Από την αρχαία Ρώμη ως τον σύγχρονο δικαστικό μας πολιτισμό, η αθωότητα μέχρι αποδείξεως του εναντίου ήταν αδιαπραγμάτευτη αρχή. Κανείς δεν θα χαρακτήριζε κατάδικον έναν πολίτη πριν απαγγελθούν οι κατηγορίες, πριν κατατεθεί το πρώτο αποδεικτικό στοιχείο, πριν στεγνώσει το μελάνι στην ετυμηγορία. Σήμερα, όμως, ζούμε σε εποχή που το #MeToo έκανε το χρέος του: έδωσε φωνή στους καταπιεσμένους, αποκάλυψε συστήματα σιωπής και συγκάλυψης και απεμπόλισε τα κοινωνικά ταμπού γύρω από την καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης. Παράλληλα όμως, ανέτρεψε την ισορροπία μεταξύ της κοινωνικής πεποίθησης και της νομικής πραγματικότητας.
Η μανία της δημόσιας καταδίκης δεν περιμένει πια τη δικαστική απόφαση. Τα social media έγιναν αρένες όπου ο κατηγορούμενος κατακεραυνώνεται πριν καν μάθουμε τι πραγματικά συνέβη. Το πλήθος απαιτεί αίμα και οι κάμερες ψάχνουν το σκάνδαλο. Όσο πιο διάσημος ο στόχος, τόσο πιο γρήγορα στήνεται η υποδοχή της κατακραυγής. Την ίδια στιγμή, η διάσημη ρήση «είναι αθώος μέχρι να αποδειχθεί ένοχος» δείχνει να εκφυλίζεται σε μια ξεπερασμένη φράση για σχολικά εγχειρίδια.
Το παράδειγμα του Kevin Spacey είναι θλιβερό. Το 2017 βρέθηκε αντιμέτωπος με σοβαρές κατηγορίες σεξουαλικής παρενόχλησης. Στη συνέχεια ακολούθησαν κι άλλες κατηγορίες εναντίον του με αντίστοιχο περιεχόμενο. Κανένα δικαστήριο δεν τον έκρινε ένοχο. Η δικαιοσύνη τον αθώωσε σε κάθε υπόθεση που εξετάστηκε. Κι όμως, η καριέρα του κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες. Οι πλατφόρμες ακύρωσαν τα πρότζεκτ του, τα στούντιο του Χόλιγουντ στάθηκαν αμήχανα. Ποτέ δεν του επεστράφη η δημόσια εικόνα που με μόχθο δεκαετιών είχε χτίσει. Τα tabloids έσκισαν τεύχη, οι σχολιαστές έγραψαν άρθρα, οι trolls αναπαρήγαγαν φήμες. Ο ίδιος βρέθηκε να δίνει μάχη για την ψυχική του υγεία, εγκαταλειμμένος από όλους.
Αυτή η νέα πρακτική, που επιλέγει την κοινωνική εξόντωση αντί της δικαστικής διαδικασίας, δεν προσφέρει μόνο δρόμο στα αληθινά θύματα· δημιουργεί ευκαιρίες για ψευδείς κατηγορίες. Τα βιβλία, οι σειρές, οι συνεντεύξεις γίνονται γρήγορο κέρδος. Η δικαιολογημένη απέχθεια προς το φερόμενο έγκλημα μετατρέπεται σε λάβα που καίει τα πάντα στο πέρασμά της. Πόσοι θα αρνηθούν τον πειρασμό να αποζημιωθούν από τη δημοσιότητα; Πόσοι δεν θα υποκύψουν στην ελκυστική υπόσχεση της συγκίνησης και της προσοχής σε μια εποχή που αυτά θεωρούνται απαραίτητα στοιχεία για την επιτυχία;
Η εύκολη απάντηση είναι να βελτιώσουμε τη νομική παιδεία του κοινού. Να εξηγήσουμε στους νέους για το βάρος της απόδειξης και τη σημασία της αμεροληψίας. Να εντάξουμε τη συζήτηση για τα δικαιώματα του κατηγορούμενου στα σχολικά προγράμματα. Κανείς δεν διαφωνεί με τα σεμινάρια και τα μαθήματα. Όμως πόσα σεμινάρια χρειάζονται για να συγκρατηθεί το ένστικτο του λιντσαρίσματος που καβαλάει και την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο; Πόση θεωρία αντέχει η ψυχή που ικανοποιείται από την καταιγίδα της δυσφήμισης;
Ο αγώνας μας πρέπει να γίνει πολιτισμικός. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε στους δημοσιογράφους ότι η δημοσιογραφική αρετή της εγκυρότητας και της αμεροληψίας έχουν νόημα πριν από το πρωτοσέλιδο, όχι μετά. Πρέπει ως καταναλωτές ειδήσεων να γυρίσουμε την πλάτη στις τηλεδίκες όταν αντιμετωπίζουν τον πολίτη σαν προϊόν προς κατανάλωση μίσους. Πρέπει να προβλεφθούν καλύτερα στο νομικό μας πολιτισμό οι αθέατες συνέπειες της οικονομικής, ψυχολογικής, και ηθικής εξόντωσης των άδικα κατηγορουμένων που καταστράφηκαν μόνο και μόνο επειδή ήταν διάσημοι και οι κατηγορίες εναντίον τους προσφέρονταν για «λαϊκά δικαστήρια».
Αλλά η πολιτική και η νομοθεσία αργούν. Η κοινωνία δεν αντέχει άλλο να βλέπει ομήρους την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το τεκμήριο της αθωότητας. Χρειαζόμαστε μια νέα ηθική συμφωνία. Να γίνει συνείδηση ότι πριν από την ετυμηγορία, ο κατηγορούμενος δικαιούται διάκριση, σεβασμό και σιωπή. Η λέξη «ύποπτος» ή «κατηγορούμενος» δεν αρκεί να του στερήσει δικαιώματα.
Η αληθινή ισορροπία δεν θα προέλθει από πρόσθετα μαθήματα. Θα γεννηθεί όταν η κοινωνία αρνηθεί να μετατραπεί σε όχλο. Όταν υπερασπιστούμε την αξιοπρέπεια όλων, ακόμα κι αυτών που φαινομενικά έχουν χάσει το δίκιο τους. Όταν θυμηθούμε ότι η πραγματική δικαιοσύνη δεν είναι μόνο ζήτημα καταδίκης των ενόχων, αλλά κυριότερα της προστασίας των αθώων.
Μόνο έτσι θα σπάσουμε το φαύλο κύκλο της δημόσιας καταδίκης χωρίς δίκη. Μόνο έτσι θα διασώσουμε την ίδια την έννοια της δικαιοσύνης. Ο κίνδυνος να χαθεί ο σεβασμός στο τεκμήριο αθωότητας είναι μεγαλύτερος από κάθε σκάνδαλο που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. Και αν τον αφήσουμε να περάσει, θα έχουμε χάσει κάτι ανεπανόρθωτο: τον πολιτισμό μας.