Η επιστροφή της παγκόσμιας αβεβαιότητας με φόντο τους δασμούς βρίσκεται στο επίκεντρο των συζητήσεων διεθνώς και δεν θα μπορούσαν να μην απασχολήσουν και τους κεντρικούς τραπεζίτες της Ευρωζώνης. Ωστόσο, χθες ήταν η Κριστίν Λαγκάρντ, εκείνη που έκλεψε τις εντυπώσεις, δηλώνοντας ότι η διαδικασία αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη έχει φτάσει στο τέλος της, δημιουργώντας έτσι νέα δεδομένα για τις αγορές.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το μονοπάτι που θα ακολουθήσει ο πληθωρισμός είναι το εξής: θα διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 2,1% το 2025 (από 2% που ανέφερε η πρόβλεψη του Ιουνίου), για να εξασθενήσει στο 1,7% το 2026 και να ανέλθει στο 1,9% το 2027.
Στο άκουσμα των δηλώσεων της προέδρου της ΕΚΤ, το ευρώ κάλπασε μέσα σε λίγα λεπτά από τα 1,1680 δολάρια στα 1,1739 δολάρια, με φόντο και τις επιθετικές μειώσεις που όλα δείχνουν ότι ετοιμάζει η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Οι αγορές αναμένουν τις επόμενες κινήσεις στη νομισματική σκακιέρα και οι δασμοί θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο.
Τα δεδομένα έχουν ως εξής: Η οικονομία της Ευρωζώνης συνεχίζει να είναι ανθεκτική, αν και η ανάπτυξη των επόμενων τριμήνων εκτιμάται πως θα είναι τουλάχιστον υποτονική. Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός ενώ βρίσκεται πέριξ του στόχου του 2%, δεν προβλέπεται να υποχωρεί πολύ χαμηλότερα. Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ έχει κάθε λόγο να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια - με το βασικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων στο 2% - καθ’ όλη τη διάρκεια του φθινοπώρου.
Και μπορεί η Λαγκάρντ να προσπαθεί να πείσει τις χώρες-μέλη ότι η οικονομία της Ευρωζώνης βρίσκεται σε καλή κατάσταση, όμως την ίδια ώρα ο Ντόναλντ Τραμπ ασκεί ασφυκτικές πιέσεις να επιβάλει η Ευρώπη δασμούς 100% στις εισαγωγές προϊόντων από την Κίνα και την Ινδία.
Η πρόβλεψη των αναλυτών της ΕΚΤ κάνει λόγο για ανάπτυξη μόλις 1% το 2026 και μάλιστα σε ένα εξαιρετικά αβέβαιο περιβάλλον. Αναδεικνύεται εκ νέου λοιπόν η μόνιμη αδυναμία της Ευρωζώνης να ανακάμψει και να αναπτυχθεί δυναμικά. Από τη μία πλευρά η Ευρώπη έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει το πληθωριστικό φαινόμενο (αλλά όχι την ακρίβεια) και από την άλλη καλείται να διαχειριστεί τη γαλλική κρίση αλλά και τις επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών, οι οποίες θα γίνουν αισθητές στα επόμενα τρίμηνα.
Η απόφαση του Δεκεμβρίου είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί σήμερα καθώς οι εξελίξεις τόσο σε μακροοικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο μπορεί να είναι απρόβλεπτες. Αν όμως έπρεπε να επιλέξουμε την ομάδα που θα επικρατήσει στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, αυτή θα ήταν η ομάδα των «περιστεριών», που συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί μία ακόμη μείωση των 25 μονάδων βάσης πριν το τέλος του 2025.
Επίσης, η Λαγκάρντ θα μπορούσε να αναγκαστεί να προχωρήσει σε περισσότερες μειώσεις στο σενάριο που η Fed επιδοθεί σε μπαράζ επιθετικών μειώσεων και το ευρώ ενισχυθεί σημαντικά. Ταυτόχρονα, μέσα στους επόμενους μήνες θα γίνουν πιο αισθητές στην οικονομία της Ευρωζώνης, τόσο οι επιπτώσεις των δασμών, όσο και της πολιτικής κρίσης στη Γαλλία. Ο βασικότερος παράγοντας που θα οδηγήσει το βασικό επιτόκιο ακόμα χαμηλότερα είναι η αναιμική ανάπτυξη.
Σήμερα, οι αγορές προεξοφλούν (με βάση τα πονταρίσματα στην αγορά ομολόγων) ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα διατηρηθούν αμετάβλητα τουλάχιστον έως το καλοκαίρι του 2026. Όμως πρόκειται περισσότερο για μία πεποίθηση-φωτογραφία της στιγμής και όχι για πρόβλεψη. Μπορεί δηλαδή να αλλάξει πολύ γρήγορα στην περίπτωση που ο πληθωρισμός πάρει ξανά την ανιούσα ως αποτέλεσμα των υψηλότερων δασμών.
Η μεγάλη λίστα των πιθανών κινδύνων που απειλούν με σοβαρή επιβράδυνση το ΑΕΠ της Ευρωζώνης και με αναθέρμανση τον πληθωρισμό, ενισχύει το σενάριο που θέλει τη συζήτηση στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ να γίνεται ολοένα και πιο θερμή. Που συνεπάγεται ότι θα είναι δύσκολη υπόθεση η συναίνεση για την εφαρμογή μίας κοινά αποδεκτής στρατηγικής για τα επιτόκια. Γι’ αυτό και η Λαγκάρντ τόνισε ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από συνεδρίαση σε συνεδρίαση και πάντα λαμβάνοντας υπόψη τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία.
Πάντως, πληροφορίες αναφέρουν ότι στη δεδομένη χρονική στιγμή τα «γεράκια» έχουν καταφέρει να περάσουν τη γραμμή τους για παύση των μειώσεων μέχρι… νεωτέρας. Μέχρι δηλαδή να λάβει χώρα κάποια αρνητική εξέλιξη που θα καθιστά αναγκαία μία νέα μείωση ή ακόμα… και αύξηση.