Ο γρίφος για το μέλλον των επιτοκίων και… της Λαγκάρντ

Ο γρίφος για το μέλλον των επιτοκίων και… της Λαγκάρντ

 Στο 2% αναμένεται να μειώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το επιτόκιο αναφοράς την ερχόμενη Πέμπτη, στην όγδοη συνολικά μείωση του κόστους του χρήματος μέσα στα τελευταία δύο χρόνια. Αναμφίβολα το ερώτημα που κυριαρχεί και το οποίο θεωρείται απίθανο να απαντηθεί από την Κριστίν Λαγκάρντ, στη μεθαυριανή συνέντευξη τύπου, είναι το κατά πόσο αυτή η μείωση θα είναι η τελευταία, τουλάχιστον για το 2025.

Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με κάποια βεβαιότητα είναι ότι η μείωση του Ιουνίου θα είναι η τελευταία «εύκολη» απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωτράπεζας. Διότι η συνέχεια θα εξαρτηθεί από μία σειρά παραγόντων και κυρίως από τις εξελίξεις στο μέτωπο των δασμών, του πληθωρισμού και της οικονομικής δραστηριότητας. Και επειδή οι εν λόγω εξελίξεις εξαρτώνται από τις απρόβλεπτες κινήσεις του Ντόναλντ Τραμπ, το τοπίο παραμένει υπερβολικά θολό.

Στο μεταξύ, η φημολογία αναφορικά με την πιθανή αποχώρηση της Λαγκάρντ από την ΕΚΤ για να αναλάβει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και η γενικότερη συζήτηση για τον ενισχυμένο ρόλο του ευρώ – έναντι του δολαρίου - στην παγκόσμια οικονομία, έχουν μετατοπίσει το ενδιαφέρον τελευταία. Παρ’ όλα αυτά, οι επενδυτές εστιάζουν στη ρητορική που θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει η Λαγκάρντ για την πορεία που θα ακολουθήσει στο υπόλοιπο του 2025.

Σε ό,τι αφορά τις ισορροπίες στο εσωτερικό της ΕΚΤ, τα «γεράκια» του διοικητικού συμβουλίου θα συνεχίσουν να αντιδρούν στην περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία για τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη δικαιολογούν νέες μειώσεις. Στην πλειονότητά τους, οι αναλυτές συμφωνούν ότι η ΕΚΤ θα μειώσει τα επιτόκια μεθαύριο και στη συνέχεια οι κεντρικοί τραπεζίτες θα περιμένουν έως τον Σεπτέμβριο να αξιολογήσουν τις εξελίξεις στο μέτωπο του εμπορίου.

Όπως έχει δηλώσει και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας (εκ των κορυφαίων των «περιστεριών» του δ.σ.) μετά τον Ιούνιο η ΕΚΤ θα συνεχίσει να λαμβάνει αποφάσεις για τη νομισματική πολιτική βασισμένη στα δεδομένα που θα ισχύουν σε κάθε συνεδρίασή της, επικαλούμενος φυσικά την υπερβολική αβεβαιότητα. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι τραπεζίτες των χωρών του πυρήνα δεν θα είχαν πρόβλημα ακόμη και αν τα επιτόκια είχαν σταματήσει να μειώνονται στο 2,50% ή και υψηλότερα.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι ειδικοί πιστεύουν ότι νέες μειώσεις επιτοκίων μετά τον Ιούνιο και μέσα στο 2025 θα γίνουν μόνο αν ο πληθωρισμός υποχωρήσει πολύ περισσότερο από τις τρέχουσες προβλέψεις. Στην περίπτωση που οι οικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν και το πληθωριστικό φαινόμενο εξασθενήσει απότομα, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων μπορεί να φτάσει έως το 1,50%. Σημειώνεται πως η τελευταία φορά που το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφωνόταν τόσο χαμηλά ήταν τον Δεκέμβριο του 2022, όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα με φόντο την ενεργειακή κρίση.

Το δίλημμα της Λαγκάρντ είναι το εξής: Από τη μία πλευρά, η ενδυνάμωση του ευρώ και η πτώση των τιμών του πετρελαίου, ως αποτέλεσμα της αλλοπρόσαλλης οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ, έχουν ενισχύσει τις αποπληθωριστικές πιέσεις. Σε τέτοιο σημείο που δεν θεωρείται απίθανο να δούμε τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ (2%) πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο.

Από την άλλη, η ανθεκτικότητα που εμφανίζει η ευρωπαϊκή οικονομία προκαλεί ανησυχίες στην ΕΚΤ αναφορικά με τον πληθωριστικό αντίκτυπο που θα έχει από το 2026 η δημοσιονομική  χαλάρωση της Γερμανίας.

Θα μπορούσε η μείωση του Ιουνίου θα είναι η τελευταία της Λαγκάρντ; Εξαρτάται πρώτον από το κατά πόσο ισχύουν οι φήμες που τη θέλουν να… μετακομίζει το Νταβός. Αν όντως η Λαγκάρντ αποχωρήσει, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα είναι η τελευταία μείωση που θα αποφασιστεί με την ίδια στο τιμόνι. Αν όμως επιβεβαιωθεί η παραμονή της στην ΕΚΤ έως το 2027 που λήγει η θητεία της, τότε η απάντηση για τα επιτόκια θα δοθεί μετά το καλοκαίρι.

Για τους Ευρωπαίους πολίτες η μεγαλύτερη ανησυχία αφορά στην ακρίβεια, η οποία δεν λέει να υποχωρήσει. Γι’ αυτό και στην πιο πρόσφατη σχετική έρευνα της ΕΚΤ, με τη συμμετοχή 19.000 καταναλωτών από 11 χώρες, οι μέσες πληθωριστικές προσδοκίες για το επόμενο 12μηνο διαμορφώθηκαν στο 3,1% τον Απρίλιο, ενισχυμένες από το 2,9% του Μαρτίου. Οι καταναλωτές δηλαδή, πιστεύουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει πολύ υψηλότερος από τον στόχο του 2% που θέτει η ΕΚΤ.  Και αυτό γιατί ανησυχούν για τις επιπτώσεις της μεγάλης αβεβαιότητας που κυριαρχεί στο παγκόσμιο εμπόριο.