Έτη φωτός απέχουν οι επενδυτές από τους τιμονιέρηδες των κεντρικών τραπεζών

Έτη φωτός απέχουν οι επενδυτές από τους τιμονιέρηδες των κεντρικών τραπεζών

Μετά από οκτώ διαδοχικές μειώσεις, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε ομόφωνα να πατήσει φρένο και να διατηρήσει τα επιτόκια στα υφιστάμενα επίπεδα, ήτοι στο 2%.

Κατά τη διάρκεια των ερωτήσεων που δέχθηκε η πρόεδρος της EKT, Κριστίν Λαγκάρντ, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου που ακολουθεί την ανακοίνωση της νομισματικής πολιτικής, επανέλαβε πολλές φορές ότι «Υπάρχει πολλή αβεβαιότητα εκεί έξω», για να κλείσει επίσης τη συνέντευξη Τύπου με τη φράση: «Είναι ένας αβέβαιος κόσμος».

Αν και η απόφαση ήταν απολύτως αναμενόμενη δεδομένου ότι δύσκολα η ΕΚΤ θα προχωρούσε σε κάποια κίνηση εφόσον δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμη μια εμπορική συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ, εντούτοις το γεγονός ότι η εκτίμηση κινδύνου ήταν ευρέως διαδεδομένη σε αυτή τη συνεδρίαση μεταξύ των μελών της ΕΚΤ, δεν πρέπει να αγνοηθεί.

Βλέπετε, αν και είναι λογικό η ΕΚΤ να έχει μπει σε μια φάση «αναμονής» όπως είπε και η Λαγκάρντ μέχρι τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, για τον απλούστατο λόγο ότι τότε θα έχει ξεκαθαρίσει κατά πάσα πιθανότητα το εμπορικό τοπίο και θα είναι διαθέσιμες οι ανανεωμένες προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ για την Ευρωζώνη, εντούτοις η διαφορά στο κλίμα που επικρατεί στις αγορές και σε εκείνο των συνέντευξεων Τύπου των συνεδριάσεων της ΕΚΤ αλλά και της Fed είναι τεράστια. 

Η εμφανής ανησυχία της Λαγκάρντ για τις προοπτικές παρά την παραδοχή ότι οι «εγχώριες πιέσεις στις τιμές συνέχισαν να υποχωρούν και οι μισθοί αυξάνονται με βραδύτερο ρυθμό» ενώ την ίδια στιγμή «η ευρωπαϊκή οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική σε ένα αντίξοο παγκόσμιο περιβάλλον», υποδηλώνει ότι οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ αντιλαμβάνονται με τελείως διαφορετικό τρόπο το διεθνές περιβάλλον σε σχέση με την επενδυτική κοινότητα που έχει οδηγήσει τους περισσότερους διεθνείς δείκτες σε ιστορικά υψηλά.

Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ συνεχίζει να μειώνει τα χαρτοφυλάκια APP και PEPP με τον  προβλέψιμο αλλά συνάμα και μετρημένο ρυθμό -το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει πλέον τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους- αλλά σε κάθε συνεδρίαση δεν ξεχνά να υπογραμμίσει ότι το ΤPI, ήτοι το  μέσο για την προστασία της μετάδοσης, παραμένει διαθέσιμο, προκειμένου να αντισταθμίσει άμεσα αν χρειαστεί ανεπιθύμητες και άτακτες εξελίξεις στην αγορά, που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ. 

Εν ολίγοις, η ΕΚΤ παραμένει έτοιμη για όλα.

Όλα τα σενάρια ανοικτά για τον πληθωρισμό

Η Λαγκάρντ ξεκίνησε τη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την απόφαση της ΕΚΤ επισημαίνοντας ότι οι δείκτες του υποκείμενου πληθωρισμού υποδηλώνουν ότι ο πληθωρισμός θα σταθεροποιηθεί στον στόχο, και οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό εξακολουθούν να διαμορφώνονται γύρω στο 2%.

«Είμαστε σε καλό σημείο», κατέληξε η Λαγκάρντ αλλά ταυτόχρονα φάνηκε περισσότερο από ποτέ προβληματισμένη για τις προοπτικές του πληθωρισμού, τις οποίες χαρακτήρισε «πιο αβέβαιες από το συνηθισμένο», ως αποτέλεσμα του ασταθούς περιβάλλοντος παγκόσμιας εμπορικής πολιτικής.

Πιο συγκεκριμένα, η πρόεδρος στάθηκε στους κινδύνους που μπορεί να οδηγήσουν τον πληθωρισμό τόσο σε ανοδικό όσο και σε καθοδικό ξέσπασμα.

Καταρχάς, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να κινηθεί χαμηλότερα, εάν οι υψηλότεροι δασμοί οδηγήσουν σε χαμηλότερη ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ και ωθήσουν χώρες με πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα να ανακατευθύνουν τις εξαγωγές τους προς την Ευρώπη. 

Ένα ισχυρότερο ευρώ θα μπορούσε επίσης να μειώσει τον πληθωρισμό περισσότερο από το αναμενόμενο.

Θα μπορούσε όμως να κινηθεί και υψηλότερα, καθώς η  ισχυρή αγορά εργασίας, τα αυξανόμενα πραγματικά εισοδήματα και οι σταθεροί ισολογισμοί του ιδιωτικού τομέα συνεχίζουν να στηρίζουν την κατανάλωση. 

Επίσης, ο πληθωρισμός θα μπορούσε να κινηθεί υψηλότερα εάν ο κατακερματισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού οδηγήσει σε αύξηση των τιμών εισαγωγών, εντείνοντας τους περιορισμούς της παραγωγικής ικανότητας της οικονομίας της ευρωζώνης. 

Τουτέστιν, η αναδρομολόγηση και η ανακατεύθυνση των αλυσίδων εφοδιασμού μπορούν σαφώς να επηρεάσουν τις τιμές.

Τέλος, η αύξηση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές θα μπορούσε να οδηγήσει τον πληθωρισμό υψηλότερα μεσοπρόθεσμα.

Ολοκληρώνοντας πάντως τη συνέντευξη Τύπου η Λαγκάρντ είπε ότι η ΕΚΤ έχει ουσιαστικά κλείσει αυτό τον κύκλο ο οποίος οδήγησε τα επιτόκια από τις 400 μονάδες στις 200 μονάδες με οχτώ μειώσεις σε διάστημα εννιά μηνών. (σ.σ:Οι επενδυτές θα πρέπει να κρατήσουν τη φράση «η ΕΚΤ έχει ουσιαστικά κλείσει αυτόν τον κύκλο»).

Ικανοποιητική αλλά όχι εγγυημένη η ανάπτυξη 

Η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν, εν μέρει λόγω των αυξημένων εξαγωγών προκειμένου οι εταιρείες να «προλάβουν» τους δασμούς. 

Η ενίσχυση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων ιδιαίτερα στον τομέα της Άμυνας και των Υποδομών ήταν άλλος ένας παράγοντας. 

Οι τελευταίες έρευνες της ΕΚΤ δείχνουν για τον ιδιωτικό τομεά της ευρωζώνης μία συνολικά μέτρια επέκταση τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τομέα των υπηρεσιών. 

Ταυτόχρονα η ισχυρή αγορά εργασίας, τα αυξανόμενα πραγματικά εισοδήματα και οι δυνατοί ισολογισμοί των επιχειρήσεων συνεχίζουν να στηρίζουν την κατανάλωση. 

Οι υψηλότεροι δασμοί όμως σε συνδυασμό με  το ισχυρότερο ευρώ και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα είναι πολύ πιθανόν να αλλάξουν αυτό το κλίμα, καθιστώντας τις επιχειρήσεις πιο διστακτικές ως προς τις επενδύσεις,

Για αυτούς ακριβώς τους λόγους  η Λαγκάρντ τόνισε ότι η ΕΚΤ θεωρεί περισσότερο από ποτέ ζωτικής σημασίας την υλοποίηση  δημοσιονομικών και διαρθρωτικών πολιτικών που θα καταστήσουν την οικονομία πιο παραγωγική, ανταγωνιστική και ανθεκτική. 

Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις στρατηγικές επενδύσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα βιώσιμα δημόσια οικονομικά. 

Την ίδια στιγμή είναι σημαντικό να ολοκληρωθεί η τραπεζική ενοποίηση και να θεσπιστεί γρήγορα το νομοθετικό πλαίσιο για το ψηφιακό ευρώ. 

Ανακεφαλαιώνοντας, η ΕΚΤ αναγνωρίζει την ανθεκτικότητα της Ευρωζώνης όμως οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη διατηρούνται, λόγω των εμπορικών και γεωπολιτικών εντάσεων.  

Μια επιδείνωση του κλίματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και μεγαλύτερη αποστροφή κινδύνου, με αποτέλεσμα να περιοριστεί περαιτέρω η  προθυμία επιχειρήσεων και νοικοκυριών να επενδύσουν και να καταναλώσουν. 

Η χθεσινή συμπεριφορά των ευρωπαϊκών ομολόγων είναι ενδεικτική μιας τέτοιας πιθανότητας. 

Αν και ήταν λογική η υποχώρηση τους από τη στιγμή που τα επιτόκια δεν μειώθηκαν εκ νέου, εντούτοις το ποσοστό της πτώσης ειδικά στα γαλλικά ομόλογα ήταν πέραν του δέοντος.

Η απόδοση του διετούς γερμανικού ομολόγου που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις αλλαγές της νομισματικής πολιτικής, αυξήθηκε στο 1,9%, ενώ η  απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου αναφοράς της ευρωζώνης αυξήθηκε στο 2,71%. 

Πολύ πιο μεγάλη ήταν η πτώση στα γαλλικά ομόλογα, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις στη δεκαετία να αναρριχηθούν κατά 3%, στο 3,37%. 

Γίνεται κατανοητό ότι αυτή η πτώση των τιμών των ομολόγων- άρα η αύξηση της απόδοσης τους- δεν δικαιολογείται απλά επειδή η ΕΚΤ μετά από 8 μειώσεις επιτοκίων αποφάσισε να μην προχωρήσει σε νέα μείωση στη συνεδρίαση του Ιουλίου.

Ούτε είναι τυχαίες οι επισημάνσεις της Λαγκάρντ ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις στρατηγικές επενδύσεις, διασφαλίζοντας παράλληλα βιώσιμα δημόσια οικονομικά. 


[email protected]

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.