Με αφορμή το άρθρο του Θανάση Μαυρίδη, το οποίο εστιάζει στην ανάγκη δημιουργίας, ενός «εθνικού τραπεζικού πρωταθλητή» σε μια μικρή περιφερειακή αγορά όπως είναι η ελληνική, γεννιέται ίσως σε πολλούς η εντύπωση ότι θα μεταβληθεί εκ θεμελίων ο τρόπος λειτουργίας του εγχώριου τραπεζικού συστήματος.
Σήμερα, όπου και να σταθείς, οι πάντες δηλώνουν δυσαρεστημένοι για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι τράπεζες. Οι καταθέτες διαμαρτύρονται, διότι δεν εισπράττουν τόκους για τις καταθέσεις τους. Όσοι δανείζονται από τος τράπεζες δηλώνουν, διότι καταβάλουν υψηλά επιτόκια. Όσοι βρίσκονται εκτός τραπεζικού «χρηματοδοτικού νυμφώνος» διαμαρτύρονται, διότι δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν.
Και όλοι μαζί, διότι επωμίζονται ένα υψηλό τραπεζικό προμηθειακό κόστος. Το μόνο εύκολο είναι να μετατρέπουμε τις τράπεζες σε έναν αποδιοπομπαίο τράγο, που ευθύνεται για τα πάντα.
Λες και οι τράπεζες ευθύνονται για το γεγονός ότι οι πελάτες τους δεν τοποθετούν τα κεφάλαια τους σε διάφορα αποταμιευτικά και σχετικά ασφαλή επενδυτικά προϊόντα. Λες και οι τράπεζες ευθύνονται για τον υψηλό βαθμό ρίσκου που συνοδεύουν πολλές φορές τις δανειοδοτήσεις. Λες και οι τράπεζες ευθύνονται που μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων δεν τηρεί ούτε τα ελάχιστα τραπεζικά κριτήρια, ώστε να δανειοδοτηθεί.
Θα μπορούσε άραγε μια συγχώνευση ανάμεσα σε δυο συστημικές τράπεζες, να αλλάξει το εγχώριο τραπεζικό τοπίο; Και εδώ δεν αναφερόμαστε στους μετόχους των τραπεζών οι οποίοι μετά από πολλά «δίσεκτα» έκτη είναι επιτέλους κερδισμένοι, αλλά στους πάσης φύσεως τραπεζικούς πελάτες.
Ίσως οι παλαιότεροι να θυμούνται, ότι στην εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά έχουν λάβει χώρα αρκετά τραπεζικά deals και άλλα, που ενώ είχαν ξεκινήσει στο τέλος δεν είχαν τελεσφορήσει.
Η σημερινή Eurobank για παράδειγμα αποτελεί συγχώνευση της Τράπεζας EFG Eurobank, με την Τράπεζα Εργασίας, η οποία αποτελούσε για πολλά χρόνια την πιο επιτυχημένη και κερδοφόρα τράπεζα της χώρας.
Η σημερινή Alpha Bank, αποτελεί τέκνο της Τράπεζας Πίστεως, της Εμπορικής Τράπεζας και της Ιονικής Τράπεζας. Αλλά και η σημερινή Εθνική Τράπεζα, αποτελεί το ενοποιημένο σχήμα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Κτηματικής Τράπεζας και της Στεγαστικής Τράπεζας.
Ακολούθως όλες οι συστημικές τράπεζες μέσα στην κρίση εξαγόρασαν ή απορρόφησαν μικρότερες τράπεζες που κατέρρεαν κτυπημένες αφενός από την πτώχευση της χώρας και αφετέρου από το μικρό τους μέγεθος και τον επισφαλή τρόπο διοίκησης τους. Όπως ήταν η Αγροτική Τράπεζα, η Marfin Bank, η Τράπεζα Κύπρου, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, η Millenium Bank, η Γενική Τράπεζα, η ProBank, η Proton Bank και η First Business Bank.
Έχουν υπάρξει και προσπάθειες συγχωνεύσεων, οι οποίες όπως προαναφέραμε δεν είχαν τελεσφορήσει.
Το Νοέμβριο του 2001 είχε ανακοινωθεί από τα Διοικητικά Συμβούλια της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank η συγχώνευση των δυο τραπεζών. Με τη σχέση ανταλλαγής να αντιστοιχεί στο 61,3% προς 38,7% περίπου μεταξύ των ποσοστών των μετοχών της νέας Τράπεζας που θα ανήκαν στους μετόχους της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank αντίστοιχα.
Οι διαπραγματεύσεις περιπλέχτηκαν λόγω διαφορετικών αποτιμήσεων των περιουσιακών στοιχείων και των μεριδίων της αγοράς της κάθε τράπεζας. Η κρατικά ελεγχόμενη τράπεζα εκείνη την εποχή Εθνική Τράπεζα, είχε διαφορετική κουλτούρα και στρατηγικούς στόχους σε σύγκριση με την ιδιωτική Alpha Bank.
Αυτές οι διαφορές δυσχέραναν τη συμφωνία σε θέματα διοίκησης και επιχειρηματικής κατεύθυνσης. Και έτσι η συμφωνία δεν είχε ολοκληρωθεί.
Τον Ιανουάριο του 2011 επιχειρήθηκε εκ νέου φιλική πρόταση συγχώνευσης της Alpha Bank, υπό τη σκέπη της Εθνικής Τράπεζας. Και τότε η πρόταση είχε συναντήσει ισχυρές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Alpha Bank από τους ίδιους κύκλους που είχαν αντιδράσει και την προηγούμενη φορά, αυτήν του 2001.
Τον Σεπτέμβριο του 2011, τα Διοικητικά Συμβούλια της Alpha Bank και της Eurobank EFG, είχαν εκδώσει ανακοίνωση για την έγκριση του σχεδίου συγχώνευσης Alpha Bank με απορρόφηση της Eurobank EFG, σε σχέση ανταλλαγής 7 παλαιές κοινές μετοχές της Eurobank EFG προς 5 νέες κοινές μετοχές της Alpha Bank.
Όμως τον Απρίλιο του 2012, η διοίκηση της Alpha Bank ανακοίνωνε τη σύγκληση έκτακτης γενικής συνέλευσης για την παύση των διαδικασιών συγχώνευσης των δύο τραπεζών, παρά το γεγονός ότι η συγχώνευση είχε ήδη εγκριθεί όχι μόνο από τις γενικές συνελεύσεις και των δύο τραπεζών, αλλά και από τις εποπτικές αρχές.
Η τελευταία μεγάλη εγχώρια κίνηση ήταν αυτή της προσπάθειας εξαγοράς της Eurobank από την Εθνική Τράπεζα το 2013 μέσω προαιρετικής δημόσιας πρότασης και της απόκτηση ποσοστού 84,35% του μετοχικού κεφαλαίου της Eurobank από την Εθνική Τράπεζα.
Στην περίπτωση αυτή, η διαδικασία είχε διακοπεί με άδοξο τρόπο παρ’ όλο που είχε εκκινήσει η δημόσια πρόταση και οι ανταλλαγές μετοχών.
Θεωρητικά η συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΕΤΕ) με την Eurobank το 2013, δεν προχώρησε κυρίως λόγω της παρέμβασης της Τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΕΚΤ και ΔΝΤ) και των ανησυχιών για τη συστημική σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
Μετά την παρέμβαση της Τρόικας λοιπόν, οι διαδικασίες συγχώνευσης ανεστάλησαν. Και το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), που ήταν ταυτόχρονα βασικός μέτοχος και στις δυο τράπεζες ανέλαβε να αποφασίσει για το μέλλον των δύο τραπεζών. Έτσι στο τέλος η Τρόικα, το ΤΧΣ και η Τράπεζα της Ελλάδος προτίμησαν τη διατήρηση της αυτονομίας της Eurobank.
Όπως βλέπουμε οι τρεις συγχωνεύσεις, δεν είχαν προχωρήσει διότι τόσο τις διοικήσεις, όσο και οι μέτοχοι δεν είχαν κρίνει ότι οι όροι ήταν επικερδείς. Ενώ η τέταρτη συγχώνευση για λόγους που είχαν σχέση με τη γενικότερη εικόνα του τραπεζικού συστήματος το 2013.
Επομένως και σήμερα, εάν ξεκινήσουν οι διαδικασίες για τη δημιουργία ενός εθνικού τραπεζικού πρωταθλητή, οι μέτοχοι θα κληθούν να αποφασίσουν με γνώμονα το δικό τους συμφέρον. Τι δείχνει η διεθνής εμπειρία; Ότι οδηγούμαστε ολοένα και σε μεγαλύτερες και ισχυρότερες τράπεζες μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Και ότι το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
Οπότε από αυτήν την άποψη η ενίσχυση της «αξίας» των ελληνικών τραπεζών μέσω μιας συγχώνευσης, θα μπορούσε να αποτρέψει κάποια εξαγορά στα παρόντα επίπεδα τιμών.
Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα έχει πάψει προ πολλού να είναι ένας περιφερειακός Ευρωπαίος ασθενής. Το εγχώριο τραπεζικό σύστημα είναι δελεαστικό, ασφαλές και αναπτυσσόμενο εάν κρίνουμε από τις στρατηγικές και επενδυτικές τοποθετήσεις, αλλοδαπών επενδυτών στη μετοχική βάση των τραπεζών.
Αυτά όσον αφορά την πλευρά των μετόχων, οι οποίοι θα αποφασίσουν για το μέλλον τους. Όσον αφορά τους πελάτες των τραπεζών, τι αλλαγές θα μπορούσε να φέρει στη ζωή τους, ο «εθνικός τραπεζικός πρωταθλητής»; Θα αυξήσει τον ανταγωνισμό; Θα προσφέρει ικανοποιητικότερες αποδόσεις στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου ή στις προθεσμιακές καταθέσεις; Θα δίνει ευκολότερα και χαμηλότοκα στεγαστικά ή επιχειρηματικά δάνεια; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Διότι έχει να κάνει περισσότερο με την στρατηγική της τράπεζας, παρά με τον μετοχικό της χαρακτήρα.
Απλά ο «εθνικός τραπεζικός πρωταθλητής» λόγω μεγέθους, θα μπορούσε να μεταβάλλει πολλούς από τους κανόνες στο τραπέζι. Πάντα με κριτήριο την ανάπτυξη, την κατάκτηση ενός μεγαλύτερου μεριδίου στην αγορά και τη μεγέθυνση της κερδοφορίας.
Το πέρασμα όμως από τις 100 χιλιάδες επιχειρήσεις που έχουν σήμερα άνετη πρόσβαση στη τραπεζική χρηματοδότηση, στις υπόλοιπες 800 χιλιάδες επιχειρήσεις που λόγω των δικών τους αδυναμιών δεν μπορούν να δανειοδοτηθούν, δεν είναι ζήτημα ούτε εθνικού πρωταθλητή, ούτε ευρωπαϊκού πρωταθλητή, ούτε παγκόσμιου πρωταθλητή.
Είναι ζήτημα των ίδιων των επιχειρηματιών και των επιχειρήσεων που πρέπει να σταματήσουν να μπερδεύουν το ταμείο της επιχείρησης τους με την τσέπη τους, να καθαρίσουν τα λογιστικά τους βιβλία και να σκεφτούν συγχωνεύσεις, συμπράξεις και εξαγορές. Έτσι ώστε να αναδείξουν την τεχνογνωσία τους και τις υπεραξίες τους.
Ο Μπάμπης Παπαδημητρίου, είχε αναφερθεί παλαιότερα στον «ορό της αλήθειας». Το επόμενο σπουδαίο βήμα αναδιοργάνωσης της ελληνικής οικονομίας. Ε λοιπόν, σε αυτήν την διαδικασία του ορού της αλήθειας, θα μπορούσε ο «εθνικός τραπεζικός πρωταθλητής» να παίξει ένα σημαντικό ρόλο, συμμετέχοντας με όλα τα χρηματοδοτικά και κεφαλαιακά εργαλεία που θα διαθέτει, στη μικρή επιχειρηματική επανάσταση που συντελείται στην εγχώρια πραγματική οικονομία.