Και το ΜΙΤ «βλέπει» φούσκα στην Τεχνητή Νοημοσύνη
Shutterstock
Shutterstock

Και το ΜΙΤ «βλέπει» φούσκα στην Τεχνητή Νοημοσύνη

Έχουμε συνηθίσει για την Τεχνητή Νοημοσύνη (ΑΙ) και τις μετοχές που σχετίζονται με αυτήν, να γράφουν και να ομιλούν είτε εξειδικευμένοι οικονομικοί αναλυτές, είτε στελέχη των ίδιων των επιχειρήσεων. Απέναντι σε αυτές τις αναλύσεις και δηλώσεις οι αντιδράσεις των επενδυτών ποικίλουν. Διότι η AI έχει υμνηθεί ως το επόμενο μεγάλο στοίχημα της παγκόσμιας οικονομίας, μια επανάσταση που θα αναδιαμορφώσει επιχειρήσεις, αγορές και κοινωνίες.

Η ΑΙ σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη θα υποστηρίξει το παγκόσμιο ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια και θα προσφέρει υπεραξίες και κέρδη στους μετόχους του ευρύτερου οικοσυστήματος της Τεχνητής Νοημοσύνης. Από εταιρείες big data, μέχρι εταιρείες cloud, από εταιρείες πυρηνικών αντιδραστήρων μέχρι εταιρείες προγραμματιστικών εφαρμογών, και από κατασκευαστές τσιπ μέχρι εταιρείες επεξεργασίας νερού που απαιτεί η ΑΙ. Οπότε οποιαδήποτε άποψη που αποκλίνει από τον δρόμο προς τον «παράδεισο της ΑΙ», αμφισβητείται έντονα.

Ωστόσο, μια πρόσφατη έκθεση του MIT, του κορυφαίου Massachusetts Institute of Technology με τίτλο «The GenAI Divide: State of AI in Business 2025», ήρθε να μουδιάσει τον υπέρμετρο ενθουσιασμό. Αφού στην έκθεση παρουσιάζεται μια πραγματικότητα που δεν αρέσει σε πολλούς. Ότι δηλαδή προς τα παρόν οι εφαρμογές της ΑΙ δεν αποδίδουν καρπούς για τη συντριπτική πλειοψηφία των εταιρειών.

Η έκθεση του MIT, που βασίζεται σε 150 συνεντεύξεις στελεχών, σε επιστημονικές έρευνες 350 υπαλλήλων και σε αναλύσεις 300 υλοποιήσεων και εφαρμογών AI, είναι αποκαλυπτική. Μόλις το 5% των εταιρειών που υιοθετούν και εφαρμόζουν στην πράξη πιλοτικά προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης, αποκομίζουν «σημαντική οικονομική αξία», ενώ το υπόλοιπο 95% των εταιρειών δεν βλέπει καμία βελτίωση στα κέρδη, ή μείωση στις ζημίες τους.

Με απλά λόγια, η επανάσταση της AI, που υποσχόταν τεράστια κέρδη, παραμένει για τους περισσότερους ένα ακριβό πείραμα χωρίς χειροπιαστά αποτελέσματα. Η έκθεση αυτή, που έρχεται λίγες ημέρες μετά την προειδοποίηση του CEO της OpenAI, Σαμ Άλτμαν, για πιθανή «φούσκα» στην AI, έστειλε κύματα ανησυχίας στους επενδυτές, πυροδοτώντας κύματα πωλήσεων στις τεχνολογικές μετοχές.

Στην έκθεση του ΜΙΤ διευκρινίζεται ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα ίδια τα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης, αλλά στην αδυναμία των εταιρειών να τα αξιοποιήσουν αποτελεσματικά στη λειτουργία τους. Σύμφωνα με τη έκθεση μόνο ορισμένες μεγάλες εταιρείες και νεοφυείς επιχειρήσεις υπερέχουν στη χρήση AI. Δηλαδή startups που διοικούνται από νέους ανθρώπους με ανοικτά μυαλά, που έχουν δει τα έσοδά τους να εκτοξεύονται από το μηδέν στα $20 εκατ. σε ένα μόλις χρόνο. Το μυστικό τους; Εστίαση σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, άψογη εκτέλεση και έξυπνες συνεργασίες με εταιρείες που αξιοποιούν τα εργαλεία τους.

Αντίθετα, οι περισσότερες εταιρείες διοχετεύουν πάνω από το 50% των προϋπολογισμών τους, σε εργαλεία και που θα βελτιώσουν το μάρκετινγκ και τις πωλήσεις τους, ενώ οι κρυφές αλλά πραγματικές αποδόσεις, προέρχονται από την αυτοματοποίηση βαρετών διαδικασιών back-office. Η οποία επιτυγχάνει την εξάλειψη μιας σειράς από χρονοβόρες επιχειρηματικές διαδικασίες και την βελτιστοποίηση ορισμένων πολύπλοκων λειτουργιών.

Η έκθεση αποκαλύπτει επίσης και μια άλλη κρίσιμη διάσταση για το μέλλον των εταιρειών. Την επιλογή ανάμεσα σε εξωτερικές συνεργασίες και στην εσωτερική ανάπτυξη. Η αγορά εξειδικευμένων εργαλείων ή η συνεργασία με εξωτερικούς προμηθευτές αποδίδει θετικά στο 67% των περιπτώσεων. Ενώ αντίθετα σύμφωνα με το ΜΙΤ οι εσωτερικές προσπάθειες πετυχαίνουν μόνο κατά 33%. Σε κλάδους όπως τα χρηματοοικονομικά, όπου οι εταιρείες επενδύουν τεράστια ποσά σε ιδιόκτητα συστήματα κυρίως για λόγους ανεξαρτησίας και ασφάλειας, η αυτόνομη προσέγγιση ενέχει υψηλό κίνδυνο αποτυχίας. Το μήνυμα του MIT είναι σαφές: η υπερβολική αυτοπεποίθηση στην εσωτερική ανάπτυξη συχνά οδηγεί σε σπατάλη πόρων και σε χαμένες ευκαιρίες.

Η αναταραχή στη Wall Street μετά την δημοσίευση της έκθεσης του ΜΙΤ, εντάθηκε και από άλλες πρόσφατες εξελίξεις, όπως η αναδιάρθρωση του τμήματος AI της Meta, η οποία ερμηνεύτηκε ως αμφισβήτηση της πορείας της εταιρείας στον συγκεκριμένο βασικό τομέα των δραστηριοτήτων της. Ο CEO της OpenAI, Σαμ Άλτμαν από την πλευρά του, δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι ορισμένοι επενδυτές «πιθανότατα θα χάσουν πολλά χρήματα» λόγω του «παράλογου ενθουσιασμού» γύρω από την AI. Παράλληλα, επιμένει ότι η μακροπρόθεσμη αξία για την κοινωνία θα είναι τεράστια. Η αντίφαση αυτή αντικατοπτρίζει το διχασμό της αγοράς. Από τη μία, η προσδοκία για τεχνολογική επανάσταση και από την άλλη, η σκληρή πραγματικότητα των μέχρι στιγμής χαμηλών αποδόσεων.

Η κατάσταση θυμίζει λίγο κλασικές φούσκες στην ιστορία των αγορών. Όπου ο ενθουσιασμός υπερβαίνει την πραγματικότητα. Οι επενδυτές, που έσπευσαν να ρίξουν δισεκατομμύρια δολαρίων σε τεχνολογίες AI, βρίσκονται τώρα αντιμέτωποι με την αλήθεια. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι μαγικό ραβδί παραγωγής κερδών. Απαιτείται στρατηγική, εστίαση, επαγρύπνηση και, κυρίως, υπομονή. Οι εταιρείες που πετυχαίνουν είναι αυτές που δεν παρασύρονται από τη λάμψη του «hype», αλλά επενδύουν μεθοδικά σε λύσεις που απαντούν σε συγκεκριμένες ανάγκες τους. Η χρηματιστηριακή αγορά, που αντέδρασε με νευρικότητα, φαίνεται να αναζητά πλέον πιο χειροπιαστά στοιχεία επιτυχίας. Μέχρι να εμφανιστούν αυτά, η AI παραμένει ένα στοίχημα με υψηλό ρίσκο – και η Wall Street, όπως πάντα, παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα.