Η Ελλάδα δεν έχει τέλειο σύστημα υγείας. Όποιος έχει περάσει έστω και μια νύχτα σε εφημερία ξέρει τι σημαίνουν ελλείψεις προσωπικού, γραφειοκρατία, και εξαντλημένοι εργαζόμενοι. Δεν χρειάζεται να ωραιοποιήσουμε τίποτα. Χρειάζεται όμως να ξεχωρίσουμε την πραγματικότητα από το συλλογικό μας αυτομαστίγωμα, γιατί η εικόνα που έχουμε για το ΕΣΥ είναι πολύ πιο σκοτεινή απ’ ό,τι δικαιολογούν τα στοιχεία.
Στην ετήσια έκθεση του ΟΟΣΑ Health at a Glance 2025 η Ελλάδα δεν εμφανίζεται ως ουραγός. Αντίθετα, σε μια σειρά κρίσιμων δεικτών βρίσκεται κοντά ή και πάνω από τον μέσο όρο των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτό δεν είναι λεπτομέρεια. Είναι απόσταση ανάμεσα στο μετρήσιμο και στο βιωματικό, ανάμεσα σε αυτό που συμβαίνει και σε αυτό που πιστεύουμε ότι συμβαίνει.
Ας ξεκινήσουμε από το κόστος. Η Ελλάδα δαπανά 8,1% του ΑΕΠ για την υγεία, ποσοστό χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που κινείται περίπου στο 9,3%. Σε όρους αγοραστικής δύναμης δαπανά γύρω στα 3.607 δολάρια ανά πολίτη, όταν ο μέσος όρος βρίσκεται στα 5.967. Μόνο που αυτό το χαμηλότερο επίπεδο δαπανών δεν σημαίνει αυτόματα και λιγότερες υπηρεσίες. Ένα μεγάλο μέρος της διαφοράς προκύπτει από τις τιμές: το επίπεδο τιμών στον ελληνικό τομέα υγείας αντιστοιχεί περίπου στο 42% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Δηλαδή, το ίδιο ευρώ αγοράζει πολύ περισσότερη υγεία εδώ απ’ ό,τι σε πολλές άλλες χώρες. Αυτό λέγεται αποδοτικότητα. Και στο δημόσιο διάλογο περνάει συνήθως σαν να μην υπάρχει.
Δεύτερον, το προσδόκιμο ζωής. Οι Έλληνες ζουν κατά μέσο όρο 81,8 χρόνια, πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που είναι 81,1. Ξεπερνάμε χώρες με ασύγκριτα ακριβότερα συστήματα, όπως η Γερμανία, η Φινλανδία ή η Δανία. Δεν είναι μικρό πράγμα, ειδικά όταν το πετυχαίνεις με χαμηλότερη κατά κεφαλήν δαπάνη. Κάτι εδώ λειτουργεί καλύτερα απ’ όσο παραδεχόμαστε.
Τρίτον, η υποκειμενική υγεία. Μόλις περίπου 7% των Ελλήνων δηλώνει ότι βρίσκεται σε κακή ή πολύ κακή κατάσταση υγείας, έναντι περίπου 8% στον ΟΟΣΑ. Ακόμη και αν κρατάμε τις επιφυλάξεις του ίδιου του ΟΟΣΑ για τις διαφορές στη μεθοδολογία των ερευνών, η εικόνα παραμένει σαφής: δεν είμαστε κοινωνία που νιώθει άρρωστη. Και οι ΗΠΑ, με δαπάνες πάνω από 17% του ΑΕΠ, καταγράφουν πολύ υψηλότερα ποσοστά κακής αυτοαξιολόγησης. Η σχέση χρήματος και αποτελέσματος δεν είναι γραμμική.
Φυσικά, υπάρχουν βαριά αγκάθια. Οι νοσηλευτές είναι μόλις 3,8 ανά 1.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 9,2. Αυτό δεν είναι απλώς έλλειψη, είναι δομική υστέρηση που μεταφράζεται σε πίεση στα νοσοκομεία και σε λιγότερη φροντίδα ανά ασθενή. Ταυτόχρονα, το καθημερινό κάπνισμα παραμένει από τα υψηλότερα στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ σχεδόν οι μισές γυναίκες, περίπου 47%, είναι υπέρβαρες ή παχύσαρκες. Αυτές οι συνήθειες είναι ωρολογιακή βόμβα για τις μελλοντικές ανάγκες του συστήματος.
Και εδώ φτάνουμε στην πρόληψη. Ναι, επενδύουμε λίγο. Μόνο περίπου 1% των συνολικών δαπανών υγείας πάει στην πρόληψη, από τα χαμηλότερα ποσοστά στον ΟΟΣΑ. Όμως είναι σημαντικά υψηλότερο απ’ ό,τι ήταν το 2013. Παρά τη βραδύτητα και τις παλινωδίες, υπάρχει μια τάση που δείχνει ότι το σύστημα αρχίζει να κοιτάει πιο σοβαρά προς τα μπροστά, όχι μόνο προς τα επείγοντα.
Το συμπέρασμα δεν είναι ότι όλα πάνε καλά. Είναι ότι η ισοπεδωτική μιζέρια δεν βοηθά. Όταν μια κοινωνία πιστεύει ότι ζει σε υγειονομικό ναυάγιο, χάνει την ψυχραιμία της, ζητάει λάθος πράγματα, επιβραβεύει λάθος πολιτικές και σπρώχνει το σύστημα σε μόνιμη άμυνα. Το ΕΣΥ χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, καλύτερη διακυβέρνηση, στόχευση πόρων, κίνητρα για ποιότητα και καινοτομία. Αλλά χρειάζεται και μια πιο τίμια δημόσια αποτίμηση. Η δυσφήμηση δεν το διορθώνει. Η νηφάλια αξιολόγηση, ναι.
