Οι μεγάλες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού βλάπτουν τις προοπτικές για νέους και λιγότερο εκπαιδευμένους

Οι μεγάλες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού βλάπτουν τις προοπτικές για νέους και λιγότερο εκπαιδευμένους

Γράφουν ο Ryan Bourne και ο Brad Subramaniam

Μελέτες συμπεραίνουν ότι τα πιο μετριοπαθή αποτελέσματα της αύξησης του ελάχιστου μισθού στην απασχόληση διευκόλυναν τις πολύ έντονες διεκδικήσεις από μέλη του κινήματος Fight for $15.

Αν κάποιος αμφισβητήσει τη σοφία μιας πρότασης για την αύξηση του ελάχιστου μισθού σήμερα, μια στρατιά από ακτιβιστές θα τον περικυκλώσουν, ισχυριζόμενοι με αυτοπεποίθηση ότι «δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η αύξηση του ελάχιστου μισθού καταστρέφει θέσεις εργασίας».

Αυτό το οριζόντιο συναίσθημα - ότι η απουσία της παραγωγής ενός ξεκάθαρου αποτελέσματος στις θέσεις εργασίας από κάποιες αυξήσεις ελάχιστου μισθού καταδεικνύει ότι ο “νόμος της ζήτησης” απλώς δεν ισχύει στην αγορά χαμηλόμισθης εργασίας - είναι εμπειρικώς εσφαλμένο.

Αλλά πάντα υπήρχαν προφανή θεωρητικά προβλήματα με την παρέκταση των δεδομένων από κάποιες μελέτες για την εξαγωγή ενός γενικότερου κανόνα ως προς τα αποτελέσματα περαιτέρω αυξήσεων του ελάχιστου μισθού, ιδίως δεδομένων των μεθοδολογιών της υφιστάμενης έρευνας.

Πρώτον, είναι θεωρητικός πιθανό το αποτέλεσμα της αύξησης του ελάχιστου μισθού στις θέσεις εργασίας να χρειάζεται αρκετό χρόνο για να εκδηλωθεί - μια αύξηση του ωριαίου εργασιακού κόστους μπορεί να εμποδίζει τη δημιουργία μελλοντικών θέσεων εργασίας για τις ομάδες που επηρεάζονται αντί να οδηγεί σε άμεσες απολύσεις.

Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν μια σειρά από βραχυπρόθεσμες «τριβές», πράγμα που σημαίνει ότι είναι ευκολότερο αρχικά να περικόψουν τα κόστη με άλλο τρόπο, ή απλώς να αναπροσαρμόσουν τις μελλοντικές τους αποφάσεις πρόσληψης, αντί να απολύσουν εργαζόμενους. Χρειάζεται χρόνο για παράδειγμα για να προγραμματίσουν και να επενδύσουν σε νέα μηχανήματα που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν χαμηλόμισθους εργαζόμενους.

Δεύτερον, και ίσως ακόμη σημαντικότερο, είναι πως το γεγονός ότι μια μικρή αύξηση του ελάχιστου μισθού έχει μικρές συνέπειες στην απασχόληση, δεν σημαίνει ότι το ίδιοι ισχύει και για πολύ μεγαλύτερες μελλοντικές αυξήσεις.

Για να εξεταστούν αυτές οι πιθανότητες, αυτό το διαφιλονικούμενο ζήτημα πολιτικής μπορεί συνεπώς να ωφεληθεί από έρευνα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ιδανικά, θα θέλαμε ερευνητές οι οποίοι:

Α) Θα εξετάσουν τις συνέπειες του ελάχιστου μισθού σε μακρές χρονικές περιόδους

Β) Θα εκτιμήσουν την έκταση στην οποία οι μεγαλύτερες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού έχουν μεγαλύτερες συνέπειες στην απασχόληση απ’ ό,τι οι μικρές αυξήσεις

Γ) και, δεδομένης της πιθανότητας οι ερευνητές να επιλέξουν δείγματα, χρονικές περιόδους, ή να ελέγξουν μεταβλητές για να πάρουν τα αποτελέσματα που θέλουν, θα διατυπώσουν ένα προσχέδιο ανάλυσης όπου θα περιγράφουν εκ των προτέρων τα δεδομένα και τη μεθοδολογία τους.

Αυτά ακριβώς είναι τα χαρακτηριστικά ενός νέου άρθρου εργασίας του καθηγητή του UC San Diego Jeffrey Clemens και του Michael Strain του ΑΕΙ.

Μετά την κρίση του 2008, υπήρξε μία περίοδος παύσης στις προσπάθειες τόσο σε πολιτειακό όσο και σε ομοσπονδιακό επίπεδο για την αύξηση των κατώτατων μισθών, δημιουργώντας μια χρήσιμη γραμμή σύγκρισης για την εκτίμηση των συνεπειών των ολοένα και πιο αποκλινόντων πολιτειακών πολιτικών για τον ελάχιστο μισθό έκτοτε.

Αφού δημοσίευσαν κάποια άρθρα που εξέταζαν τις πολύ βραχυπρόθεσμες συνέπειες των αλλαγών στους ελάχιστους μισθούς στο επίπεδο των πολιτών κατά το διάστημα 2011-2015, οι δύο συγγραφείς δεσμεύθηκαν εκ των προτέρων να χρησιμοποιούν κάποιες δοκιμασμένες στο χρόνο μεθόδους για την εκτίμηση των συνεπειών των αυξήσεων των ελάχιστων μισθών μέχρι το 2019 στους νέους εργαζόμενους με χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης και σε όλους τους εργαζόμενους ηλικίας 16-21 ετών.

Οι συγγραφείς ομαδοποίησαν το δείγμα τους ανά πολιτείες που δεν άλλαξαν τους ελάχιστους μισθούς τους από τον Ιανουάριο του 2013 μέχρι τον Ιανουάριο του 2019, ανά εκείνες που τον προσάρμοσαν στον πληθωρισμό, εκείνες που εφάρμοσαν σχετικά μικρές αυξήσεις στον ελάχιστο μισθό (κατά μέσο όρο 2 δολάρια κατά το διάστημα Ιανουαρίου 2013 - Ιανουαρίου 2019), και εκείνες που εφάρμοσαν σχετικά μεγάλες αυξήσεις στον ελάχιστο μισθό (κατά μέσο όρο λίγο λιγότερο από 4 δολάρια κατά το διάστημα Ιανουαρίου 2013 - Ιανουαρίου 2019).

Χρησιμοποιώντας ένα σύνολο ανακοινωμένων εκ των προτέρων μεταβλητών ελέγχου για την γενική οικονομική επίδοση της εκάστοτε πολιτείας, βρήκαν ότι:

Οι μεγάλες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού κατά μέσο όρο συσχετίζονται με μια μείωση της απασχόλησης κατά περίπου 2,6 ποσοστιαίες μονάδες σε όλες τις εκτιμήσεις τους

Αυτές οι επιπτώσεις είναι βαρύτερες για τους εργαζόμενους 16-25 ετών με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης απ’ ό,τι για τον συνολικό πληθυσμό 16-21 ετών.

Οι μικρότερες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού είχαν ποικίλες επιπτώσεις, αλλά περιστρέφονται γύρω από το μηδενικό αποτέλεσμα στην απασχόληση.

Στη συνέχεια, οι συγγραφείς ενίσχυσαν την εκ των προτέρων ανακοινωμένη ανάλυσή τους με πιο καινοτόμες μεθοδολογίες εκτίμησης που καταδεικνύουν ότι «τα αποτελέσματα των σχετικά μεγάλων αυξήσεων του ελάχιστου μισθού στην απασχόληση σταδιακά σωρεύονται μέσα στον χρόνο».

Με άλλα λόγια, η επίπτωση μιας σημερινής αύξησης του ελάχιστου μισθού σήμερα οδηγεί σε χειρότερες επιδόσεις στην απασχόληση μετά από χρόνια.

Αυτό το έξυπνο άρθρο μπορεί να μας δώσει πειστικές εξηγήσεις για το γιατί κάποιες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού μπορεί να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση ενώ άλλες όχι, καθώς και για το γιατί οι βραχυπρόθεσμες αναλύσεις μπορεί να παραβλέψουν σημαντικές πιο μακροπρόθεσμες συνέπειες.

Και το γεγονός ότι οι ερευνητές μας είπαν τι επρόκειτο να κάνουν εκ των προτέρων, ενισχύει την εμπιστοσύνη μας ότι δεν πρόκειται για μια περίπτωση επιλεκτικής χρήσης των εξεταζομένων χρονικών περιόδων, μεταβλητών ελέγχου ή πολιτειών ώστε οι συγγραφείς να πάρουν τα αποτελέσματα που θέλουν.

Οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και σε ολόκληρη τη χώρα συνεχίζουν να πιέζουν για επιθετικές αυξήσεις των ελάχιστων μισθών. Στην προσπάθειά τους αυτή, αρέσκονται να επικαλούνται μελέτες που βρίσκουν μετριοπαθή αποτελέσματα της αύξησης του κατώτατου μισθού στις θέσεις εργασίας.

Η οικονομική θεωρία όμως δείχνει ότι, ανεξάρτητα από το μοντέλο της αγοράς εργασίας που χρησιμοποιεί κανείς, δεν μπορούμε να αυξάνουμε ες αεί τους κατώτατους μισθούς χωρίς να τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος της ζήτησης. Αυτή η εργασία, όπως και οι μελέτες του Σιάτλ πριν από αυτή, δείχνει (ξανά) ότι οι μεγαλύτερες αυξήσεις του ελάχιστου μισθού έχουν αρνητικές συνέπειες στην απασχόληση εκείνων που πλήττονται περισσότερο - σ’ αυτή την περίπτωση, των νέων και των εργαζόμενων με λιγότερη εκπαίδευση.

*Ο Ryan Bourne κατέχει την έδρα R. Evan Scharf για τη Δημόσια Κατανόηση των Οικονομικών στο Cato Institute. 


*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 28 Σεπτεμβρίου 2021 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.