Η σύγκρουση Ισραήλ-Ιράν έφερε ξανά στο προσκήνιο τον «παράγοντα Χ», τον απευκταίο κίνδυνο που όλοι φοβούνται αλλά δύσκολα κάποιος προεξοφλεί: τον κίνδυνο μίας μεγάλης - και απρόβλεπτων προεκτάσεων - γεωπολιτικής αναταραχής. Για τις αγορές, πρόκειται για μία εξέλιξη που στρέφει ξανά τους επενδυτές προς αναζήτηση ασφαλών καταφυγίων.
Όπως ήταν αναμενόμενο, αμέσως μετά την είδηση για την ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, οι τιμές του χρυσού δέχθηκαν μεγάλη ώθηση φτάνοντας μία ανάσα από νέα ιστορικά υψηλά και το δολάριο κινήθηκε έντονα ανοδικά αντιστρέφοντας την τάση των προηγούμενων μηνών. Παράλληλα, οι επενδυτικές ανησυχίες έστειλαν τις τιμές του πετρελαίου στο υψηλότερο επίπεδο από τα τέλη Ιανουαρίου, ενώ τα χρηματιστηριακά ταμπλό ανά την υφήλιο ολοκλήρωσαν την εβδομάδα στο κόκκινο.
Σε ανάλυσή της, η Lazard αναφέρει πως οι τιμές του πετρελαίου θα εκτιναχθούν κατά 10-20 δολάρια αν το Ιράν επιτεθεί στο Ισραήλ και αναμένεται η αντίδραση των αγορών τη Δευτέρα. Εκτιμά δε, πως είναι πολύ πιθανό το Ιράν να χτυπήσει αμερικανικούς στρατιωτικούς στόχους στην περιοχή, εξέλιξη που θα στείλει το πετρέλαιο στα 90 δολάρια και θα απειλήσει τις παγκόσμιες αγορές. Σε ένα πιο δυσμενές σενάριο, το πετρέλαιο μπορεί να φτάσει έως τα 105 δολάρια πολύ γρήγορα αν το Ιράν επιτεθεί σε υποδομές πετρελαίου και φυσικού αερίου των χωρών του Κόλπου, αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τους κινδύνους για τις αγορές.
Η μεγαλύτερη ανησυχία των αναλυτών αφορά στη φύση της κρίσης. Φοβούνται ότι μπαίνουμε σε μία νέο φάση μόνιμης αναταραχής στη Μ. Ανατολή, η οποία θα χαρακτηρίζεται από επεισόδια μεγάλης έντασης.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία συγκυρία που οι μεγαλύτεροι επενδυτικοί οίκοι αναθεωρούσαν επί τα βελτίω τις τιμές-στόχους για το επόμενο δωδεκάμηνο και οι αγορές είχαν αρχίσει να ποντάρουν στο σενάριο που ήθελε τα χειρότερα από το μέτωπο των δασμών να βρίσκονται πίσω μας. Οι κεντρικές τράπεζες φάνηκε πως κατάφεραν να δαμάσουν το «θηρίο» του πληθωρισμού και μάλιστα χωρίς να προκαλέσουν ύφεση και με τον Τραμπ να ποντάρει παραδοσιακά στην άνοδο των αγορών, τα επίπεδα αισιοδοξίας στον επενδυτικό κόσμο ήταν αυξημένα.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το κλείσιμο της περασμένης Πέμπτης έφερε τον S&P 500 στο +21% και τον Nasdaq στο +28% από το χαμηλό της 8ης Απριλίου, υποδηλώνοντας ότι οι «ταύροι» είχαν αρχίσει να κυριαρχούν για τα καλά στα χρηματιστήρια.
Λίγες ώρες πριν την ανάφλεξη στη Μ. Ανατολή, η στήλη ήταν έτοιμη να συμπεριλάβει το εξής σχόλιο: «Οι επενδυτές θα μάθουν να ζουν με το εκρηκτικό ταπεραμέντο του Ντόναλντ Τραμπ και θα προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνουν οι δασμοί. Μέχρι, βέβαια, να προκληθεί μία νέα μεγάλη αναταραχή που θα φέρει νέο sell-off και αυτός είναι ο λόγος που οι αναλυτές δε βλέπουν να επαναλαμβάνονται φέτος τα εντυπωσιακά κέρδη των προηγούμενων ετών».
Δυστυχώς, η μεγάλη αυτή αναταραχή έλαβε χώρα άμεσα και με σφοδρότητα. Η στροφή υπέρ των ταύρων που είχε ξεκινήσει δεν ολοκληρώθηκε και τώρα όλες οι αναλύσεις ξεκινούν από την αρχή. Αμέσως μετά τα χτυπήματα του Ισραήλ κατά πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, η JPMorgan ανέφερε ότι το πετρέλαιο θα φτάσει στα 130 δολάρια το βαρέλι αν η σύρραξη γενικευθεί και η Τεχεράνη αποφασίσει να κλείσει το Στενό του Ορμούζ.
Όμως σε πρώτη φάση οι αναλυτές ελπίζουν ότι η ένταση μπορεί αποκλιμακωθεί. Σε οποιοδήποτε άλλο σενάριο οι αγορές κινδυνεύουν με νέο μεγάλο sell-off που θα έχει τη δυναμική να επιφέρει μόνιμο πλήγμα στο επενδυτικό κλίμα.
Οι αγορές δεν προεξοφλούν τους γεωπολιτικούς κινδύνους γιατί δεν μπορούν να τους προβλέψουν. Όταν όμως λαμβάνει χώρα μία μεγάλη πολεμική σύρραξη αντιδρούν ακαριαία και πολλές φορές υπερβολικά, καθώς τα επίπεδα φόβου εκτινάσσονται, ενώ στην πλειονότητα των περιπτώσεων είναι πολύ δύσκολο να εκτιμηθούν άμεσα οι οικονομικές επιπτώσεις της σύγκρουσης. Σύμφωνα με μελέτη του ΔΝΤ, σε αυτές τις περιπτώσεις η μέση μηνιαία πτώση των μετοχών διαμορφώνεται στο 5%.
Μόνο που στην περίπτωση της διαμάχης Ισραήλ-Ιράν, η σύγκρουση θα μπορούσε να λάβει μεγάλες διαστάσεις, που απειλούν την παγκόσμια σταθερότητα. Διαστάσεις που αυτή τη στιγμή οι αγορές δεν μπορούν να προεξοφλήσουν. Η πτώση των μετοχών στις συναλλαγές της Παρασκευής, η άνοδος του πετρελαίου και του χρυσού, είναι αντιδράσεις που οφείλονται στη σφοδρότητα της επίθεσης, καθώς οι αγορές υποπτεύονταν ότι το Ισραήλ θα έκανε κάποια κίνηση.
Πόσο χαμηλά μπορεί να είναι ο πυθμένας για τις μετοχές; Υπενθυμίζεται ότι από τις 19 Φεβρουαρίου έως τις 8 Απριλίου, η πτώση του S&P 500 εξαιτίας των φόβων για τους δασμούς, ήταν της τάξης του 19%. Όπως προαναφέραμε, πριν την επίθεση του Ισραήλ, ο βασικός δείκτης της Wall είχε φτάσει 1,6% μακριά από νέο ιστορικό υψηλό.
Αναλυτές εκτιμούν ότι σε πιθανή γενίκευση του πολέμου και σε μία κατάσταση που θα κλείσει το Στενό του Ορμούζ, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν οι εξαγωγές πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή, οι μετοχές μπορεί να φτάσουν πολύ χαμηλότερα. Το πόσο χαμηλά θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια της κρίσης και τις επιπτώσεις τόσο για το παγκόσμιο εμπόριο όσο και γενικότερα για τις γεωπολιτικές ισορροπίες.