Ο νέος ρόλος των ΗΠΑ στα παγκόσμια deals
Shutterstock
Shutterstock

Ο νέος ρόλος των ΗΠΑ στα παγκόσμια deals

Από τα λίγα που μάθαμε μετά τη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν, το πλέον ενδιαφέρον είναι η πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ προς την Τουρκία για την απομάκρυνση της από την αγορά ρωσικών υδρογονανθράκων και για την πρόσδεση της στο ενεργειακό άρμα του αμερικανικού LNG.

Είναι άραγε αυτό ένα ακόμα επεισόδιο του εμπορικού πολέμου που κλιμακώνεται μέρα με τη μέρα; Ενός πολέμου που περιλαμβάνει τους ημιαγωγούς, δηλαδή τα chips, τις κρίσιμες βιομηχανικές πρώτες ύλες και τις σπάνιες γαίες, καθώς και τους υδρογονάνθρακες που παρά την πράσινη μετάβαση, εξακολουθούν να αποτελούν την καρδιά της ενεργειακής παραγωγής; Ή μήπως είναι κάτι γενικότερο; Μια αλλαγή σελίδας και μια πλήρη ανατροπή των όσων ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες;

Ο Λευκός Οίκος είναι αποφασισμένος να μην απολέσει την οικονομική και γεωπολιτική ηγεμονία που διαθέτει. Έτσι θωρακίζει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, στον χώρο της ανάπτυξης των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και του πυρήνα της, που δεν είναι άλλος από την παραγωγή των πιο εξελιγμένων chips και παράλληλα μέσω ισχυρών κρατικών παρεμβάσεων ενισχύει τον τομέα της εξόρυξης σπάνιων γαιών στο αμερικανικό έδαφος, για λόγους εθνικής ασφάλειας.

Ωστόσο, η πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ μετά την πρόσφατη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν για τον δραστικό περιορισμό των ενεργειακών δεσμών της Τουρκίας με τη Ρωσία και την πρόσδεση της στο αμερικανικό LNG δεν αποτελεί απλά μια ακόμα κίνηση στη σκακιέρα του εμπορικού πολέμου.

Αλλά μια υπενθύμιση της εκπεφρασμένης βούλησης της δεύτερης θητείας Τραμπ, ότι στον Δυτικό κόσμο, στους συμμαχικές χώρες και στους εταίρους του, τα πάντα θα περνάνε μέσα από τον Λευκό Οίκο.

Η αμερικανική πλευρά δεν πιέζει μόνο στην κατεύθυνση της μη χρήσης ρωσικών υδρογονανθράκων, αλλά και στην κατεύθυνση της μη διέλευσης τους από το σύστημα των αγωγών που σήμερα διέρχονται από την Τουρκία.

Και φυσικά χωρίς να το λένε ρητά οι ΗΠΑ, η πίεση που ασκούν αγγίζει και τον «σκιώδη στόλο» που έχει έδρα λίγο βορειότερα της Κωνσταντινούπολης, και ο οποίος μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο που στη διαδρομή μετονομάζεται, αποκτώντας «τίτλους» άλλης προέλευσης.

Με ζητούμενο την ενεργειακή απομάκρυνση της Άγκυρας από τη Μόσχα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί δυο σπουδαίες κινήσεις αμερικανικού αρώματος. Η πρώτη αφορά το άνοιγμα και την επαναλειτουργία του αγωγού πετρελαίου Ιράκ - Τουρκίας, που είχε παραμείνει ανενεργός για περισσότερο από μία διετία και η δεύτερη αφορά την προμήθεια υγροποιημένου αερίου (LNG) ανάμεσα στην αμερικανική Mercuria και την τουρκική κρατική εταιρεία BOTAS.

Πέραν τούτων, υπογράφηκε ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την Άγκυρα, ένα Μνημόνιο κατανόησης (MOU) «για τη στρατηγική συνεργασία για την πολιτική πυρηνική ενέργεια». Το οποίο βάλλει μετωπικά κατά της εδραιωμένης ρωσικής πυρηνικής παρουσίας στο τουρκικό έδαφος.

Η πίεση που ασκούν οι ΗΠΑ έχει διπλή ανάγνωση. Η πρώτη στοχεύει στην απομάκρυνση της Τουρκίας από την ενεργειακή εξάρτηση της από τη Μόσχα και την απόσπαση της από την ευρύτερη αγκαλιά του καθεστώτος Πούτιν. Η δεύτερη στοχεύει στην άσκηση ακόμα μεγαλύτερης οικονομικής πίεσης πάνω στη Ρωσία.

Υπάρχει και μια τρίτη ανάγνωση, η οποία δεν αφορά μόνο την Τουρκία, αλλά και την Ευρώπη, ακόμα και την Ινδία. Στις ΗΠΑ σήμερα σύμφωνα με τα στοιχεία της U.S. Energy Information Administration (EIA) και της International Energy Agency (IEA) παρατηρείται υπερπαραγωγή υδρογονανθράκων που οδηγεί σε παράλληλη αύξηση των αποθεμάτων επί αμερικανικού εδάφους.

Οπότε ο Λευκός Οίκος, με αφορμή τις κυρώσεις προς τη Ρωσία και τις προσπάθειες για την οικονομική της απομόνωση, προσφέρει ως εναλλακτική λύση, την προμήθεια των αγορών με LNG αμερικανικής προέλευσης.

Με αυτόν τον τρόπο η Ουάσιγκτον, επιχειρεί να επιτύχει ταυτόχρονα τρεις διαφορετικούς στόχους. Ο πρώτος είναι η οικονομική αποδυνάμωση - παράλυση της Ρωσίας, που θα οδηγήσει στη λήξη του πολέμου στην Ουκρανία. Ο δεύτερος είναι η ενεργειακή σταθερότητα και ασφάλεια του Δυτικού κόσμου και των φίλων του, όπως για παράδειγμα της Ινδίας. Ο τρίτος είναι η κατάκτηση μιας σημαντικής αγοράς υδρογονανθράκων που ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη για πολλά χρόνια από τη Μόσχα, μετά από τραγικά λάθη κυρίως των γερμανικών κυβερνήσεων.

Έτσι, αφενός το μακρύ χέρι του Πούτιν χάνει τη δυναμική του και αφετέρου οι εταιρείες του ενεργειακού και πετρελαϊκού κλάδου των ΗΠΑ που είχαν στηρίξει προεκλογικά τον Ντόναλντ Τραμπ, βρίσκοντας διέξοδο στα συσσωρευμένα αποθέματα, βγαίνουν κερδισμένες. Αφού εισέρχονται σε νέες αγορές υπογράφοντας νέα μακροχρόνια συμβόλαια με ιδιαίτερα ενεργοβόρες οικονομίες.

Ταυτόχρονα οι δυτικές οικονομίες δεν θα εξαρτώνται από τη διάθεση της Μόσχας πάνω στις στρόφιγγες των αγωγών, αλλά θα κτίσουν μια νέα μακροχρόνια ενεργειακή συνεργασία, με έναν θεωρητικά αξιόπιστο εταίρο. Με τον οποίο βέβαια, οι οικονομικοί και πολιτικοί δεσμοί δοκιμάζονται έντονα το τελευταίο χρονικό διάστημα, λόγω της επιβολής δασμών, της αμφισβήτησης των ευρωπαϊκών πολιτικών επιλογών και της γενικότερης απαξίωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.

Και εδώ είναι που κάνει την εμφάνιση του ο πιο βαθύς και πιο ουσιαστικός στόχος της διακυβέρνησης Τραμπ, που δεν είναι άλλος, από τον απόλυτο έλεγχο πάνω σε όλα τα «deals» στον Δυτικό κόσμο. Ένας έλεγχος, μέσω του οποίου, θα αποπληρώνεται η προστασία και η ασφάλεια που προσφέρουν οι ΗΠΑ από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα στην Ευρώπη και ευρύτερα στη δυτική συμμαχία.

Η εποχή του «free pass» ή του «free ride», έχει περάσει προ πολλού για την Ευρώπη. Η εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας οι ΗΠΑ είχαν επωμισθεί το κύριο βάρος της αμυντικής θωράκισης της Ευρώπης, επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές οικονομίες να αναπτύσσονται με ισχυρούς ρυθμούς, κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας των ΗΠΑ, - και εδώ μιλάμε κυρίως για το λεγόμενο θαύμα της μεταπολεμικής Γερμανίας - έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.

Ή ακόμα και με το παράδειγμα της Τουρκίας, η οποία έχοντας μετατραπεί σε μια υπολογίσιμη στρατιωτική περιφερειακή δύναμη λόγω της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας και τεχνολογίας, προσπαθεί να κινηθεί αυτόνομα και σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και κόντρα στα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Και είναι απολύτως λογικό και αναμενόμενο, ο Λευκός Οίκος να επιχειρεί να αποτρέψει τέτοιου είδους πρωτοβουλίες της Άγκυρας, ειδικά όταν αυτές εφάπτονται των πολιτικών της Μόσχας, με τους S400, το «σκιώδες» εμπόριο πετρελαίου, τον πυρηνικό σταθμό του Akkuyu, την αίτηση ένταξης στην αντιαμερικανική συμμαχία των BRICS κ.α.

Η Τουρκία, σύμφωνα με την προεδρία Τραμπ θα πρέπει να παραμείνει ένας σύμμαχος του ΝΑΤΟ, δίχως αυτονομήσεις, πρόθυμη να παρέμβει και να κινηθεί εκεί που θα του ζητηθεί, σε σχέση με τα ευρύτερα συμφέροντα των ΗΠΑ και της Δύσης, όπως φάνηκε και στην περίπτωση της Συρίας.

Οι πολιτικές παρεμβάσεις του προέδρου Τραμπ από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα δεικτικές προς τις ηγεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παράλληλα με τους επιβληθέντες δασμούς και τη χάραξη της νέας ενεργειακής πραγματικότητας με την αναγκαστική στροφή προς το αμερικανικό LNG, συγκροτούν μια νέα εικόνα.

Μια εικόνα που δίνει ένα ιδιαίτερα πρωταγωνιστικό ρόλο για τις ΗΠΑ, όχι μόνο στον αμυντικό τομέα, όχι μόνο στον οικονομικό τομέα αλλά στο ευρύτερο τομέα των επιχειρηματικών στρατηγικών και συμφωνιών. Οι οποίες πλέον θα περνούν όλες από τον Λευκό Οίκο.