Το αμερικανικό δολάριο διαδραματίζει ένα σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση των αποτιμήσεων όλων των διαθέσιμων επενδυτικών εργαλείων και προϊόντων. Πέρα δηλαδή από τις αγορές συναλλάγματος και τα γνωστά ζευγάρια νομισμάτων τα οποία παρακολουθούνται σε όλα τα πλάτη και μήκη της Γης, όπως είναι το EUR/USD, το USD/JPY, το GBP/USD, το USD/CHF και το USD/CAN, η πορεία του δολαρίου αφήνει το στίγμα της σε όλες τις αγορές, οι οποίες έχουν ως σημείο αναφοράς το «πράσινο χρώμα» του USD.
Για παράδειγμα, η τιμή του χρυσού η οποία εκφράζεται σε USD/oz, δηλαδή σε δολάρια ανά ουγκιά, προσδιορίζεται από δυο διαφορετικούς παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πραγματική ζήτηση και προσφορά που εξαρτάται από τις κινήσεις τόσο των κεντρικών τραπεζών, όσο και των επενδυτών οι οποίοι αναζητούν καταφύγιο ασφάλειας στις δύσκολες εποχές της αβεβαιότητας και της αστάθειας, όπως είναι οι σημερινές.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η μεταβλητότητα του δολαρίου, αφού κάθε φορά που υποχωρεί το USD, έπεται μια αντίθετη κίνηση στην τιμή του χρυσού. Και κάθε φορά που ανεβαίνει το USD, υποχωρεί αντίστοιχα η τιμή του χρυσού.
Το ίδιο παρατηρείται και στις τελικές τιμές του πετρελαίου, αφού και αυτές εξαρτώνται αφ’ ενός από την ενεργειακές ανάγκες και την προσφορά από τις εξορύξεις και τα διυλιστήρια, και αφ’ ετέρου από την τιμή του δολαρίου, αυτή καθ’ εαυτή.
Δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από τη συγκεκριμένη συσχέτιση, ούτε οι μετοχές. Έτσι, φέτος τουλάχιστον, βλέπουμε ότι τα αμερικανικά κεφάλαια, τα οποία έχουν αρχίσει να μετακινούνται ήδη από το τρίτο τρίμηνο του 2024 προς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια, εμφανίζουν καλύτερες αποδόσεις. Όχι μόνο διότι οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές έχουν συμπεριφερθεί καλύτερα από τις αντίστοιχες αμερικανικές, αλλά διότι οι ευρωπαϊκές μετοχές αποτιμώνται σε ευρώ, το οποίο με τη σειρά του έχει ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου.
Αντίθετα, οι Ευρωπαίοι επενδυτές, οι οποίοι επενδύουν στη Wall Street έχουν υποστεί μια διπλή πτώση. Η πρώτη λόγω της μείωσης των τιμών των μετοχών και η δεύτερη από την υποτίμηση του νομίσματος αναφοράς, που είναι για τη Wall Street, το USD.
Με δυο λόγια τα αμερικανικά δολάρια τα οποία επενδύθηκαν στα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια είναι πολύ πιο κερδισμένα, από τα αμερικανικά δολάρια που παρέμειναν και επενδύθηκαν στο αμερικανικό έδαφος.
Και το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει η παγκόσμια επενδυτική κοινότητα που τοποθετείται σε μετοχές, ομόλογα και εμπορεύματα, είναι το εάν βρισκόμαστε μπροστά:
- σε μια συγκυριακή υποχώρηση του USD,
- σε μια πίεση του USD που φέρει καθαρά εμπορικά χαρακτηριστικά,
- σε μια επιθυμητή και συντονισμένη κίνηση υποτίμησης του USD,
- σε μια κατάρρευση του USD,
- σε έναν σχεδιασμό αλλαγής της διαχείρισης του αμερικανικού ομοσπονδιακού χρέους, ή
- σε μια αποκαθήλωση του USD από τη θέση του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και σε μια ριζική αλλαγή των παγκόσμιων οικονομικών και γεωπολιτικών συσχετισμών.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα την ισχύ του αμερικανικού δολαρίου και τις τεκτονικές αλλαγές που πιθανά θα ακολουθήσουν εάν αυτή κλονιστεί, αρκεί να παρατηρήσουμε τη σύνθεση των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεματικών, καθώς και τη διάρθρωση του χρέους των ΗΠΑ από την πλευρά των κατόχων του.
Το USD μπορεί να έχει υποχωρήσει ως ποσοστό επί των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεματικών από το 70% που ήταν το 2000, ωστόσο εξακολουθεί να παραμένει κυρίαρχο. Στα τέλη του 2024, το USD αντιστοιχούσε στο 59% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεματικών, το EURO στο 20%, το ιαπωνικό γεν (JPY) στο 6%, η αγγλικά λίρα (GBP) στο 5%, το καναδικό δολάριο στο 3%, το αυστραλιανό δολάριο στο 2%, το κινεζικό Renminbi (το οποίο στην Ελλάδα συνηθίζουμε να ονομάζουμε γουάν) στο 2% και τα υπόλοιπα νομίσματα συνολικά στο 4%.
Για το αμερικανικό χρέος, επικρατεί ο μύθος, ότι βρίσκεται στα «χέρια των Κινέζων» και ότι το Πεκίνο μπορεί ανά πάσα στιγμή «να βγάλει τις ΗΠΑ από την πρίζα της αναχρηματοδότησης». Όμως, τα στοιχεία άλλα δείχνουν.
Το 77% του αμερικανικού χρέους, του οποίου το συνολικό μέγεθος υπερβαίνει πλέον τα $36 τρισ. βρίσκεται σε αμερικανικά χέρια. Οι ενδοκυβερνητικοί οργανισμοί (Medicare, Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης κ.α.) κατέχουν το 20%, τα US Savings Bonds το 17%, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) το 15%, τα Αμοιβαία κεφάλαια το 11%, οι Τράπεζες το 5%, οι Πολιτείες και οι τοπικές κυβερνήσεις το 5%, τα συνταξιοδοτικά ταμεία το 3% και οι ασφαλιστικές εταιρείες το 1%,
Από το υπόλοιπο 23% του χρέους που βρίσκεται στα χαρτοφυλάκια ξένων επενδυτών, η Ιαπωνία κατέχει το 3%, η Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο από 2%, το Λουξεμβούργο και ο Καναδάς από 1%, και οι υπόλοιπες χώρες με μικρότερα ποσοστά.
Η Κίνα με βάση τα στοιχεία Ιανουαρίου ’25 από το US Treasury Securities, κατέχει αμερικανικά ομόλογα ύψους $761 δισ. Η έκθεση του Πεκίνου στο αμερικανικό χρέος, βαίνει μειούμενη κατά τη διάρκειας της τελευταίας δεκαετίας, όπως βλέπουμε και στο ακόλουθο γράφημα, από το ceisdata και το US Department of the Treasury.
Το ιστορικό υψηλό στην κατοχή αμερικανικού χρέους το είχε καταγράψει η Κίνα το Νοέμβριο του 2013, με το ποσό να φτάνει τα $1,3 τρισεκατομμύρια και το ιστορικό χαμηλό το Νοέμβριο του 2000 να βρίσκεται στα $58,9 δισ. Όπως βλέπουμε, η πολιτική του Πεκίνου δεν φαίνεται να επηρεάζει στο διαχρονικό σχεδιασμό του Λευκού Οίκου σχετικά με το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ.
Θα μπορέσουν οι ΗΠΑ να διαθέτουν ένα νόμισμα το οποίο αφενός θα υποτιμάται και αφετέρου θα παραμένει ένα παγκόσμιο νόμισμα που θα κυριαρχεί στον πλανήτη; Θα καταφέρουν συντηρήσουν ένα τεράστιο χρέος, χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των αμερικανικών οργανισμών που το κατέχουν, αλλά και τις σχέσεις τους με τους ξένους δανειστές;
Θα επιτύχει η προσπάθεια του Πεκίνου, για τη δημιουργία μιας αποδολαροποιημένης παγκόσμιας οικονομίας; Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που απασχολούν τους επενδυτές, οι οποίοι βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωποι με τον μεγάλο άγνωστο Χ, που είναι το δολάριο.