© Christie''s
Από την Αννίτα Αποστολάκη
Ο οίκος δημοπρασιών Christie's έκλεισε αισίως πέρυσι 250 χρόνια λειτουργίας, έχοντας κατακτήσει τον τίτλο του πιο επιφανούς οίκου δημοπρασιών στον κόσμο, με έδρες στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Πώς έφτασε όμως ως εδώ; Ρίχνουμε μια ματιά στην πορεία του οίκου με τις περισσότερες τιμές ρεκόρ της τελευταίας δεκαετίας στο άκρως ανταγωνιστικό περιβάλλον των δημοπρασιών.
1766: Ίδρυση
Η πρώτη δημοπρασία του ιδρυτή του οίκου, James Christie, θεωρείται ότι έγινε στο Λονδίνο στις 5 Δεκεμβρίου του 1766, παρόλο που υπάρχουν αναφορές για δημοπρασίες κάτω απ' αυτό τ' όνομα από το 1759.
Μετά τη Γαλλική Eπανάσταση του 1789, το Λονδίνο άρχιζε να κερδίζει έδαφος και βαρύτητα ως καλλιτεχνικό κέντρο. Από αυτή τη μετατόπιση ενδιαφέροντος επωφελήθηκαν ιδιαιτέρως και οι οίκοι δημοπρασιών του Λονδίνου, όπως ο Christie's, ο οποίος είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους καλύτερους και πιο αξιόπιστους οίκους δημοπρασιών.
1958: Άνοιγμα στο εξωτερικό
Το πρώτο γραφείο εκτός έδρας του οίκου του Λονδίνου άνοιξε στη Ρώμη και έκτοτε επεκτάθηκε με γραφεία σε όλο τον κόσμο, κάνοντας την πρώτη εκτός έδρας δημοπρασία του στη Γενεύη, όπου εξακολουθεί να κάνει δημοπρασίες κοσμημάτων. Στη Νέα Υόρκη που τώρα έχει την έδρα του, ο Christie's έκανε την πρώτη του δημοπρασία μόλις το 1977, 13 χρόνια μετά την πρώτη δημοπρασία εκεί του αντ:ίπαλού του οίκου Sotheby's.
1973-1999: Προσπάθειες επέκτασης
Ο Christie's εισάγεται στο χρηματιστήριο το 1973, ως Christie's International plc και προσπαθεί να κερδίσει έδαφος. Από το 1989 που κατείχε το 42% της αγοράς δημοπρασιών, η ανάπτυξη του οίκου ήταν αργή, αλλά σταθερή: στα μέσα της δεκαετίας του '90 άρχισε να επεκτείνεται, αποκτώντας και αυτός κτηματομεσιτική εταιρεία και προχωρώντας σε συγχωνεύσεις με τις πρώτες του γκαλερί (Spink & Sons και Leger Gallery). Το 1995 έγινε ο πρώτος οίκος δημοπρασιών που έκανε έκθεση στην Κίνα, ενώ το 1996 κατάφερε, για πρώτη φορά από το 1954, να ξεπεράσει σε πωλήσεις το Sotheby's. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθούσε να μένει σημαντικά πίσω από το μεγάλο ανταγωνιστή του: τα ετήσια κέρδη του για το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του '90 ήταν κατά μέσο όρο 60 εκατομμύρια δολάρια (προ φόρου), τη στιγμή που του Sotheby's ήταν 265 εκατομμύρια δολάρια.
1998-2000: Αλλαγή πλεύσης & σκάνδαλο
Η διετία αυτή ήταν καθοριστικής σημασίας για τον οίκο Christie's. Ο επιχειρηματίας και συλλέκτης, Francois Pinault, αγόρασε εξ' ολοκλήρου τον οίκο το 1998 για 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια, αποσύροντάς τον απ' το χρηματιστήριο. Το αισιόδοξο κλίμα που είχε δημιουργηθεί με την αλλαγή ιδιοκτησίας του Christie's ήρθε να επισκιάσει το 2000 ένα σκάνδαλο για συμπαιγνία μεταξύ Christie's και Sotheby's για τον καθορισμό των προμηθειών που χρέωναν τους πελάτες του. Στο σκάνδαλο αυτό εμπλέκονταν τόσο ο τότε ιδιοκτήτης και πρόεδρος του Sotheby's, Alfred Taubman, ο οποίος εξέτισε ποινή δύο ετών στη φυλακή, όσο και ο τότε πρόεδρος του Christie's, Sir Anthony Tennant.
Μάλιστα, σύμφωνα με την έρευνα του Christopher Mason στο βιβλίο The Art of Steal (2004), o Tennant ήταν εκείνος που προσέγγισε πρώτος τον Taubman για τις προμήθειες που ανέθεσαν στους εκτελεστικούς διευθυντές τους να ορίσουν από κοινού. Όταν λοιπόν, ο Pinault αποφάσισε να αποπέμψει τον εκτελεστικό διευθυντή του, Christopher Davidge, χωρίς την αποζημίωση που ζητούσε μετά από 34 χρόνια στην εταιρεία, με τη δικαιολογία ότι η απόδοσή του δεν ανταποκρινόταν στον υψηλότατο μισθό του, ο Davidge αποφάσισε ν' αποκαλύψει στη δικαιοσύνη όλες τις λεπτομέρειες που ουσιαστικά «έκαιγαν» και τον Tennant. Εν τέλει, κινώντας τις γνωριμίες του, κατάφερε να πετύχει ασυλία για τον εαυτό του, τον Tennant και τον οίκο, εξασφαλίζοντας σε αντάλλαγμα την αποζημίωση των 8 εκατομμυρίων δολαρίων που ζητούσε και αφήνοντας ως αποδιοπομπαίο τράγο τον Taubman του Sotheby's.
Έκτοτε ο οίκος έκανε μια αναδίπλωση, κλείνοντας γραφεία ανά τον κόσμο και εστιάζοντας στις επιχειρήσεις του στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη. Ανάμεσα στα γραφεία που έκλεισαν ήταν και το γραφείο που διατηρούσε στην Αθήνα, το οποίο έκλεισε το 2001 στο απόγειό του καθώς οι δημοπρασίες σύγχρονης ελληνικής τέχνης του άγγιζαν το 100%. Όπως είχε δηλώσει τότε στην Καθημερινή η υπεύθυνη του οίκου στην Ελλάδα, Ελισάβετ Λύρα, η παρουσία του οίκου Christie's συνέβαλε ουσιαστικά στη διεθνοποίηση της ελληνικής αγοράς τέχνης.
Παρ' όλα αυτά, από τότε που ο οίκος βγήκε από το Χρηματιστήριο απέκτησε άλλη δυναμική -καθόλου τυχαίο, διότι έτσι δεν είχε την υποχρέωση, βάσει νόμου, ν' αναφέρει πλήρως τις συναλλαγές του. Αυτό σημαίνει ότι στον όγκο πωλήσεων που αναφέρει δύο φορές το χρόνο, δε συμπεριλαμβάνονται οι εγγυήσεις που δίνει στους πελάτες του για να σιγουρεύσει την πώληση των έργων τους στην συμφωνημένη τιμή. Άρα, δεν είναι ξεκάθαρο πόσα ακριβώς είναι τα καθαρά κέρδη για τον οίκο από τις πετυχημένες δημοπρασίες του.
Βέβαια, δεδομένου ότι ο οίκος τελεί υπό την αιγίδα του Group Artemis του Pinault, ο οποίος μεταξύ άλλων είναι ο κύριος μέτοχος της εταιρείας Kering –που συνδυαστικά ελέγχουν μάρκες πολυτελείας όπως οι Gucci, Saint Laurent, Balenciaga, Stella McCartney, Bottega Veneta και Chateau Latour– δε θα λέγαμε ότι πάσχει από έλλειψη πόρων για τη χρηματοδότησή του. Για την ακρίβεια, αυτός ο αέρας πολυτελείας της νέα ιδιοκτησίας άλλαξε και το προφίλ του οίκου δημοπρασιών, δίνοντάς του έτσι έναν πιο lifestyle χαρακτήρα που τελικά τον οδήγησε στην κορυφή της αγοράς.
© Christie''s
2006-2008: Κατακτώντας την κορυφή
Συγκεκριμένες κινήσεις, όπως η εγγύηση 21 εκατομμυρίων δολαρίων προς το ίδρυμα του Donald Judd για να εκτεθούν τα έργα στον οίκο το 2006, προκάλεσαν το έντονο ενδιαφέρον των αγοραστών. Μια τέτοια κίνηση ήταν και η εξαγορά της γκαλερί Haunch of Venison από τους Harry Blain και Graham Southern, μιας από τις πιο επιφανείς γκαλερί σύγχρονης τέχνης, η οποία εκπροσωπούσε καλλιτέχνες όπως ο Bill Viola, ο Richard Long και ο Keith Tyson. Η εξαγορά αυτή προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις για το κατά πόσο ήταν θεμιτό ένας οίκος δημοπρασιών να εμπλακεί με έναν τόσο προφανή τρόπο στην πρωτογενή αγορά. Την ίδια περίοδο άρχισε να διαφαίνεται και η κυριαρχία του Christie's στην αγορά: μεταξύ 2006 και 2007, ο οίκος έστησε τις 5 μεγαλύτερες δημοπρασίες όλων των εποχών και άρχισε να σπάει μαζικά ρεκόρ πωλήσεων, όπως με τα 3,5 εκατομμύρια δολάρια για ένα βιολί Stradivarius, και τα 80,4 εκατομμύρια δολάρια για τον πίνακα Le Bassin Aux Nympheas του Μονέ –την υψηλότερη τιμή που έχει δοθεί ποτέ για έργο του καλλιτέχνη.
2008-2010: Η κρίση χτυπά
Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος για δύο χρόνια, με απολύσεις ανά τον κόσμο, την αποχώρηση των Blain & Southern από τη Haunch of Venison και φήμες για σκέψεις του Pinault να πουλήσει τον οίκο -αποτέλεσμα ίσως της γενικότερης κρίσης και ανασφάλειας που σηματοδότησε η κατάρευση της Lehmann Brothers.
2010 έως σήμερα: Επαναφορά και καθιέρωση
Όπως είναι γνωστό, η αγορά της τέχνης ανέκαμψε γρήγορα σε σχέση με άλλες αγορές. Και σ' αυτή την ανάκαμψη πρωτοστάτησε ο οίκος Christie's. Από τα μέσα του 2010 μέχρι και σήμερα πρωταγωνιστεί στους τίτλους των εφημερίδων για τις τιμές-ρεκόρ σε κάθε δημοπρασία:
*Το 2010, ο πίνακας Nude, Green Leaves and Bust του Πικάσο έγινε ένας απ' τους πιο ακριβούς πίνακες που έχουν πωληθεί ποτέ σε δημοπρασία, με τιμή στα 106,5 εκατομμύρια δολάρια, ενώ το γλυπτό Tete του Μοντιλιάνι έγινε το δεύτερο πιο ακριβό γλυπτό που έχει πουληθεί σε δημοπρασία.
*Το 2012, το ασημένιο κύπελο που δόθηκε στον Σπύρο Λούη πουλήθηκε για 860.000 δολάρια και έσπασε το ρεκόρ του πιο ακριβού Ολυμπιακού αντικειμένου σε δημοπρασία.
*Το 2013, το τρίπτυχο Three Studies of Lucian Freud του Φράνσις Μπέικον έγινε το πιο ακριβό έργο που έχει πουληθεί ποτέ σε δημοπρασία, με τιμή πώλησης τα 142,4 εκατομμύρια δολάρια.
*Και το 2015, ο οίκος Christie's έσπασε ξανά το ρεκόρ του πιο ακριβού έργου σε δημοπρασία, με τον πίνακα Les Femmes d' Alger (“Version O”) του Πικάσο, ο οποίος πωλήθηκε για 179,3 εκατομμύρια δολάρια, ενώ μερικούς μήνες αργότερα κατοχύρωσε και το ρεκόρ του δεύτερου πιο ακριβού πίνακα σε δημοπρασία, με τον πίνακα Nu Couche του Μοντιλιάνι, που έπιασε 170,4 εκατομμύρια δολάρια.
* Μόλις πέρυσι (2016), ο οίκος έσπασε και το ρεκόρ για το πιο ακριβό πετράδι που έχει πουληθεί ποτέ σε δημοπρασία, με το διαμάντι Oppenheimer Blue να πωλείται στα 56,8 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, καθώς και το ρεκόρ πίνακα Μεγάλου Δασκάλου της ζωγραφικής, με τον πίνακα Lot and his Daughters του Ρούμπενς να πωλείται στα 58,1 εκατομμύρια δολάρια.
Παρά τους πηχυαίους τίτλους και τα πρωτοσέλιδα, δεν έχουν λείψει τα προβλήματα τα τελευταία χρόνια: το 2015 ο οίκος Christie's είχε μια πτώση της τάξεως του 5% στον τζίρο του σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, ενώ ο τζίρος του 2016, που δεν έχει ανακοινωθεί ακόμη, αναμένεται ακόμη χαμηλότερος. Μέσα σ' αυτό το κλίμα συνέβη πέρυσι η αποχώρηση του Brett Gorvy –υπεύθυνου για τις μεγαλύτερες συμφωνίες του οίκου-, ενώ πρόσφατα αποχώρησε και η Patricia Barbizet, η οποία ανέλαβε τα καθήκοντα της εκτελεστικής διευθύντριας του οίκου το 2014 και ήταν, μάλιστα, η πρώτη γυναίκα στο ρόλο αυτό. Τη θέση της ανέλαβε ο Guillaume Cerutti, ενώ εκείνη θα επιστρέψει τελικά στο ρόλο της εκτελεστικής διευθύντριας του Group Artemis του Pinault.
Το εντεινόμενο κλίμα ανασφάλειας λόγω των πολιτικών εξελίξεων και τρομοκρατικών χτυπημάτων στο δυτικό κόσμο, αλλά και στην Κίνα, προβλέπεται να οδηγήσει σε ακόμη πιο μετριοπαθείς πωλήσεις το 2017. Ωστόσο, ο οίκος Christie's φαίνεται ήδη προετοιμασμένος ν' αντιμετωπίσει μια περαιτέρω πτώση του τζίρου των δημοπρασιών, δίνοντας έμφαση στις ιδιωτικές αγοραπωλησίες με επιμελημένες θεματικές εκθέσεις, αλλά και στις διαδικτυακές πωλήσεις μέσω των οποίων φιλοδοξεί να προσεγγίσει ένα πιο νεανικό κοινό. Όπως και να εξελιχθεί αυτή η χρονιά, το μόνο πρόβλημα του Christie's φαίνεται να είναι το ότι έχει θέσει πολύ ψηλά τον πήχη και θα είναι δύσκολο να τον διατηρήσει σε αυτό το επίπεδο -πόσο μάλλον να τον ξεπεράσει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2017 των Νέων της Τέχνης.