Ο λόγος που η τηλεόρασή σας δεν σας κόστισε 6.200 δολάρια όπως το 1964, είναι το παγκόσμιο εμπόριο

Ο λόγος που η τηλεόρασή σας δεν σας κόστισε 6.200 δολάρια όπως το 1964, είναι το παγκόσμιο εμπόριο

Του Mark J. Perry

Στην παραπάνω εικόνα παρουσιάζονται κάποιες έγχρωμες τηλεοράσεις από τον 627 σελίδων Χριστουγεννιάτικο Κατάλογο του Sears, από την ιστοσελίδα Wishbook Web (που δεν είναι πλέον διαθέσιμη). Καταγράφονται οι αρχικές τιμές (750 δολάρια για το Sears Silvertone entertainment center και 800 δολάρια για την πιο ακριβή συσκευή), και η μετατροπή τους σε δολάρια του 2016 σύμφωνα με το εργαλείο BLS Inflation Calculator: 5.800 δολάρια για το απλό μοντέλο έγχρωμης τηλεόρασης 21 ιντσών, και 6.200 δολάρια για το ακριβότερο μοντέλο.

Για να το εντάξουμε αυτό στο πλαίσιό του, οι παρακάτω εικόνες δείχνουν τι μπορεί κανείς να αγοράσει με 5.800 δολάρια στην σημερινή αγορά του 2016 χρησιμοποιώντας τρέχουσες τιμές από τις ιστοσελίδες των καταστημάτων Sears και Best Buy:

Ένας Αμερικανός καταναλωτής ή ένα αμερικανικό νοικοκυριό το 1964, θα μπορούσε με 750 δολάρια να αγοράσει μόνο την 21 ιντσών έγχρωμη τηλεόραση / entertainment center από τον παραπάνω Χριστουγεννιάτικο Κατάλογο του Sears (που περιλαμβάνει φωνογράφο και ραδιόφωνο AM/FM).

Ένας Αμερικανός καταναλωτής ή ένα αμερικανικό νοικοκυριό σήμερα, με το ίδιο ποσό δολαρίων προσαρμοσμένων στον πληθωρισμό (5.800 δολάρια) θα μπορούσε να εξοπλίσει ολόκληρη την κουζίνα του με πέντε ολοκαίνουργιες συσκευές (ψυγείο, κουζίνα αερίου, πλυντήριο, στεγνωτήριο και καταψύκτη) και να αγοράσει επτά υπερσύγχρονες ηλεκτρονικές συσκευές για το σπίτι (έναν λάπτοπ υπολογιστή Toshiba Satellite 15,6'', ένα GPS Garmin 5'', μια κάμερα Canon EOS Rebel T5i DSLD, ένα Home Theater System της Sony των 1000 Watt με 5.1-Channel 3D Smart Blu-Ray, μια HDTV 55 ιντσών της Samsung, ένα Apple iPod Touch 64GB MP3 Player (έκτης γενιάς) και ένα Apple iPhone 7 Plus.

Αν μετρήσουμε το “κόστος χρόνου” της απόκτησης οικιακών και ηλεκτρονικών συσκευών για εργαζόμενους που αμείβονται με τον μέσο μισό, αναδεικνύεται μια τεράστια διαφορά μεταξύ του 1964 και του σήμερα. Για να αποκτήσει ο μέσος Αμερικανός την τηλεόραση του Sears που κόστιζε 750 δολάρια το 1964 θα χρειαζόταν να εργαστεί 293 ώρες με τη μέση ωριαία αμοιβή των 2,56 δολαρίων τον Νοέμβριο του 1964, δηλαδή 7,33 εβδομάδες ή σχεδόν δύο ολόκληρους μήνες για να κερδίσει το εισόδημα που χρειαζόταν ώστε να αποκτήσει την τηλεόραση.

Σήμερα, ο μέσος Αμερικανός χρειάζεται να εργαστεί μόνο περίπου 23 ώρες με τη μέση ωριαία αμοιβή των 21,73 δολαρίων για να κερδίσει όσα χρήματα απαιτούνται για να αγοράσει μια Smart HDTV της Samsung που κοστίζει 500 δολάρια. Ένα λάπτοπ των 400 δολαρίων έχει σήμερα ένα “κόστος χρόνου” μόλις 18 ωρών (2,25 μέρες) και ένα iPod Touch θα χρειαζόταν μόνο 13 ώρες δουλειάς (1,63 μέρες).

Και δεν είναι εντυπωσιακό τεκμήριο της οικονομικής προόδου η οποία επετεύχθη τον τελευταίο μισό αιώνα το γεγονός ότι ακόμη και ένας δισεκατομμυριούχος το 1964 δεν μπορούσε να αποκτήσει τα περισσότερα από τα παραπάνω αντικείμενα, όπως ένα λάπτοπ, ένα iPhone, ένα iPod και μια Smart TV που σήμερα ακόμη και ένας έφηβος που εργάζεται με τον ελάχιστο μισθό μπορεί να αγοράσει;

Ακόμη, καθώς πολλά από τα αγαθά με χαμηλό κόστος κατασκευής στα οποία έχουμε σήμερα πρόσβαση στις ΗΠΑ - όπως οι τηλεοράσεις, τα λάπτοπ και οι οικιακές συσκευές - κατασκευάζονται ή συναρμολογούνται στο εξωτερικό, όπου το εργασιακό κόστος είναι φθηνότερο, οι ισχυρές δυνάμεις του διεθνούς εμπορίου και του παγκόσμιου ανταγωνισμού είναι ένα σημαντικό μέρος των “μαγικών της παγκόσμιας αγοράς” και του “θαύματος της παγκόσμιας παραγωγής” όπως αυτή παρουσιάστηκε παραπάνω.

Οι Αμερικανοί καταναλωτές ωφελούνται σημαντικότατα τόσο άμεσα, από τα χαμηλού κόστους παραγωγής εισαγόμενα αγαθά, όσο και έμμεσα, καθώς οι ανταγωνιστές διδάσκουν τους κατασκευαστές στις ΗΠΑ να συμπεριφέρονται πιο ανταγωνιστικά και να μας παρέχουν χαμηλότερες τιμές, ποιοτικότερα προϊόντα και καλύτερες υπηρεσίες.

Όπως πρόσφατα επισήμανε ο Don Boudreaux, το εμπόριο είναι απλώς η θαυμάσια ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε τη “μέθοδο παραγωγής με το χαμηλότερο κόστος” - και δεν έχει σημασία αν η παραγωγή γίνεται στην ίδια ή την άλλη πλευρά των φανταστικών γραμμών που αποκαλούμε πόλεις, πολιτείες και εθνικά σύνορα σε σχέση με την τοποθεσία του καταναλωτή:

“... όταν οι καταναλωτές αγοράζουν εισαγόμενα προϊόντα, απλώς επιλέγουν να κάνουν κάτι για τους εαυτούς τους και τις οικογένειές τους χρησιμοποιώντας τις μεθόδους παραγωγής με το χαμηλότερο κόστος που είναι διαθέσιμες σ' αυτούς: 'κατασκευάζουν' τα καταναλωτικά τους προϊόντα, χρησιμοποιώντας την έμμεση μέθοδο του να εργάζονται στη δική τους ειδικότητα και στη συνέχεια να μετατρέπουν, μέσω του εμπορίου, μέρος των εισοδημάτων τους σε αυτά τα αγαθά. Μερικές φορές οι καταναλωτές συναλλάσσονται με τους συμπολίτες τους. Άλλες φορές συναλλάσσονται με ξένους. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, αυτές οι εμπορικές συναλλαγές είναι οι μέθοδοι παραγωγής με το μικρότερο κόστος που είναι διαθέσιμες στους καταναλωτές για να προμηθεύονται για τους ίδιους και τις οικογένειές τους τα αγαθά και τις υπηρεσίες που επιθυμούν. Γιατί λοιπόν να εμποδίζονται τέτοιες επιλογές;”

Κατακλείδα: Όσο και αν ακούμε τους ανθρώπους να παραπονιούνται για την αργή οικονομική ανάκαμψη, το χαμηλότερο ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό εδώ και σχεδόν 40 χρόνια, την παρακμή της μεσαίας τάξης, την καθήλωση του διάμεσου οικιακού εισοδήματος, και την αύξηση της ανισότητας εισοδημάτων, έχουμε πολλά για τα οποία πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, και έχουμε πετύχει μια μεγάλη οικονομική πρόοδο τα τελευταία 52 χρόνια όπως καταδεικνύει το παραπάνω παράδειγμα, χάρη στα “μαγικά της παγκόσμιας αγοράς” και το “θαύμα της παγκόσμιας παραγωγής”.

Κοιτάζοντας μπροστά, ας ελπίσουμε ότι η οικονομική πρόοδος που ζήσαμε για παραπάνω μισό αιώνα θα συνεχιστεί, χωρίς εμπόδια από πολιτικές που φτωχαίνουν τους καταναλωτές οι οποίες θα εμπόδιζαν ή θα απαγόρευαν στους Αμερικανούς καταναλωτές να έχουν πρόσβαση σε αγαθά που κατασκευάζονται με την “μέθοδο παραγωγής του ελάχιστου κόστους” - είτε αυτό συμβαίνει στην παρακάτω γωνιά, είτε στην άλλη άκρη του πλανήτη.

--

Ο Mark J. Perry είναι μελετητής στο American Enterprise Institute και καθηγητής οικονομικών και χρηματοπιστωτικής στο Flint campus του Πανεπιστημίου του Michigan.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Δεκεμβρίου του 2016 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Foundation for Economic Education και τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”.

(Photo by Keystone/Getty Images/Ideal Image)