Ο Τζο Μπάιντεν βάζει στο στόχαστρο τις αγορές ιδίων μετοχών

Ο Τζο Μπάιντεν βάζει στο στόχαστρο τις αγορές ιδίων μετοχών

Το σχέδιο για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ του 2023 προσπαθεί να χτυπήσει τους πολύ πλούσιους Αμερικανούς και την πρακτική της αγοράς ιδίων μετοχών μέσω του χρηματιστηρίου. Αν και οι πιθανότητες να συμπεριληφθεί στον οριστικό προϋπολογισμό είναι μάλλον περιορισμένες, το σχέδιο εναντίον των stock buybacks είναι συμβατό με την προσωπική αντίθεση του προέδρου προς τη συγκεκριμένη πρακτική και τη δηλωμένη αντιπάθεια πολλών μελών του Δημοκρατικού κόμματος προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και τα υψηλόβαθμα στελέχη τους.

Αυτές τις μέρες ξεκινά στις ΗΠΑ η διαδικασία κατάρτισης του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας για το 2023. Είναι μία διαδικασία που κρατά συνήθως αρκετούς μήνες, καθώς πάντα γίνονται μεγάλες αλλαγές στην αρχική πρόταση του προέδρου της χώρας προκειμένου να εξασφαλισθεί η συγκατάθεση της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων.

Πολύ συχνά λοιπόν, το σχέδιο που δίνει ο πρόεδρος στα νομοθετικά σώματα περιλαμβάνει και προτάσεις που έχουν πολύ μικρή πιθανότητα να περιληφθούν στον τελικό προϋπολογισμό και εμφανίζονται περισσότερο για να δηλώσουν κάποιες επιθυμίες του προέδρου ή για να ικανοποιήσουν ορισμένες πτέρυγες του κόμματός του.

Στο φετινό σχέδιο, το οποίο εμφανίστηκε πριν μερικές μέρες, εντοπίζουμε εύκολα ορισμένες τέτοιες προτάσεις: την πρόταση για επιβολή του λεγόμενου φόρου περιουσίας στους πολύ πλούσιους Αμερικανούς, την αύξηση των ανώτατων φορολογικών συντελεστών για όσους έχουν ετήσια εισοδήματα άνω των 400.000 δολαρίων, την αύξηση του φορολογίας στα κέρδη των επιχειρήσεων από 21% σε 28% και την επιβολή σημαντικών περιορισμών και επιβαρύνσεων στην πρακτική της αγοράς ιδίων μετοχών από εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο. Για όλες τις παραπάνω προτάσεις, οι πιθανότητες να συμπεριληφθούν στον κρατικό προϋπολογισμό με την τωρινή μορφή τους είναι σχεδόν μηδενικές. Η αντίθεση των Ρεπουμπλικανών αναμένεται να είναι καθολική, ενώ υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες πως δύο ή τρεις δημοκρατικοί γερουσιαστές δεν πρόκειται να τις ψηφίσουν.

Αυτό που θα μας απασχολήσει σήμερα είναι η «επίθεση» του προέδρου στις αγορές ιδίων μετοχών. Για να είμαστε ακριβείς, πρέπει να πούμε πως αυτή δεν είναι η πρώτη προσπάθεια της διοίκησης Μπάιντεν να περιορίσει αυτή την ευρέως χρησιμοποιούμενη πρακτική. Το είχε προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, μέσα στο 2021, περιλαμβάνοντας πρόβλεψη επιβολής φόρου 1% στις αγορές ιδίων μετοχών στο περίφημο σχέδιο ενίσχυσης των υποδομών της χώρας (Build Back Better).

Με αυτό το μέτρο υπολογιζόταν πως θα αυξάνονταν τα ομοσπονδιακά φορολογικά έσοδα ΗΠΑ κατά 124 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα σε μία δεκαετία. Η φετινή πρόταση περιλαμβάνει την επιβολή αυτού του φόρου και τη θεσμοθέτηση της απαγόρευσης πώλησης μετοχών από την μεριά των ανώτατων στελεχών μίας εταιρείας για τρία χρόνια από την τελευταία αγορά ιδίων μετοχών. Πριν προχωρήσουμε παραπέρα, καλό είναι να πούμε δύο λόγια για την αγορά ιδίων μετοχών. Είναι μία μέθοδος για την έμμεση ανταμοιβή των μετόχων μίας εταιρείας που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο. Η εταιρεία αγοράζει μετοχές της, χρησιμοποιώντας δικά της χρήματα και στη συνέχεια αποσύρει τις μετοχές. Με αυτόν τον τρόπο μειώνεται ο συνολικός αριθμός των μετοχών της εταιρείας και αποκτούν μεγαλύτερη αξία οι εναπομείνασες μετοχές.

Με λίγα λόγια, η εταιρεία ξοδεύει δικά της χρήματα για να δώσει μεγαλύτερη αξία στην περιουσία των μετόχων της. Μπορούμε να πούμε πως η εταιρεία παίρνει χρήματα από το ταμείο της και τα βάζει στην τσέπη των μετόχων. Η πρακτική αυτή νομιμοποιήθηκε το 1982 και από τότε μέχρι τώρα γίνεται όλο και πιο δημοφιλής. Οι διοικήσεις των εταιρειών και οι μέτοχοι την προτιμούν γιατί έχει μηδενική φορολογική επιβάρυνση, σε αντίθεση με τη διανομή μερισμάτων (τον παραδοσιακό τρόπο ανταμοιβής των μετόχων από την εταιρεία). Για να πάρουμε μία ιδέα για το πόσο δημοφιλή είναι τα λεγόμενα stock buybacks, αρκεί να αναφέρουμε πως το συνολικό ποσό που χρησιμοποιήθηκε μέσα στο 2021 για αγορές ιδίων μετοχών έφθασε τα 882 δισεκατομμύριο δολάρια, ενώ για το 2022 αναμένεται να ξεπεράσει το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

Ο λόγος που η κυβέρνηση Μπάιντεν θέλει να χτυπήσει αυτή την τόσο διαδεδομένη πρακτική δεν είναι τόσο εισπρακτικός όσο ιδεολογικός. Τα έσοδα που αναφέραμε παραπάνω δεν πρόκειται να βοηθήσουν σημαντικά τον προϋπολογισμό της χώρας. Μεγάλο μέρος των στελεχών του δημοκρατικού κόμματος πιστεύει πως τα stock buybacks κάνουν τελικά κακό στις επιχειρήσεις και στην οικονομία.

Πιστεύουν πως οι διοικήσεις αποφασίζουν να ξεκινήσουν τις μεγάλες αγορές ιδίων μετοχών κάτω από την πίεση ισχυρών μετόχων, κυρίως των hedge funds, που δεν θέλουν να πληρώνουν φόρους για τα μερίσματα που εισπράττουν και προτιμούν την αφορολόγητη έμμεση στήριξη της μετοχής με τις αγορές ιδίων μετοχών. (Πολλές φορές, τα χρήματα που χρησιμοποιούνται για αυτές τις αγορές προέρχονται από δανεισμό που αναλαμβάνει μία εταιρεία ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο). Η ίδια θεωρία λέει πως πολύ συχνά τα χρήματα που κατευθύνονται στα buybacks θα έπρεπε να πηγαίνουν σε νέες επενδύσεις, άρα πλήττεται η οικονομική ανάπτυξη και χάνονται θέσεις εργασίας.

Επίσης, έχει παρατηρηθεί πως τα υψηλόβαθμα στελέχη των επιχειρήσεων εκμεταλλεύονται τις αγορές ιδίων μετοχών για να πουλήσουν τις δικές τους μετοχές σε υψηλότερες τιμές. Η ελπίδα της κυβέρνησης είναι πως με την υιοθέτηση των δύο προτάσεών της θα αυξηθούν οι επενδύσεις των επιχειρήσεων και θα σταματήσει ο εύκολος πλουτισμός των υψηλόβαθμων στελεχών και των ισχυρών επενδυτών. Ένα έμμεσο αποτέλεσμα θα είναι η υψηλότερη φορολόγηση των πλούσιων επενδυτών αφού πιθανολογείται πως οι επιχειρήσεις θα αποφασίσουν να δώσουν μεγαλύτερα μερίσματα στους μετόχους τους.

Επισημαίνουμε πως τα μερίσματα που εισπράττουν οι μέτοχοι φορολογούνται με συντελεστή τουλάχιστον 23%. Όσοι αντιτίθενται στην πόλεμο εναντίον των stock buybacks υποστηρίζουν πως αυτές οι ρυθμίσεις θα περιορίσουν την ευελιξία των επιχειρήσεων. Οι ίδιοι προσθέτουν πως ο βασικός λόγος που οι εταιρείες προχωρούν σε αγορές ιδίων μετοχών είναι η αναδιανομή της περιουσίας της επιχείρησης και όχι η διευκόλυνση των πωλήσεων των υψηλόβαθμων στελεχών.

Σύμφωνα με τις πρώτες δημοσιογραφικές εκτιμήσεις, η πιθανότητα να περιληφθούν τα μέτρα κατά των stock buybacks στον προϋπολογισμό είναι πολύ μικρή. Λογικά, οι εισηγμένες επιχειρήσεις θα συνεχίσουν να έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε μαζικές αγορές ιδίων μετοχών και να ικανοποιούν τους μεγάλους μετόχους. Όπως όμως συμβαίνει συχνά στη ζωή, η μεγάλη αγάπη προς τα stock buybacks μπορεί να ατονήσει χωρίς καμία νομοθετική ή εισπρακτική παρέμβαση.

Αν συνεχιστεί η άνοδος των επιτοκίων, θα γίνει πολύ πιο δύσκολος ο δανεισμός πολλών επιχειρήσεων οι οποίες εκμεταλλεύονται το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού των τελευταίων ετών και δανείζονται πολλά δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτήσουν τις αγορές ιδίων μετοχών. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα μειωθούν δραστικά τα διαθέσιμα κεφάλαια για stock buybacks, δυσαρεστώντας σίγουρα τους μεγάλους μετόχους. Αυτό μπορεί να φέρει και πτώση των τιμών των μετοχών, πράγμα το οποίο δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα αρέσει στην κυβέρνηση Μπάιντεν, αφού θα χαλάσει την καλή διάθεση αρκετών ψηφοφόρων.