Αυθόρμητη τάξη

Αυθόρμητη τάξη

Του Norman Barry

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης ανήκει στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών. Το μόνο μάλιστα μέρος της κοινωνικής θεωρίας που μπορεί πραγματικά να χαρακτηριστεί επιστημονικό πηγάζει από αυτήν. Αυτή η επιστημονική φύση εντοπίζεται στην μικροοικονομική, όπου η θεωρία της αγοράς περιγράφει το πώς οι εθελούσιες δράσεις των επιμέρους ατόμων παράγουν μια προβλέψιμη τάξη βάσει της οποίας μπορούμε να εξετάσουμε τα φαινόμενα των σύγχρονων οικονομικών. Τα βασικά χαρακτηριστικά μιας τέτοιας τάξης δεν σχεδιάζονται από κανένα άτομο ή θεσμό, αλλά αναδύονται αυθόρμητα όταν τα άτομα αφήνονται να επιδιώξουν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα. Ο Χάγιεκ καταδικάζει τις προσπάθειες σχεδιασμού μιας οικονομικής τάξης ως κοντστρουκτιβιστικό ορθολογισμό.

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης υπερβαίνει τα οικονομικά, καθώς επιδιώκει να εξηγήσει πώς ένα εύρος φαινομένων που περιλαμβάνουν και τον νόμο, ανέκυψαν με παρόμοιο τρόπο. Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που χρειάζεται να κάνει το κράτος, καθώς θα έλεγε κανείς πως οι αναγκαίοι θεσμοί μας έχουν δοθεί από τη φύση. Η θεωρία όμως πηγάζει από μια καινοφανή διάκριση ανάμεσα στη φύση και τη σύμβαση. Κάποια φαινόμενα, όπως ο καιρός είναι ξεκάθαρα φυσικά και δεν επιδέχονται αλλαγή, ενώ κάποια άλλα, όπως για παράδειγμα ένα διάταγμα, είναι αποτέλεσμα σύμβασης και μπορούν να αλλάξουν. Υπάρχει όμως και μια τρίτη κατηγορία φαινομένων, όπως η αγορά, που δεν είναι εντελώς φυσικά, αλλά δεν είναι ούτε συμβατικά και δεν εύκολο να τεθούν στο περιθώριο.

Το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο της θεωρίας της αυθόρμητης τάξης είναι ο οικονομικού χαρακτήρα τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τη χρήση της λογικής. Οι θεωρητικοί εκφραστές της είναι αντιρασιοναλιστές καθώς εξηγούν την υφιστάμενη κοινωνική τάξη όχι ως προϊόν συνειδητού σχεδιασμού, αλλά αναφερόμενοι στα ένστικτα, τις συνήθειες, την εμπειρία και, το σημαντικότερο, στην εξέλιξη. Αυτοί οι στοχαστές υποστηρίζουν ότι οι παραδοσιακοί τρόποι δράσης, που έχουν εξελιχθεί σταδιακά, είναι ανώτεροι από τα οποιαδήποτε σχέδια που διατυπώθηκαν εκ των προτέρων. Ένα βασικό συστατικό της θεωρίας αυτής είναι η διάκριση ανάμεσα στις έννοιες του νόμου και του κράτους. Ο νόμος αναπτύσσεται αυθόρμητα, ενώ το κράτος είναι απολύτως τεχνητό. Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης δεν εξαρτά την παραγωγή της κοινωνικής σταθερότητας και προβλεψιμότητας από κάποιες ειδικές ποιότητες των ατόμων. Ενώ ο κλασικός ρεπουμπλικανισμός ζητά από τα άτομα να βάλουν τα προσωπικά τους συμφέροντα σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με το κοινό καλό, η θεωρία της αυθόρμητης τάξης συμπεραίνει ότι το κοινό καλό αναδύεται μέσα από τα κίνητρα του ιδιοτελούς συμφέροντος - πρόκειται για μια απρόθετη συνέπεια των ανθρώπινων πράξεων. Αυτές οι απρόθετες συνέπειες, που εμφανίζονται σχεδόν κατά λάθος, είναι επωφελείς και στη συνέχεια βρίσκουν μιμητές.

Μολονότι η ελευθερία έχει μεγάλη κοινωνική σημασία, δεν έχει αναγκαστικά κάποια ηθική αξία. Στο πλαίσιο της θεωρίας της αυθόρμητης τάξης, η ελευθερία είναι ένας μηχανισμός μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ο συντονισμός των διαφορετικών σκοπών των ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τον ατομικισμό, που επίσης είναι ένας μηχανισμός για την επίτευξη των διαφορετικών σκοπών των ανθρώπων. Έτσι, μολονότι η θεωρία της αυθόρμητης τάξης υιοθετεί τον ατομικισμό, αυτός παραμένει μεθοδολογικά ισχυρός καθώς δεν είναι ούτε τυχαίος, ούτε μηδενιστικός.

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης ανάγει το σύνολο της κοινωνικής δράσης στη δράση των ατόμων. Έννοιες όπως η κοινωνία είναι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως συντομεύσεις έναντι των πολλαπλών ατομικών δράσεων. Έτσι, μολονότι η θεωρία εξηγεί τις κοινωνικές αθροιστικές οντότητες, αυτές ανάγονται στις βουλήσεις των επιμέρους ατόμων. Μολονότι όλοι οι φιλελεύθεροι αποδέχονται τη θεωρία της αυθόρμητης τάξης, υπάρχει διαφωνία ως προς την έκταση της εξηγητικής της ισχύος και το αν μερικές φορές ο αντιρασιοναλισμός της υποσκάπτει την παράδοση του φυσικού δικαίου που προϋποθέτει τη χρήση της λογικής για τον προσδιορισμό του ποιες πράξεις είναι ηθικώς αποδεκτές και ποιες όχι.

Οι ρίζες της ιδέας της αυθόρμητης τάξης συνήθως εντοπίζονται στον Σκωτσέζικο Διαφωτισμό του 18ου αιώνα και τις απαρχές των σύγχρονων οικονομικών της αγοράς, αλλά οι στοχασμοί πάνω στην ιδέα ότι η κοινωνία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια φυσική διαδικασία που δεν προϋποθέτει ιδιαίτερα κάποια κεντρική διεύθυνση είναι κατά πολύ προγενέστεροι. Ο αρχαίος Κινέζος φιλόσοφος Τσουάνγκ Τσου ήταν ίσως ο πρώτος που έγραψε γι' αυτή την πιθανότητα. Είπε ότι “κάθε άτομο θα πρέπει να επιδιώκει τις κλίσεις του… . Οδηγείται κανείς στο ιδανικό της μη εξουσίας και στη μέθοδο του να αφήνεται ο κόσμος ελεύθερος”.

Στην αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, η πολιτική εθεωρείτο το ανώτερο ανθρώπινο επίτευγμα και η έμφαση στη δημόσια σφαίρα ως την υλοποίηση της ελευθερίας εμπόδισε τις κοινωνικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν τότε από το να προσεγγίσουν τα πρότυπα της αυθόρμητης τάξης. Μεγάλο μέρος μάλιστα της θεωρίας της αυθόρμητης τάξης αφορά την απόρριψη του κλασσικού ιδανικού του “δημόσιου πνεύματος”.

Στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο, οι πρώτες επεξεργασμένες εκφράσεις της ιδέας της αυθόρμητης τάξης διαφαίνονται στα γραπτά της σχολής της Σαλαμάνκα που αφορούν οικονομικά θέματα. Αυτοί οι Ιησουίτες ιερείς του 16ου αιώνα, παρά τις αριστοτελικές πνευματικές τους καταβολές, κατάφεραν να προσαρμόσουν αυτή την λίγο υποσχόμενη διδασκαλία στα χαρακτηριστικά της οικονομίας της αγοράς. Η δική τους θεωρία της αυθόρμητης τάξης πηγάζει σχεδόν αποκλειστικά από μια κατανόηση της οικονομίας της αγοράς που χαρακτηρίζεται από το μηχανισμό των τιμών, την υποκειμενική αξία και την προσφορά και ζήτηση. Αντίθετα προς την κυρίαρχη θεωρία της αξίας που βασίζεται στο κόστος παραγωγής ή την εργασία, η οποία πηγάζει από το χριστιανικό φυσικό δίκαιο, η σχολή της Σαλαμάνκα πίστευε ότι η οικονομική αξία προκύπτει από την υποκειμενική επιλογή και έφτασε στο συμπέρασμα ότι οι θεωρίες αξίας που βασίζονται στο κόστος της παραγωγής παρείχαν μια εσφαλμένη εξήγηση της ανόδου των τιμών πέραν των επιπέδων εκκαθάρισης της αγοράς. Συγγραφείς όπως ο Μολίνα ταύτισαν τη “δίκαιη” τιμή με την ανταγωνιστική τιμή. Μολονότι δεν μπορεί να εντοπιστεί η ιδέα της οριακής αξίας σ' αυτούς τους συγγραφείς, οι θεωρίες τους περιείχαν αρκετή βασική οικονομική σκέψη της αγοράς για να εξηγήσουν, και να αποτιμήσουν θετικά, τις αυτοδιορθωνόμενες διαδικασίες της ελεύθερης συναλλαγής.

Ένα σημαντικό επίτευγμα της σχολής της Σαλαμάνκα ήταν η ανακάλυψη της ποσοτικής θεωρίας του χρήματος. Η Ισπανία του 16ου και 17ου αιώνα είχε γνωρίσει μεγάλα επίπεδα πληθωρισμού ως αποτέλεσμα της εισροής χρυσού και αργύρου από τον Νέο Κόσμο. Ο Μολίνα και άλλοι συγγραφείς της Σαλαμάνκα ανέπτυξαν μια θεωρία πληθωρισμού η οποία τους οδήγησε στη συνέχεια στη δικαιολόγηση της ύπαρξης και λειτουργίας των τραπεζών. Οι στοχαστές αυτοί υποστήριξαν ότι η αποκόμιση κερδών επί των συναλλαγών δεν συνιστούσε τοκογλυφία καθώς τα κέρδη αυτά συνέβαλλαν στην παραγωγή και δεν αντέβαιναν στο φυσικό δίκαιο - παρά το γεγονός ότι τόσο το κανονικό όσο και το αστικό δίκαιο απαγόρευαν την τοκογλυφία.

Ένα ισχυρό θέμα της αυθόρμητης τάξης ήταν ανέκαθεν η ιδέα ότι οι μηχανισμοί αυτόματου συντονισμού και αυτοδιόρθωσης στην κοινωνία δεν εκτείνονται μόνο στα οικονομικά αλλά και σε άλλα πεδία. Στον 17ο αιώνα, η ιδέα αυτή εκτεινόταν σε μια θεωρία κοινοδικαίου που διατύπωσε ο Sir Matthew Hale, ο οποίος έφτασε στο συμπέρασμα ότι ο νόμος δεν παράγεται από την αφηρημένη λογική, αλλά αντίθετα προϋποθέτει ένα είδος πρακτικής λογικής. Ο νόμος εξαρτάται από την εφαρμογή γενικών αρχών σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, κι αυτή η επεξεργασία είναι σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της εμπειρίας. Είναι καλύτερο να βασιζόμαστε σε ένα σώμα σταθερών και γνωστών κανόνων “ακόμη και όταν δεν είναι προφανής η συγκεκριμένη λογική τους”. Ο Hale επέκρινε την θεωρία κυριαρχίας του Hobbes. Ενώ παραδεχόταν ότι η τελική αρχή του νόμου βρίσκεται στον Βασιλιά ή το Κοινοβούλιο, δεν πίστευε ότι θα έπρεπε να δρουν ανεξέλεγκτα. Έγραφε στο πλαίσιο μιας αγγλικής παράδοσης η οποία θεωρούσε το κοινοδίκαιο υπέρτερο της νομοθεσίας - μια μάχη που το δικαστικό σώμα έχασε τελικά μετά το 1688, όταν το βρετανικό σύνταγμα σχετίστηκε με την απεριόριστη εξουσία του κυρίαρχου Κοινοβουλίου. Είναι βεβαίως αλήθεια ότι το σύστημα του κοινοδικαίου επεβίωσε, αλλά η εξέλιξη αυτή εγείρει ένα θεμελιώδες πρόβλημα ως προς την θεωρία της αυθόρμητης τάξης - το αν απλώς υμνεί την αβοήθητη επιβίωση της κοινωνικής τάξης ή επιπλέον προστατεύει και την ελευθερία του ατόμου. Το να βασιζόμαστε αποκλειστικά σε θεσμούς που συνιστούν το αποτέλεσμα της κοινωνικής εξέλιξης μπορεί να μην αποδειχθεί στην πράξη επαρκές για τη διασφάλιση μιας ελεύθερης κοινωνίας. Είναι πιθανόν ένα γραπτό σύνταγμα που να διέπεται από μια αφηρημένη λογική να είναι αναγκαίο για την διαφύλαξη της αυθόρμητης τάξης. Επιπλέον, μήπως και η ίδια η κυριαρχία του Κοινοβουλίου δεν ήταν αποτέλεσμα αυθόρμητης τάξης εφόσον εγκαθιδρύθηκε στη Βρετανία μέσα από μια σειρά αποφάσεων του κοινοδικαίου, συμβατών με τη νομική σκέψη του Hale;

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης πρότεινε ότι εύτακτες κοινωνίες μπορούν να αναδυθούν από τις ιδιοτελείς πράξεις αποκεντρωμένων ατόμων που δεν έχουν ως άμεσο στόχο την προώθηση του κοινού καλού. Η πολιτική φιλοσοφία όμως πάντα υπέθετε ότι η επιδίωξη του κοινού καλού εξαρτάται από τον παραμερισμό του ιδιοτελούς συμφέροντος. Αυτό που χρειάζεται συνεπώς είναι μια θεωρία που να καθιστά το ιδιοτελές συμφέρον συνεπές με την κοινωνικά επωφελή πράξη. Η θεμελίωση αυτής της προσέγγισης διατυπώθηκε από τον Bernard Mandeville, συγγραφέα του “ανήθικου” Μύθου των Μελισσών (Fable of the Bees) που δημοσιεύθηκε το 1714. Ο Mandeville έγραφε σε μια εποχή ηθικής θέρμης όπου ο εγωισμός καταδικαζόταν και οι άνθρωποι παρακινούνταν να δρουν αλτρουιστικά, θυσιάζοντας το ιδιοτελές τους συμφέρον προς όφελος του κοινωνικού. Ο Mandeville υποστήριξε ότι αυτή η προσπάθεια ήταν μάταια και χωρίς νόημα, και ότι το ιδιοτελές συμφέρον παρήγε, χωρίς να υπάρχει η αντίστοιχη πρόθεση, κοινωνική ευημερία. Παρατήρησε ότι οι “μέλισσες”, όταν δρουν εγωιστικά παράγουν τον καταμερισμό της εργασίας, την ελεύθερη αγορά και το διεθνές εμπόριο. Αυτό το χειροπιαστό μάθημα τον οδήγησε να αντιπαραβάλει την αρετή με το εμπόριο και να υμνήσει τον εγωισμό: “Έτσι, το κάθε μέρος ήταν γεμάτο  πάθη / αλλά το σύνολο ήταν παράδεισος” (Thus every part was full of vice/Yet the whole mass a paradise). Οι πράξεις του φαυλότερου συνεισέφεραν κάτι το πολύτιμο. “Ο χειρότερος από το πλήθος / έκανε κάτι για το κοινό καλό”. (The worst of all the multitude/Did something for the common good).

Ο Mandeville όμως δεν προσέφερε κάποια ευρύτερη εξήγηση του πώς μπορεί το ιδιοτελές συμφέρον να παραγάγει κοινωνική αρμονία στα οικονομικά και την κοινωνία. Το πρόβλημα αυτό επιλύθηκε από τον David Hume, ο οποίος, ενώ κατέστρεφε τα ορθολογιστικά θεμέλια της ηθικής, κατάφερε ταυτόχρονα να παραγάγει μια πειστική ηθική που ταιριάζει στην αυθόρμητη τάξη. Διακηρυκτικός του στόχος ήταν να μετριάσει τις αξιώσεις της λογικής. Υποστήριξε ότι “δεν αντίκειται στη λογική να προτιμώ την καταστροφή του κόσμου από το γρατζούνισμα του δαχτύλου μου”, αλλά αυτό το παράδοξο δεν απέκλειε την κατάδειξη της αυθόρμητης τάξης. Ακόμη, ο Hume θεωρούσε το ιδιοτελές συμφέρον ως κάτι το σχετικά σταθερό: “Καθώς είναι αδύνατο να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε το οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο της φύσης μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αλλάξουμε τις συνθήκες και την κατάστασή μας και να καταστήσουμε την τήρηση των νόμων της δικαιοσύνης το στενότερο συμφέρον μας, και την παράβασή τους το πιο απομακρυσμένο”.

Ο Hume παρατήρησε ότι μαθαίνουμε τους νόμους της δικαιοσύνης μέσω της διαρκούς αλληλεπίδρασής μας με άλλους ανθρώπους, συχνά μέσω των συναλλαγών μας μ' αυτούς, πρακτικές που γρήγορα οδηγούν στην εγκαθίδρυση τριών κοινωνικών κανόνων, οι απαρχές των οποίων βρίσκονται στις συμβάσεις των ηθών - την σταθερότητα της ιδιοκτησίας, τη μεταβίβασή της μέσω συναίνεσης, και την τήρηση των συμβάσεων. Ενώ ο Hobbes έβλεπε το κοινωνικό παίγνιο ως μία εφάπαξ εμπειρία στην οποία οι απελπισμένοι άνθρωποι παρέδωσαν όλα τους τα δικαιώματα σε έναν κυρίαρχο ηγεμόνα, ο Hume έβλεπε επαναλαμβανόμενα παίγνια, στα οποία οι άνθρωποι μαθαίνουν τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας. Η φύση όμως αυτών των κανόνων δεν αλλάζει καθώς προκύπτουν από την “οριοθετημένη γενναιοδωρία του ανθρώπου καθώς και τη λιγοστή φροντίδα της φύσης για τις ανάγκες του”. Τα συμβατικά ήθη που αναπτύσσονται μέσω της επαναλαμβανόμενης κοινωνικής αλληλεπίδρασης είναι τεχνητά, αλλά ταυτόχρονα φυσικά για τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι αναπτύσσουν επίσης την ικανότητα της ανταποδοτικής συμπεριφοράς, με την οποία οι εγωιστές μπορούν να προάγουν τα συμφέροντά τους ενεργώντας κατά καιρούς γενναιόδωρα: “Μαθαίνω να προσφέρω μια υπηρεσία σε κάποιον άλλο” έγραψε “χωρίς να τρέφω αισθήματα καλοσύνης προς αυτόν, γιατί προβλέπω ότι θα μου το ανταποδώσει”.

Ο Adam Smith, όπως και ο Hume αντιμετώπιζε με μεγάλο σκεπτικισμό το ρόλο της λογικής στις ανθρώπινες υποθέσεις, και ιδίως τις προσπάθειες να υπαχθεί η κοινωνία σε ένα αφηρημένο σχέδιο χωρίς αναφορά στην εμπειρία: υποστήριζε ότι ο νομοθέτης δεν θα διέθετε τη γνώση του χρόνου και του τόπου που χρησιμοποιούν τα άτομα, μαζί με τη φυσική τους ελευθερία, για να συντονίζουν τις ανθρώπινες δράσεις. Οι πολυτιμότεροι κοινωνικοί θεσμοί δεν είναι προϊόν λογικής. Ο καταμερισμός της εργασίας δεν είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης σοφίας, αλλά η αναγκαία συνέπεια “μιας κάποιας έφεσης να ανταλλάσσουμε το ένα πράγμα με το άλλο”. Γενικά, αν επιτραπεί στους ανθρώπους να ασκήσουν τη φυσική τους ελευθερία, θα αναδυθεί μια κοινωνική τάξη πολύ πιο περίπλοκη από οτιδήποτε έχει εσκεμμένα σχεδιαστεί. Πράγματι, ο Σμιθ συνειδητοποιούσε το γεγονός ότι η κοινωνική ευημερία ήταν το προϊόν της απρόθετης δράσης. Κατά το περίφημο απόσπασμά του, ο άνθρωπος “επιδιώκοντας το ιδιοτελές του συμφέρον… συχνά προάγει το αντίστοιχο κοινωνικό αποτελεσματικότερα απ' ό,τι όταν όντως έχει ως σκοπό την προαγωγή του”. Παρατήρησε ότι η αγορά συντονίζει αυθόρμητα την ανθρώπινη δράση και ότι το κράτος δεν μπορεί να βελτιώσει την αποτελεσματικότητά της: “Κανένας ρυθμιστικός έλεγχος του εμπορίου δεν μπορεί να αυξήσει το ποσό της παραγωγικότητας σε κανένα μέρος της κοινωνίας πέρα απ' αυτό που μπορεί να διατηρήσει το κεφάλαιό της”.

Το αυθόρμητο όμως στοιχείο - χωρίς συνειδητή παρέμβαση - δεν επαρκούσε για τον Σμιθ. Διατύπωσε έτσι μια στοιχειώδη θεωρία δημόσιων αγαθών, αυτών των οποίων η παραγωγή δεν θα συνέφερε κανέναν ιδιώτη. Ο Σμιθ προσάρμοσε επίσης των αντιρεπουμπλικανικό ατομικισμό του, υποστηρίζοντας ότι η υπερβολική έγνοια προς το εμπόριο μπορεί να υπονομεύσει την αφοσίωση στην κοινότητα και να παραγάγει αντικοινωνικά αποτελέσματα. Οι άνθρωποι μπορεί να αποξενωθούν και να μην εσωτερικεύσουν τους κανόνες που είναι απαραίτητοι για τη διατήρηση της αυθόρμητης τάξης. Ακόμη, ο Σμιθ δεν είδε ποτέ τα πλεονεκτήματα κάποιων εμπορικών θεσμών που παρήχθησαν αυθορμήτως, όπως η μετοχική εταιρία. Παρά τις επισημάνεις αυτές όμως, παρουσίασε ένα πειστικό επιχείρημα υπέρ της αυθόρμητης τάξης.

Πέρα από τον Hume και τον Σμιθ, και ο Σκωτσέζος κοινωνικός φιλόσοφος Adam Ferguson διατύπωσε επιχειρήματα που ανήκουν σταθερά στο πλαίσιο της αντιρασιοναλιστικής παράδοσης. Έβλεπε την κοινωνία ως όμορη με τον άνθρωπο, και θεωρούσε ότι οι δεσμοί της προκύπτουν “από τα ένστικτα και όχι τους λογισμούς των ανθρώπων”. Επεσήμανε ότι οι κοινωνίες αναπτύσσονται μέσα από μια διαδικασία εξέλιξης και “τα έθνη σκοντάφτουν πάνω σε θεσμούς, που είναι όντως το αποτέλεσμα ανθρώπινης δράσης, αλλά όχι εκτέλεσης κάποιου ανθρώπινου σχεδίου”. Ένας ιδιαίτερα σημαντικός παράγοντας στην εξελικτική διαδικασία είναι η ανάπτυξη και η προστασία της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Μετά τον Σμιθ και τον Ferguson, η σημασία της σκωτσέζικης σχολής για την θεωρία της αυθόρμητης τάξης μειώθηκε, εν μέρει καθώς οι εκπρόσωποι της σχολής συσχετίστηκαν με την εργασιακή θεωρία της αξίας, που βρήκε την πληρέστερη έκφρασή της στο έργο του David Ricardo και, εντέλει, του Karl Marx.

Μεταξύ των πιο πρόσφατων συγγραφέων, η έννοια της αυθόρμητης τάξης απασχόλησε πολλούς σύγχρονους οικονομολόγους, κυρίως μέλη της Αυστριακής Σχολής. Το έργο του Carl Menger Προβλήματα στην Κοινωνιολογία και τα Οικονομικά είχε ως στόχο την απόρριψη των αξιώσεων των Γερμανών ιστορικιστών που απέρριπταν την εγκυρότητα των αφηρημένων, καθολικών νόμων των οικονομικών, υποστηρίζοντας ότι τα οικονομικά αφορούν τις ιστορικές αλήθειες που οριοθετούνται από τον χρόνο και τις περιστάσεις. Ο Μένγκερ χρησιμοποίησε τη θεωρία της αυθόρμητης τάξης για να υποστηρίξει τα συμπεράσματά του ως προς τους καθολικούς νόμους των οικονομικών. Χρησιμοποίησε την αφαιρετική μέθοδο για να εξηγήσει την εμφάνιση του χρήματος, των αγορών, της γλώσσας και του νόμου - επρόκειτο για φαινόμενα που ο Μένγκερ ονόμαζε οργανικά, καθώς ήταν τα αποτελέσματα σχεδόν φυσικών διαδικασιών. Τα αντιπαρέβαλε με πραγματιστικούς θεσμούς που είναι το αποτέλεσμα σκόπιμου προς τούτο ανθρώπινου στοχασμού: “Οι αγορές, ο ανταγωνισμός, το χρήμα και πολλές άλλες κοινωνικές δομές ήδη είχαν εμφανιστεί σε ιστορικές εποχές όπου δεν μπορούμε να μιλάμε για σκόπιμη δράση της κοινότητας… η οποία να κατευθύνεται προς την εγκαθίδρυσή τους”, έγραφε. Σε ένα παράδειγμα, το χρήμα, ο Menger κατέδειξε τον τρόπο με τον οποίο πράξεις που έρχονται ως αποτέλεσμα ιδιοτελούς συμφέροντος οδηγούν στην εγκαθίδρυση ενός αγαθού (πχ, του χρυσού) ως μέσου συναλλαγής που ήταν χρήσιμο σε πολλές περιστάσεις και δεν χαρακτηριζόταν από τις μορφές αναποτελεσματικότητας του αντιπραγματισμού.

Παρ' όλα αυτά, ο Μένγκερ ποτέ δεν υποστήριξε δογματικά ότι οι οργανικοί θεσμοί είναι ανώτεροι από τους αντίστοιχους πραγματιστικούς. Για να εξηγήσει, για παράδειγμα το κοινοδίκαιο, έγραψε ότι “αρκετά συχνά αποδείχθηκε επιβλαβές για το κοινό καλό… και η νομοθεσία εξίσου συχνά μετέβαλε το κοινοδίκαιο κατά τρόπο αρμόζοντα στο κοινό καλό”. Παρ' όλα αυτά ο Μένγκερ παρήχε τα μεθοδολογικά υλικά με τα οποία ο Φρίντριχ Χάγιεκ κατασκεύασε μια συστηματική κανονιστική θεωρία της αυθόρμητης τάξης.

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης του Χάγιεκ πηγάζει από τις φιλοσοφικές του επιθέσεις εναντίον του ορθολογισμού και του επιστημονισμού. Ο Χάγιεκ απέρριπτε την ιδέα ότι ο κοινωνικός κόσμος διέπεται από νόμους ανάλογους προς τους φυσικούς νόμους και ότι η λογική μπορεί να τους αποκαλύψει, επιτρέποντας έτσι στην κοινωνία να αναδιοργανωθεί στη βάση ορθολογικών αρχών. Δεν διαθέτουμε τη γνώση για να κάνουμε εκείνες τις προβλέψεις από τις οποίες εξαρτάται ένας τέτοιος σχεδιασμός. Το μέλλον είναι αδιάγνωστο καθώς η γνώση διασπείρεται δυνητικά σε εκατομμύρια υποκείμενα δράσης και δεν είναι διαθέσιμη σε κανένα άτομο ή θεσμό, αλλά αναγκαστικά συντονίζεται από την αγορά. Ο Χάγιεκ περιγράφει την αυθόρμητη τάξη της αγοράς ως καταλλαγή (catallaxy). Σε αντίθεση με την οικονομία, που έχει έναν σχεδιασμένο σκοπό, η καταλλαγή δεν έχει σκοπό είναι απλώς ένα δίκτυο ατόμων - υποκειμένων δράσης, νοικοκυριών και εταιριών με καθένα απ' αυτά τα στοιχεία να επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς. Οι αποκεντρωμένες όμως δράσεις τους συντονίζονται μέσω του συστήματος συναλλαγής. Μια καταλλαγή βασίζεται στη “συμφιλίωση των διαφορετικών σκοπών προς το κοινό όφελος των συμμετεχόντων”. Μια τέτοια τάξη παράγει μια τάση προς την ισορροπία κυρίως μέσω του ανταγωνισμού και της επιχειρηματικότητας.

Κατά τη μεταπολεμική περίοδο κυριάρχησαν τα κεϋνσιανά οικονομικά, τα οποία, σε ευθεία αντίθεση προς την ιδέα ότι υφίσταται μια αυθόρμητη οικονομική τάξη, υποστήριζαν ότι ένα οικονομικό σύστημα που λειτουργεί σωστά απαιτεί ουσιαστική κρατική παρέμβαση. Τελικά, ο πληθωρισμός της δεκαετίας του 1970 επέφερε κάποια αλλαγή στις θεωρήσεις περί της οικονομίας. Η σταδιακή μείωση της κρατικής παρέμβασης σε πολλά πεδία της οικονομίας και η υιοθέτηση μιας πιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής που επιβράδυνε τον πληθωρισμό έδωσε μεγαλύτερο κύρος στην ιδέα της αυθόρμητης τάξης της αγοράς.

Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Χάγιεκ συνειδητοποίησε ότι το επιχείρημα υπέρ μιας ελεύθερης κοινωνίας δεν μπορεί να διατυπωθεί αποκλειστικά στη βάση των οικονομικών, και στον Δρόμο προς τη Δουλεία επεξέτεινε τη θεωρία της αυθόρμητης τάξης για να καλύψει και το νόμο, την πολιτική και τη συνταγματική δομή των κρατών. Υποστήριξε ότι, υπό κανόνες δίκαιης συμπεριφοράς, θα παραχθεί μια περίπλοκη κοινωνική τάξη μέσα από την ελεύθερη δράση. Αυτούς τους κανόνες τους περιέγραψε σε δύο σημαντικά έργα, το Σύνταγμα της Ελευθερίας, και το τρίτομο Law, Legislation, and Liberty (Νόμος, νομοθεσία και ελευθερία). Στο Σύνταγμα της Ελευθερίας  ο Χάγιεκ υποστήριξε ότι, μολονότι είναι πιθανό ένας επί τούτου σχεδιασμένος νομικός κώδικας να παράσχει κανόνες για μια ελεύθερη κοινωνία, η εξέλιξη είναι ένας πιο προσήκων μηχανισμός για τη διαμόρφωσή τους. Αυτή η εξελικτική ανάπτυξη συνέβη στο αγγλικό κοινοδίκαιο, το οποίο ποτέ δεν σχεδιάστηκε συνειδητά, αλλά αναπτύχθηκε σταδιακά με την εκάστοτε δικαστική υπόθεση, χωρίς να έχει κάποιον σκοπό πέρα από την κάλυψη των άμεσων αναγκών των αντιδίκων. Το αποτέλεσμα ήταν μια απρόθετη τάξη που ήταν συμβατή με μια ελεύθερη κοινωνία. Ο σχεδιασμός ενός νομικού κώδικα, υποστήριζε ο Χάγιεκ, ήταν ένα παράδειγμα κονστρουκτιβιστικού ορθολογισμού, καταδικασμένου σε αποτυχία καθώς οι άνθρωποι δεν διαθέτουν επαρκή γνώση για να διατυπώσουν τέτοιους κανόνες.

Η θεωρία της αυθόρμητης τάξης αποτελεί ένα κρίσιμης σημασίας θεμέλιο κάθε φιλελεύθερης θεωρίας για την κοινωνία, καθώς υπαγορεύει ότι οι εύκτακτες διαρρυθμίσεις και οι συνεργατικές προσπάθειες δεν προϋποθέτουν κάποιον οργανωτή και ότι, μάλιστα, οι προσπάθειες σχεδιασμού των κοινωνικών θεσμών όπως της οικονομίας, είναι καταδικασμένες να αποτύχουν.

Προτάσεις περαιτέρω μελέτης

Barry, Norman, P. “The Tradition of Spontaneous Order.” Literature of Liberty 5 (Summer 1982): 7–58.

Constant, Benjamin. The Principles of Politics Applicable to All Governments. Dennis O'Keeffe, trans. Indianapolis, IN: Liberty Fund, 2003.

Ferguson, Adam. An Essay on Civil Society. Edinburgh: Edinburgh University Press, 1966.

Grice Hutchinson, Marjorie. Early Economic Thought in Spain. London: Allen & Unwin, 1993.

Hamowy, Ronald. The Scottish Enlightenment and the Theory of Spontaneous Order. Carbondale: Southern Illinois University Press, 1984.

Hayek, Friedrich A. The Constitution of Liberty. Chicago: University of Chicago Press, 1960.

–––––. The Counter-Revolution of Science: Studies in the Abuse of Reason. Indianapolis, IN: Liberty Classics, 1979.

–––––. The Mirage of Social Justice. Chicago: University of Chicago Press, 1976.

–––––. Monetary Theory and the Trade Cycle. New York: A. M. Kelley, 1933.

–––––. Rules and Order. Chicago: University of Chicago Press, 1973.

–––––. Studies in Philosophy, Politics and Economics. Chicago: University of Chicago Press, 1964.

Hume, David. A Treatise of Human Nature. L. Selby Brigg, ed. Oxford: Clarendon Press, 1987.

Mandeville, Bernard. The Fable of the Bees. F. B. Kaye, ed. London: Oxford University Press, 1924.

Menger, Carl. Investigations into the Methods of the Social Sciences with Special Reference to Economics. New York: New York University Press, 1985.

Smith, Adam. An Enquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations. R. H. Campbell and A. S. Skinner, eds. London: Oxford University Press, 1976.

--

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στην Encyclopedia of Libertarianism και παρουσιάζεται στα ελληνικά με τη συνεργασία του ΚΕΦΙΜ “Μάρκος Δραγούμης”