Δοκιμάζεται η συμμαχία Ρωσίας - Κίνας;
Shutterstock
Shutterstock

Δοκιμάζεται η συμμαχία Ρωσίας - Κίνας;

Στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο οικονομικό περιβάλλον, η πρόκληση της διατήρησης της εγχώριας παραγωγής σε ανταγωνιστικό επίπεδο είναι διαρκής. Η παγκόσμια εμπορική πολιτική χαρακτηρίζεται όλο και περισσότερο από συγκρούσεις συμφερόντων, με χώρες και περιφέρειες να προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ της ανοιχτής αγοράς και της προστασίας της εθνικής τους βιομηχανίας. Η Ρωσία, ως μία εκ των αναδυόμενων οικονομιών, βρίσκεται στο επίκεντρο τέτοιων εξελίξεων, ειδικά εν μέσω κυρώσεων, γεωπολιτικών πιέσεων και εξωτερικών ανταγωνισμών που την έχουν ωθήσει να εξαρτάται  από τις εισαγωγές προϊόντων που παράγονται από την Κίνα.

Σε αυτό το πλαίσιο, η πρόσφατη πρόταση του αναπληρωτή κυβερνήτη της περιφέρειας Ροστόφ, Γιούρι Σλιουσάρ, για την επιβολή αντιντάμπινγκ μέτρων κατά των κινεζικών εισαγωγών, έχει προκαλέσει ενδιαφέρον και ανησυχία. Ο Σλιουσάρ τόνισε ότι βιομηχανίες όπως το Εργοστάσιο Ηλεκτροδίων Νοβοτσερκάσκ (Novocherkassk Electrode Plant) αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα φθηνότερα κινεζικά προϊόντα, οδηγώντας σε συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής και απώλεια θέσεων εργασίας.

Η Κίνα έχει καθιερωθεί ως ο παγκόσμιος «βιομηχανικός γίγαντας», με παραγωγικές δυνατότητες που βασίζονται σε χαμηλό κόστος εργασίας, κρατικές επιδοτήσεις, τεχνητή υποτίμηση του νομίσματος και τεράστιες επενδύσεις σε υποδομές. Η Ρωσία εισάγει πλήθος προϊόντων από την Κίνα, από ηλεκτρονικά και μηχανολογικό εξοπλισμό μέχρι πρώτες ύλες και βιομηχανικά είδη.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, οι εισαγωγές κινεζικών βιομηχανικών προϊόντων στη Ρωσία έχουν αυξηθεί κατακόρυφα την τελευταία πενταετία, ειδικά μετά την επιβολή δυτικών κυρώσεων λόγω του πολέμου στην Ουκρανία. Η έλλειψη ανταγωνισμού από τη Δύση άνοιξε περαιτέρω χώρο για κινεζικές εταιρείες να καταλάβουν την αγορά.

Ωστόσο, αυτό έχει οδηγήσει σε δυσμενείς επιπτώσεις για τις ρωσικές βιομηχανίες, ιδιαίτερα για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες δεν έχουν την τεχνολογική ή χρηματοδοτική δυνατότητα να ανταγωνιστούν τον κινεζικό γίγαντα.

Η περιφέρεια Ροστόφ αποτελεί μια από τις πλέον βιομηχανοποιημένες περιοχές της Ρωσίας, με μακρά παράδοση στη μεταλλουργία, τα χημικά, την αγροβιομηχανία και την παραγωγή εξαρτημάτων. Το εργοστάσιο ηλεκτροδίων του Νοβοτσερκάσκ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα παλαιού σοβιετικού βιομηχανικού μοντέλου, το οποίο στηρίχθηκε επί δεκαετίες στην εσωτερική αγορά και στις κρατικές παραγγελίες.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, το εργοστάσιο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Τα ηλεκτρόδια γραφίτη, που είναι κρίσιμα για τη χαλυβουργία, εισάγονται πλέον από την Κίνα σε πολύ χαμηλότερες τιμές, γεγονός που έχει οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας, μείωση πωλήσεων και απολύσεις προσωπικού.

Ο Σλιουσάρ υποστήριξε ότι χωρίς άμεση προστατευτική πολιτική, όπως δασμούς, ποσοστώσεις ή ρυθμιστικούς περιορισμούς, το εργοστάσιο και άλλες παρόμοιες μονάδες δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό και κινδυνεύουν να κλείσουν, προκαλώντας κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή.

Τα αντιντάμπινγκ μέτρα είναι εμπορικά αντίμετρα που υιοθετεί ένα κράτος όταν κρίνει ότι εισαγόμενα προϊόντα πωλούνται κάτω του κόστους (dumping), προκαλώντας βλάβη στη δική του βιομηχανία. Τα μέτρα αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν: α) Δασμούς αντιντάμπινγκ (πρόσθετοι φόροι επί των εισαγόμενων προϊόντων), β) Ποσοστώσεις (όριο στην ποσότητα εισαγωγών ανά έτος), γ) Υποχρεωτική πιστοποίηση ή έλεγχος ποιότητας.

Σε διεθνές επίπεδο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ) επιτρέπει την επιβολή τέτοιων μέτρων, αλλά υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως η αποδεδειγμένη ύπαρξη αθέμιτου ανταγωνισμού και η αιτιολογημένη βλάβη στην εσωτερική βιομηχανία. Η Ρωσία, παρότι μέλος του ΠΟΕ, έχει ενισχύσει τον προστατευτισμό τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των κυρώσεων και της επιθυμίας ενίσχυσης της εθνικής παραγωγής.

Η πρόταση Σλιουσάρ δεν έχει μόνο οικονομική σημασία, αλλά και πολιτικές προεκτάσεις. Από τη μία πλευρά, απηχεί ένα ευρύτερο ρεύμα προστατευτισμού που αναπτύσσεται σε πολλές περιοχές της Ρωσίας. Από την άλλη, θέτει υπό αμφισβήτηση τη στρατηγική συνεργασία με την Κίνα – σύμμαχο στη γεωπολιτική σκακιέρα και βασικό εμπορικό εταίρο.

Η Ρωσία εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές πρώτων υλών προς την Κίνα, καθώς και από κινεζικές εισαγωγές τεχνολογίας και βιομηχανικών προϊόντων. Η επιβολή δασμών ή άλλων περιορισμών μπορεί να οδηγήσει σε αντίποινα από την πλευρά του Πεκίνου, γεγονός που η ρωσική κεντρική εξουσία προσπαθεί να αποφύγει.

Συνεπώς, η πρόταση για αντιντάμπινγκ μέτρα εγείρει το ερώτημα αν η Ρωσία μπορεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ανάγκη για εσωτερική βιομηχανική στήριξη και τη διατήρηση ισχυρών εξωτερικών εμπορικών δεσμών.

Αντί για άμεση επιβολή εμπορικών φραγμών, η ρωσική κυβέρνηση θα μπορούσε να εξετάσει μια σειρά από άλλες πολιτικές ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, όπως: α) Επιδότηση εγχώριων παραγωγών για κάλυψη μέρους του κόστους, β) Φορολογικά κίνητρα για βιομηχανίες που επενδύουν σε καινοτομία και εξωστρέφεια, γ) Ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης μέσω κρατικών προμηθειών, δ) Προστασία της αγοράς μέσω τεχνικών προτύπων και κανονισμών ποιότητας. Αυτές οι πολιτικές μπορεί να είναι πιο «ουδέτερες» διεθνώς και να μην προκαλέσουν αντιδράσεις από τους εμπορικούς εταίρους.

Η πρόταση του Γιούρι Σλιουσάρ για αντιντάμπινγκ μέτρα κατά των κινεζικών προϊόντων αναδεικνύει τη βαθιά ανησυχία που επικρατεί στις τοπικές βιομηχανίες της Ρωσίας, οι οποίες αγωνίζονται να επιβιώσουν μέσα σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον. Αν και ο προστατευτισμός αποτελεί μια άμεση απάντηση στις πιέσεις αυτές, η μακροπρόθεσμη λύση βρίσκεται στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της τεχνολογικής αναβάθμισης και της καινοτομίας.

Η Ρωσία καλείται να σχεδιάσει μια βιομηχανική πολιτική που να υπηρετεί τόσο τις εσωτερικές ανάγκες όσο και τις εξωτερικές στρατηγικές της. Η ισορροπία μεταξύ των δύο αυτών στόχων θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό τη βιωσιμότητα και την ανεξαρτησία της ρωσικής οικονομίας στη νέα παγκόσμια τάξη. Όμως, όταν ο ανταγωνισμός στο διεθνές εμπόριο είναι αθέμιτος, λόγω κρατικών επιδοτήσεων, τεχνικής υποτίμησης του νομίσματος, χαμηλότοκα δάνεια σε εξαγωγικές επιχειρήσεις, υψηλοί δασμοί ή κεφαλαιακοί έλεγχοι για να μην γίνονται εισαγωγές και άλλες αθέμιτες πρακτικές όπου τα προϊόντα πωλούνται κάτω από το κόστος (dumping), τότε οι υγιείς επιχειρήσεις γίνονται μη βιώσιμες, και αυτό υφίστανται τώρα οι Ρωσικές επιχειρήσεις από τις κινέζικες, καθώς η Ρωσία εξαρτάται ολοένα και περισσότερο από τις εισαγωγές προϊόντων που πρέπει να κάνει από την Κίνα. Μετά τις δυτικές κοινωνίες που υπέστησαν εμπορικά ελλείμματα με την Κίνα και συμμαχικές χώρες της Κίνας όπως η Ρωσία, υπόκειται στις ίδιες συνέπειες. 

* Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης