπότε όχι μόνο δεν μιλάμε με όρους ελεύθερης αγοράς και ελεύθερων συναλλαγών, αλλά για μια «υποχρεωτική συναλλαγή», που αποτελεί κίνηση εντυπωσιασμού και προπαγάνδας, μόνο. Και μάλιστα οι ρωσικές εμπορικές τράπεζες έβγαιναν ζημιωμένες, αφού ουσιαστικά πωλούσαν τον χρυσό που κατέχουν, αναγκαστικά στα $52 ανά γραμμάριο, όταν η διεθνής τιμή είναι $68 ανά γραμμάριο.

Το Κρεμλίνο, έχει δηλώσει ότι δέχεται πληρωμές για τις πρώτες ύλες που εξάγει σε «φιλικές χώρες» σε bitcoin, σε ρούβλια, σε χρυσό, σε κινεζικά γουάν, σε ρουπίες Ινδίας, σε Τουρκικές λίρες, σε Ιρανικά ριάλ ή και σε διάφορα αγαθά.

Αντιθέτως από τις «μη φιλικές χώρες» απαιτεί πληρωμές σε δολάρια ή ευρώ, αλλά με τη ρητή δέσμευση τα ποσά αυτά να «μετατραπούν υποχρεωτικά σε ρούβλια», μέσω εσωτερικών διαδικασιών του ρωσικού τραπεζικού συστήματος. Με αποτέλεσμα να υπάρξει μια τεχνητή ζήτηση για ρούβλια και συνεπακόλουθα μια αύξηση της ισοτιμίας του ρωσικού νομίσματος έναντι του δολαρίου και του ευρώ.

Με αυτόν τον τρόπο όμως, η Ρωσία «υποτιμά» τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα, των οποίων το 34% είναι σε ευρώ, το 11% είναι σε δολάρια και το 17% είναι σε γουάν που είναι διασυνδεδεμένο με το δολάριο με τη σχέση USD/CNY να κυμαίνεται από τα 6,3 έως 6,6. Δηλαδή, υποτιμά το 62% των οικονομικών αποθεμάτων της.

Όλες αυτές οι κινήσεις στερούνται οικονομικής σοβαρότητας και αποτελούν μέρος προπαγάνδας. Άλλωστε η ίδια η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας, ανακοίνωσε το τέλος των συναλλαγών ρουβλιών/χρυσού, σε «κλειστή τιμή», αντιλαμβανόμενη ότι οι όροι εθνικής ασφαλείας που επικαλείται το Κρεμλίνο και οι θεωρίες περί ρωσικής οικονομικής νίκης, συγκρούονται με την οικονομική πραγματικότητα.