Τι κατανοούσε ο Σωκράτης για τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την εξουσία

Τι κατανοούσε ο Σωκράτης για τη δικαιοσύνη, την αλήθεια και την εξουσία

Του Jon Miltimore

Στο πρώτο βιβλίο της Πολιτείας, ο Πλάτωνας αφηγείται μια συζήτηση μεταξύ του Σωκράτη και το Θρασυμάχου, ενός σοφιστή ρήτορα, που αφορά τη φύση της αλήθειας, της δικαιοσύνης και του νόμου.

“Υποστηρίζω ότι η δικαιοσύνη δεν είναι τίποτε περισσότερο από το συμφέρον του ισχυρότερου” λέει ο Θρασύμαχος στον Σωκράτη. Και συνεχίζει:

“...οι διαφορετικές μορφές διακυβέρνησης κάνουν δημοκρατικούς, αριστοκρατικούς και τυραννικούς ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους - και αυτοί οι νόμοι, που γίνονται απ' αυτούς για τα συμφέροντά τους, είναι η δικαιοσύνη που αποδίδουν στους υπηκόους τους, και όσους τους παραβαίνουν τους τιμωρούν ως παραβάτες των νόμων και ως άδικους. Κι αυτό εννοώ όταν λέω ότι σε όλες τις πολιτείες υπάρχει η ίδια αρχή της δικαιοσύνης, δηλαδή το συμφέρον του κράτους. Και καθώς οφείλουμε να υποθέσουμε ότι το κράτος πρέπει να έχει εξουσία, το μόνο εύλογο συμπέρασμα είναι πως παντού υπάρχει μία και μόνη αρχή δικαιοσύνης: το συμφέρον του ισχυρότερου”.

Η θέση ότι η δικαιοσύνη “δεν είναι τίποτε περισσότερο από το συμφέρον του ισχυρότερου” είναι κυνική, αλλά ο Θρασύμαχος την επαναλαμβάνει ξανά και ξανά στον μακρύ του διάλογο με τον Σωκράτη. Καταλαβαίνει κανείς από νωρίς ότι ο Σωκράτης δεν συμφωνεί μ' αυτή την άποψη για τη δικαιοσύνη, και μέσω μιας σειράς ερωτήσεων παγιδεύει τον Θρασύμαχο ο οποίος παραδέχεται κοκκινίζοντας ότι η δικαιοσύνη δεν είναι μια αφηρημένη έννοια που καθορίζεται από το κράτος, αλλά μια αιώνια ιδέα που ενσαρκώνει “την αρετή και τη σοφία”.

Η ιδέα του Φυσικού Νόμου

Ο διάλογος αυτός είναι εντυπωσιακά επίκαιρος σήμερα. Οι Αμερικανοί Ιδρυτές, όπως και ο Σωκράτης, πίστευε ότι η δικαιοσύνη είναι κάτι περισσότερο από το δίκαιο του ισχυρού. Θα μπορούσε κανείς να πει πως το σύστημα των ΗΠΑ έχει θεμελιωθεί πάνω σε μια σωκρατική θεώρηση της δικαιοσύνης: το φυσικό δίκαιο. (Δυστυχώς, οι Ιδρυτές δεν εγκαθίδρυσαν ένα πλήρως δίκαιο σύστημα).

Το φυσικό δίκαιο (στα λατινικά: ius naturale, lex naturalis) είναι μια ηθική θεωρία που υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα υπάρχουν ανεξάρτητα από το κράτος. Είναι εγγενή, αποδίδονται από μια υπερβατική δύναμη και δεν μπορούν να ακυρωθούν δικαιολογημένα. Το φυσικό δίκαιο βασίζεται στην ιδέα ότι υπάρχει αντικειμενική αλήθεια και οι άνθρωποι μπορούν να την διαπιστώσουν.

Οι Δίκες της Νυρεμβέργης, που προκλήθηκαν από την απόδοση κατηγοριών στις 18 Οκτωβρίου 1945 έναντι περίπου είκοσι ατόμων για εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ήταν κατά κάποιον τρόπο ένας θρίαμβος της θεωρίας του φυσικού δικαίου. Οι κατήγοροι υποστήριξαν με επιτυχία ότι οι Γερμανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί αξιωματούχοι όπως οι Goring, Jodl, Keitel, και Frick παραβίασαν το φυσικό δίκαιο ενώ υπηρετούσαν τη γερμανική πολεμική μηχανή - ακόμη και αν οι δράσεις τους ήταν τυπικά νόμιμες υπό τον γερμανικό νόμο.

Τα επιχειρήματα των κατηγόρων αντανακλούσαν αυτά του William Blackstone, ο οποίος διατύπωσε την κυριαρχία του φυσικού δικαίου στο έργο του Commentaries on the Laws of England (Σχόλια πάνω στους νόμους της Αγγλίας) του 1765:

“Αυτό το φυσικό δίκαιο, όντας συνομήλικο με την ανθρωπότητα και εντολή του ίδιου του Θεού, συνεπάγεται βεβαίως υποχρεώσεις ανώτερες από οποιοδήποτε άλλο. Είναι δεσμευτικό σε όλη την υφήλιο, σε όλες τις χώρες, και όλες τις εποχές: κανένας ανθρώπινος νόμος δεν έχει την οποιαδήποτε εγκυρότητα, αν αντίκειται σ' αυτό”.

Αυτή η άποψη ξεκάθαρα αντιτίθεται στις απόψεις του Θρασυμάχου, ο οποίος υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι απλώς ζήτημα εξουσίας. Στο βιβλίο του με τίτλο The Great Ideas (Οι μεγάλες ιδέες), ο Mortimer Adler εξηγεί πόσο ριζικά διαφορετικές μεταξύ τους είναι αυτές οι θεωρήσεις της δικαιοσύνης:

“Αν κανείς δεχθεί την άποψη της φυσικής δικαιοσύνης, μπορεί να πει ότι το ένα από τα εκάστοτε δύο αντιμαχόμενα μέρη έχει δίκιο και το άλλο άδικο. Και τότε, μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων υπάρχει ένα μέτρο δικαιοσύνης και αδικίας. Αν όμως κανείς δεχθεί τη δεύτερη άποψη ότι μόνο η ισχύ δημιουργεί δίκαιο, τότε η διαμάχη μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αν θέλετε, των δημοκρατιών και του κομμουνισμού, ή των δημοκρατιών και των ολοκληρωτικών καθεστώτων είναι απλώς μια σύγκρουση ισχύος. Ο μόνος τελικός κριτής είναι τότε η ισχύς. Το μόνο μέτρο για το ποιος έχει δίκιο θα είναι το ποιος θα επικρατήσει”.

Ο Μαρξ και το “η ισχύς δημιουργεί δίκαιο”

Καθώς διαβάζει κανείς τις λέξεις “ισχύς” και “διαμάχη” από τον Θρασύμαχο και τον Adler, ακόμη ένας γνωστός στοχαστής έρχεται κατά νου: ο Καρλ Μαρξ. Ο Μαρξ βεβαίως είδε την ιστορία ουσιαστικά ως ένα ιστορικό των “ταξικών ανταγωνισμών”. Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο περιφρονεί ανοιχτά τις “αιώνιες αλήθειες, όπως η Ελευθερία, η Δικαιοσύνη, κλπ”. Όπως και ο Θρασύμαχος, ο Μαρξ βλέπει έναν κόσμο όπου η ισχύς δημιουργεί δίκαιο.

Οι ιδέες του Μαρξ και του Θρασυμάχου βρήκαν μια έκφραση στη σχολή της Φρανκφούρτης, τη σχολή από την οποία γεννήθηκε η κριτική θεωρία. Όπως και ο Μαρξ, η φιλοσοφία της κριτικής θεωρίας απορρίπτει την ιδέα της δικαιοσύνης, καθώς απορρίπτει την ύπαρξη της αλήθειας. Η δικαιοσύνη είναι ουσιαστικά ζήτημα ισχύος, και η “αλήθεια” απλώς μια κοινωνική κατασκευή.

Η κριτική θεωρία έχει επικαιρότητα καθώς, όπως εξηγεί ο Uri Harris στο Quillette, είναι η ιδεολογία πάνω στην οποία θεμελιώνεται το δόγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, ένα ισχυρό κίνημα στην αμερικανική πολιτική που χρησιμοποιεί το όνειδος ως εργαλείο για να επιδιώξει την αναδιανομή του πλούτου, των ευκαιριών και των προνομίων στην εκάστοτε κοινωνία. Οι υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης αναφέρονται στα αιματηρά και καταπιεστικά σημεία της αμερικανικής ιστορίας ως αποδείξεις ότι οι παραδοσιακές έννοιες της αμερικανικής δικαιοσύνης είναι μια φενάκη.

“Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής οικοδομήθηκαν πάνω στην γενοκτονία των γηγενών πληθυσμών και τη δουλεία. Αυτός είναι ο ιστός των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής”, όπως επεσήμανε πρόσφατα ο σκηνοθέτης Spike Lee.

Ο Lee εδώ δεν αναφέρεται στον Θρασύμαχο, αλλά παρουσιάζει μια έννοια της δικαιοσύνης παρόμοια στην ιδέα του σοφιστή ότι η δικαιοσύνη είναι πρωτίστως “το συμφέρον του ισχυρότερου”.

Η δικαιοσύνη ως αλήθεια ή ως ισχύς;

Μπορεί κανείς να δει το πώς ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί κανείς τη δικαιοσύνη πιθανότατα διαμορφώνει τις ιδέες του για την πολιτική και τον προσήκοντα ρόλο του κράτους.

Αν κανείς βλέπει τη δικαιοσύνη ως μια ιδέα που συνδέεται όχι με την αλήθεια, αλλά με την ισχύ, όπως υποστήριξε ο Μαρξ και υποστηρίζουν οι υποστηρικτές της κοινωνικής δικαιοσύνης σήμερα, τόσο είναι πολύ πιθανότερο αυτός να πιστεύει πως μια δίκαιη κοινωνία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αφαίρεσης του πλούτου, των προνομίων και της ισχύος από ομάδες που τα έχουν αυτά σε μεγαλύτερο βαθμό και την απόδοσή τους σε εκείνους που ιστορικά τα είχαν λιγότερο - όπως οι έγχρωμοι, οι γυναίκες και οι άνθρωποι της LGBTQ κοινότητας.

Αν κανείς πιστεύει ότι η αντικειμενική αλήθεια υπάρχει και ότι οι άνθρωποι μπορούν να τη διαπιστώσουν για να δημιουργήσουν μια (ως επί το πλείστον) δίκαιη κοινωνία, τότε θα κλίνει περισσότερο στο να υποστηρίζει το υφιστάμενο αμερικανικό σύστημα, που βασίζεται στο φυσικό δίκαιο και την ισονομία.

Αν λοιπόν θέλετε να δείτε πώς σκέφτεται κανείς ιδίως σε ό,τι αφορά την πολιτική, ρωτήστε τον πώς βλέπει τη δικαιοσύνη. Ρωτήστε τον αν πρόκειται για μια ιδέα που βασίζεται στην αλήθεια, ή αν καθορίζεται από την ισχύ. Αν η απάντηση που θα πάρετε μοιάζει σ' αυτή του Θρασυμάχου, πιθανότατα αποκαλύπτει πολλά για τις ηθικές και πολιτικές ιδέες του συνομιλητή σας.

--

Ο Jon Miltimore είναι συντάκτης στο Intellectual Takeout.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 17 Μαΐου 2018 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education (FEE) και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.