Είναι η Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις μεταξύ ΕΕ-Κίνας μια διπλωματική ήττα για την ΕΕ;

Είναι η Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις μεταξύ ΕΕ-Κίνας μια διπλωματική ήττα για την ΕΕ;

Του Ashley Tan

Τον Δεκέμβριο του 2020 ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις για την πολυαναμενόμενη Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις ΕΕ-Κίνας (Comprehensive Agreement on Investment - CAI). Από οικονομικής σκοπιάς, οι στόχοι και τα επιτεύγματα της CAI (που παρουσιάζονται σε αυτό το άρθρο) ήταν πολύ φιλόδοξα. Από πολιτικής σκοπιάς, η συμφωνία επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει βιώσιμη ανάπτυξη, δεσμεύοντας τις δύο πλευρές έναντι ελάχιστων προδιαγραφών σε ό,τι αφορά το περιβάλλον, την εργασία και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Μέχρι τώρα, οι διαπραγματευτές της ΕΕ χαρακτηρίζουν τη συμφωνία ως νίκη, ιδίως καθώς προβλέπεται ότι θα εξισορροπήσει εκ νέου τις μέχρι σήμερα άνισες σχέσεις σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις μεταξύ ΕΕ και Κίνας, όπου το ποσό των εκροών άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) από την Κίνα στην ΕΕ είναι περίπου 20 δισ. ευρώ λιγότερα από τις εκροές FDI από την ΕΕ στην Κίνα. Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπογράμμισε ότι η συμφωνία «προϋποθέτει την αμοιβαιότητα, τους ίσους κανόνες και τις αξίες».

Υπάρχει όμως σκεπτικισμός ως προς την πραγματική δυνατότητα της CAI να εξισορροπήσει τους κανόνες διπλωματικώς. Οι επικριτές επισημαίνουν ότι ενώ η συμφωνία περιλαμβάνει μέτρα για την επίλυση διακρατικών διαφορών, δεν διευκρινίζει μηχανισμούς προστασίας των επενδυτών έναντι δικαστικών διαφορών που μπορούν να εκθέσουν τους Ευρωπαίους επενδυτές σε επικίνδυνες καταστάσεις. Ακόμη, η απουσία συμμετοχής από την προηγούμενη κυβέρνηση Τραμπ συνιστά ακόμη έναν λόγο ανησυχίας μεταξύ των ηγετών της ΕΕ, δεδομένου ότι μια ισχυρότερη διατλαντική συμμαχία θα μπορούσε να εξισορροπήσει καλύτερα την οικονομική επιρροή της Κίνας, η οποία πρόσφατα ξεπέρασε τις ΗΠΑ και αποτελεί πλέον τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της ΕΕ. Πέρα απ’ αυτό, μεγάλο μέρος της δυσπιστίας έναντι της ικανότητας της Κίνας να τηρήσει τις δεσμεύσεις που η ίδια ανέλαβε στο πλαίσιο προηγούμενων συμφωνιών παραμένει ζωντανό εντός της ΕΕ. Δεδομένων όλων αυτών των ανησυχιών, η συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί πολιτικώς μια στρατηγική ήττα για την ΕΕ, ακόμη κι αν ενθαρρύνει περισσότερες επενδύσεις και ανταγωνισμό που θα ωφελήσουν τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές και στις δύο πλευρές.

Πρώτον, η ΕΕ έχει δεχθεί κριτική για έλλειψη συντονισμού ως προς τη διαπραγματευτική της θέση στην CAI. Ενώ η οικονομικώς πραγματιστική Γερμανία - ως Προεδρεύουσα του Συμβουλίου της ΕΕ - υπήρξε η κινητήριος δύναμη της συμφωνίας για να προαχθούν οι ευρωσινικές σχέσεις, ενεπλάκη σε διαφωνίες με άλλες χώρες που τόνισαν την ανάγκη για μια πιο συντονισμένη ευρωπαϊκή στρατηγική για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της ΕΕ έναντι της Κίνας.

Δεύτερον, η συμφωνία έχει δεχθεί κριτικές για τον κακό χρονισμό της, δεδομένης όχι μόνο της αποτυχίας της να πετύχει τη συμμετοχή της νέας κυβέρνησης Μπάιντεν, αλλά και της γενικής αίσθησης ότι οι διαπραγματεύσεις «επισπεύθηκαν». Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μη διασαφήνιση σημαντικών λεπτομερειών που θα μπορούσαν να ενισχύσουν περαιτέρω τον συμπεριληπτικό της χαρακτήρα, ιδίως σε ό,τι αφορά την απουσία αμοιβαιότητας στις δημόσιες αγορές και την ασάφεια στα ζητήματα εργασιακών δικαιωμάτων.

Τρίτον, ενώ οι υποστηρικτές της συμφωνίας τόνισαν την άνευ προηγουμένου σημασία της στην προσπάθεια να ενισχυθεί η λογοδοσία της Κίνας σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις, άλλοι επέκριναν την απουσία συγκεκριμένων και δεσμευτικών προβλέψεων σε αυτήν, καθώς σήμερα περιλαμβάνεται μόνο η δέσμευση της Κίνας να «αναλάβει διαρκείς προσπάθειες για την κύρωση των θεμελιωδών Συμβάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) για την εξαναγκαστική εργασία». Μια συμμαχία 36 οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών μάλιστα πρόσφατα κατέθεσε μια κοινή αίτηση για την συμπερίληψη μιας ρήτρας ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην CAI, γεγονός που αναδεικνύει τις ελλείψεις που γίνονται αντιληπτές σε αυτήν, εν όψει των αναφορών για παραβιάσεις από το κινεζικό κράτος στο Σιντζιάνγκ και το Χονγκ Κονγκ. Αυτή η αίτηση περιλαμβάνει την έκκληση ώστε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και οι σχετικοί ευρωπαϊκοί θεσμοί να διασφαλίσουν ότι η Κίνα θα κυρώσει συμβάσεις που περιλαμβάνουν τη Διεθνή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Πολίτη και Πολιτικών Δικαιωμάτων και άλλων θεμελιωδών συμβάσεων του ILO για την εξαναγκαστική εργασία. Χωρίς περαιτέρω δεσμευτικές προβλέψεις σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα και τα εργατικά δικαιώματα, η CAI μπορεί να επιτρέψει καταχρήσεις ή ακόμη και κοινωνικό ντάμπινγκ, το οποίο υποτίθεται ότι στοχεύει να μειώσει. Η παραγνώριση αυτών των ανησυχιών θα σημάνει ότι η ΕΕ μπορεί να θεωρηθεί ότι ανέχεται αντί να περιορίζει τις κινεζικές καταχρήσεις που μπορεί να παραμείνουν, πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί μια μακροπρόθεσμη διπλωματική ήττα για την ΕΕ.

Μολονότι οι τρέχουσες προβλέψεις της CAI μπορεί να μη φαίνονται επαρκείς για την αντιμετώπιση των θεωρούμενων ως κενών και παραλείψεων, αυτές μπορεί να βελτιωθούν ως ένα βαθμό από την ενίσχυση της διατλαντικής συνεργασίας ή από μελλοντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα διασφαλίζουν ότι οι δεσμεύσεις από την πλευρά της Κίνας δεν θα παραμείνουν ανοιχτές και ασύμμετρες. Το αν όμως η απόφαση να αντιμετωπιστούν οι υπάρχουσες ασυμμετρίες θα αποδώσει πολιτικώς και στρατηγικώς, ή αντιθέτως απλώς θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο μια ήδη υφιστάμενη κατάσταση ανισορροπίας μακροπρόθεσμα, εξαρτάται από αποφάσεις τόσο των εθνικών κοινοβουλίων, όσο και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Μια στάθμιση τόσο των οικονομικών ωφελημάτων όσο και των γεωπολιτικών κινδύνων που συνεπάγεται η συμφωνία είναι αναγκαία για τον μετέπειτα διάλογο, πριν η συμφωνία κυρωθεί από τα κοινοβούλια.

---

H Ashley Tan είναι αναλύτρια που κάνει την πρακτική της στο δίκτυο Epicenter.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 26 Φεβρουαρίου 2020 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του δικτύου Epicenter και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.

Διαβάστε Περισσότερα