Η ΕΕ «σκληραίνει» τη στάση προς τις ΗΠΑ για τους δασμούς: «Αν θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν»
shutterstock
shutterstock
WSJ

Η ΕΕ «σκληραίνει» τη στάση προς τις ΗΠΑ για τους δασμούς: «Αν θέλουν πόλεμο, θα τον έχουν»

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι έτοιμη για μια επιθετικότερη «γραμμή» απέναντι στις ΗΠΑ αναφορικά με τους δασμούς, καθώς συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Βρυξελλών και Ουάσινγκτον.

Όπως μετέδωσε η Wall Street Journal, Αμερικανοί αξιωματούχοι ενημέρωσαν τον επικεφαλής εμπορίου της ΕΕ την περασμένη εβδομάδα ότι αναμένουν ο Ντόναλντ Τραμπ να ζητήσει περαιτέρω παραχωρήσεις από την Ένωση για να επιτευχθεί συμφωνία, συμπεριλαμβανομένου ενός βασικού δασμού για τα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα που θα μπορούσε να κυμαίνεται στο 15% ή και περισσότερο, σύμφωνα με άτομα που έχουν ενημερωθεί για τις συνομιλίες.

Αυτό ήταν μια δυσάρεστη έκπληξη για την ΕΕ, η οποία είχε εργαστεί για την επίτευξη μιας συμφωνίας που θα διατηρούσε τους βασικούς δασμούς στο 10%, κάτι που ήδη αποτελούσε μια σκληρή παραχώρηση για ορισμένες από τις 27 χώρες της.

Η αλλαγή αυτή ώθησε τη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και τον μεγαλύτερο εξαγωγέα της, η οποία μέχρι τώρα είχε υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στις αντιποίνες των ΗΠΑ, να προσεγγίσει τη πιο συγκρουσιακή θέση της Γαλλίας, σύμφωνα με άτομα που έχουν γνώση των συζητήσεων.

Τώρα, τα κράτη μέλη της ΕΕ πιέζουν το εκτελεστικό όργανο του μπλοκ να προετοιμάσει νέα και ισχυρά μέτρα για να ανταποδώσει στις αμερικανικές εταιρείες, πέρα από τους δασμούς αντιποίνων σε προϊόντα, εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία έως την προθεσμία της 1ης Αυγούστου που έθεσε ο Τραμπ, σύμφωνα με τις πηγές.

«Όλες οι επιλογές είναι ανοιχτές», δήλωσε Γερμανός αξιωματούχος την Παρασκευή. Ο αξιωματούχος είπε ότι υπάρχει ακόμα χρόνος για διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας, αλλά πρόσθεσε: «Αν θέλουν πόλεμο, θα έχουν πόλεμο».

Η πίεση για την αύξηση των πιθανών αντιμέτρων σηματοδοτεί μια καμπή για την ΕΕ μετά από μήνες διαπραγματεύσεων για τη διάσωση της μεγαλύτερης εμπορικής σχέσης στον κόσμο.

Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΕ, καθημερινά διακινούνται μεταξύ των δύο οικονομιών προϊόντα και υπηρεσίες αξίας άνω των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων.