Η Πολωνία στρέφεται προς την πυρηνική ενέργεια

Η Πολωνία στρέφεται προς την πυρηνική ενέργεια

Γράφει ο Christopher Jakoubek

Οι ευρωπαϊκές χώρες στοχεύουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τη Ρωσία μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ενώ επιδιώκουν την ουδετερότητα των εκπομπών άνθρακα στην ΕΕ έως το 2050. Αυτή η προσπάθεια προϋποθέτει να σταματήσει η εξάρτηση της ΕΕ από ορυκτά καύσιμα, όπως το πετρέλαιο και ο άνθρακας, κάτι που παρουσιάζει δυσκολίες για χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχία και άλλα κράτη-μέλη της Ανατολικής Ευρώπης των οποίων το ενεργειακό μείγμα βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της ΕΕ κατέληξαν σε μια μορφή συμβιβασμού καθώς συμφώνησαν να συμπεριλάβουν πηγές ενέργειας όπως το φυσικό αέριο και η πυρηνική ενέργεια στον κατάλογο των βιώσιμων πηγών ενέργειας, εάν πληρούν αυστηρά κριτήρια βάσει της Ταξινόμησης της ΕΕ.

Έρευνα που δημοσιεύτηκε στην ΕΕ για την πυρηνική ενέργεια εκτιμά ότι οι εκπομπές CO2 από τους πυρηνικούς σταθμούς κατά τη διάρκεια του κύκλου ζωής τους είναι συγκρίσιμες με εκείνες των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, τα αυστηρά κριτήρια για τη συμπερίληψή της περιλαμβάνουν τη συμμόρφωση με πρότυπα ασφαλείας που υπερβαίνουν το υπάρχον πλαίσιο, όπως την ύπαρξη ημερομηνίας λήξης για τη μετάβαση σε προηγμένες τεχνολογίες και τη δημιουργία λειτουργικών εγκαταστάσεων διαχείρισης αποβλήτων έως το 2050.

Η απόφαση της ΕΕ ήταν το κλειδί για να επιτραπεί η εισροή περαιτέρω ιδιωτικών επενδύσεων στον κλάδο, καθώς πολλά ιδιωτικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δεν ήταν πρόθυμα να επενδύσουν στην πυρηνική ενέργεια από φόβο μήπως δεν επιτύχουν τους περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς τους στόχους, καθώς και τους στόχους που αφορούν τη διακυβέρνηση. Αυτή η απόφαση μπορεί να επιταχύνει την ανάπτυξη λύσεων τελικής διάθεσης αποβλήτων υπό την καθοδήγηση του ιδιωτικού τομέα, ένα από τα μειονεκτήματα του των πυρηνικών καυσίμων στο τέλος του κύκλου της ζωής τους. Επιπλέον, μπορεί να επιτρέψει την περαιτέρω χρήση της πυρηνικής ενέργειας ως ποιοτικής πηγής «βασικού φορτίου», ενώ παράλληλα θα επεκτείνονται οι εγκαταστάσεις ηλιακής και αιολικής ενέργειας.

Ανεξάρτητα από αυτήν την αλλαγή ταξινόμησης, η Γερμανία ανοήτως υλοποίησε τα σχέδιά της να κλείσει τους εγχώριους πυρηνικούς αντιδραστήρες της, επικαλούμενη περιβαλλοντικούς κινδύνους. Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό οδήγησε τη χώρα να καίει φυσικό αέριο, το οποίο εκπέμπει περισσότερο CO2 και βαθαίνει την εξάρτησή της από τη Ρωσία.

Η Πολωνία, από την άλλη πλευρά, ακολουθεί την αντίθετη προσέγγιση. Σχεδιάζει να κατασκευάσει τους πρώτους πυρηνικούς της σταθμούς έως το 2033 ως μέρος των έξι αντιδραστήρων που προγραμματίζονται να λειτουργήσουν έως το 2043. Σύμφωνα με το επίσημο πρόγραμμά της, σκοπεύει να αποκτήσει πυρηνική δυναμικότητα 9 μεγαβάτ έως το 2040, η οποία θα καλύπτει περισσότερο από το ένα τρίτο της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας. Πολωνοί αξιωματούχοι ενέργειας ισχυρίζονται ότι η πυρηνική ενέργεια είναι η μόνη τεχνολογία που μπορεί να αντικαταστήσει τον άνθρακα στο εγχώριο ενεργειακό μείγμα.

Αυτή η θέση ενισχύεται επίσης από μια έκθεση που υποστηρίζει ότι με την πυρηνική ενέργεια, μια αύξηση της τιμής των καυσίμων κατά 50% θα οδηγήσει μόνο σε αύξηση 6% στο κόστος παραγωγής, ενώ με το φυσικό αέριο, τα καύσιμα αντιπροσωπεύουν το 70-80% του κόστους παραγωγής ενέργειας και, ως εκ τούτου, οι διακυμάνσεις στις τιμές του φυσικού αερίου επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το κόστος παραγωγής ενέργειας. Επιπλέον, η πυρηνική ενέργεια δημιουργείται στο εσωτερικό και, ως εκ τούτου, δεν βασίζεται σε προμήθειες από πιθανούς γεωπολιτικούς αντιπάλους που ενδέχεται να χρησιμοποιήσουν την πλεονεκτική τους θέση για πολιτικούς σκοπούς, όπως συμβαίνει με τη Ρωσία.

Η Πολωνία θέλει να επιλέξει έναν κοινό αντιδραστήρα για όλους τους πυρηνικούς σταθμούς της, ο οποίος θα επιτρέψει τη μείωση του κόστους κατασκευής λόγω οικονομιών κλίμακας, καθώς και τη μείωση του κόστους εκπαίδευσης για τα πληρώματα και το προσωπικό των εταιρειών επισκευής. Αυτό εγγυάται τη μακροπρόθεσμη παραγωγή νέων αντιδραστήρων και μειώνει τους φόβους ότι το έργο θα είναι εφάπαξ.

Μέχρι τον Νοέμβριο του 2020, η Πολωνία είχε υπογράψει δύο συμφωνίες. Η πρώτη υπογράφηκε μεταξύ της Westinghouse, μιας αμερικανικής εταιρείας, και της πολωνικής κυβέρνησης. Η δεύτερη ήταν από την ιδιωτική ενεργειακή εταιρεία της Πολωνίας ZE PAK, και την κορεατική εταιρεία KHNP, μαζί με την κρατικά ελεγχόμενη PGE. Αυτό μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της εμπειρίας και της ανταγωνιστικότητας των «δημοκρατικών» κατασκευαστών πυρηνικών αντιδραστήρων σε μια αγορά που συνήθως κυριαρχείται από τη Ρωσία και την Κίνα. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει την ταυτόχρονη κατασκευή δύο εργοστασίων, το ένα υπό την καθοδήγηση της κυβέρνησης και το άλλο στο πλαίσιο ενός προγράμματος όπου την πρωτοβουλία θα έχουν οι επιχειρήσεις.

Στο πλαίσιο του μοντέλου της, η Πολωνία σχεδιάζει να επιλέξει έναν στρατηγικό συνεπενδυτή συνδεδεμένο με τον πάροχο τεχνολογίας για όλους τους μελλοντικούς πυρηνικούς σταθμούς της. Η Πολωνία έχει επίσης υπογράψει συμφωνία με τη NuScale για την ανάπτυξη μιας μονάδας ισχύος 77 μεγαβάτ έως το τέλος του 2029. Έχει επίσης λάβει μέτρα για την τροποποίηση της νομοθεσίας της, επιτρέποντας την ευκολότερη παροχή πληροφοριών και δεδομένων στους επενδυτές, ώστε να μπορούν να υπολογίζουν αποτελεσματικά τις οικονομικές επιδόσεις, επιτρέποντας έτσι τη διαφάνεια. Επιπλέον, η Πολωνία θα επιτρέψει την ευκολότερη ανάλυση της τεκμηρίωσης, η οποία θα βοηθήσει στην ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης.

Εν ολίγοις, η Πολωνία έχει συνειδητοποιήσει ότι για να μεταβεί αποτελεσματικά σε μια οικονομία ουδέτερη από άνθρακα, διατηρώντας παράλληλα τη μεγάλη βαριά βιομηχανία της, πρέπει να κάνει χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Οι νέοι πυρηνικοί αντιδραστήρες μπορούν να παραχθούν μαζικά, και έτσι η χώρα να επωφεληθεί από οικονομίες κλίμακας, επιτρέποντας παράλληλα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις να επενδύσουν σε αυτήν την νέα βιομηχανία στην Πολωνία. Αυτό είναι κάτι από το οποίο μπορούν επίσης να επωφεληθούν και άλλες μικρότερες οικονομίες στην Ευρώπη: ο εξορθολογισμός των πυρηνικών σταθμών μπορεί να συμβάλει στη μείωση του αρχικού κόστους, κάτι που θεωρείται κεντρικό ζήτημα και εμποδίζει τη χρηματοδότηση βιωσιμότητα τέτοιων έργων.

Από αυτή την άποψη, η Πολωνία επικεντρώνεται στον τελικό στόχο αντί να κωλυσιεργεί και να επιχειρηματολογεί ως προς το γιατί ορισμένες πηγές ενέργειας δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται. Η πυρηνική ενέργεια είναι εδώ για να μείνει, και οι δυνατότητες είναι τεράστιες - το μόνο που μένει να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε την πορεία μας.

--

Ο Christopher Jakoubek είναι ερευνητής στο δίκτυο Epicenter.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 25 Νοεμβρίου 2022 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ – Μάρκος Δραγούμης.