Όταν ο νόμος υπερισχύει: Οι δασμοί του Τραμπ και το όριο της προεδρικής εξουσίας

Σε μια εποχή όπου ο κρατικός παρεμβατισμός εμφανίζεται με κάθε λογής περιτύλιγμα — άλλοτε ως προστασία της βιομηχανίας, άλλοτε ως «εθνική ασφάλεια» — μια απόφαση ομοσπονδιακού δικαστηρίου στις ΗΠΑ ήρθε να θυμίσει τα όρια της εξουσίας, ακόμη και όταν αυτή ασκείται από ηγέτες που δηλώνουν υπέρμαχοι της ελεύθερης οικονομίας.

Το Liberty Justice Center, ένα νομικό think tank με οικονομικά φιλελεύθερο προσανατολισμό, κέρδισε πρόσφατα μια σημαντική υπόθεση εναντίον των αποκαλούμενων «δασμών της ελευθερίας» ή αλλιώς «Liberation Day Tariffs», που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Τραμπ στις αρχές Απριλίου. Οι δασμοί αυτοί —που αφορούσαν κυρίως εισαγωγές από την Ευρώπη— παρουσιάστηκαν ως μέσο «απελευθέρωσης» της Αμερικανικής οικονομίας από αθέμιτες διεθνείς πρακτικές. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε ότι η προεδρική απόφαση υπερέβαινε τις εξουσίες που παρέχει ο International Emergency Economic Powers Act, νομοθεσία που έχει σχεδιαστεί για έκτακτες και σαφώς ορισμένες καταστάσεις.

Η απόφαση δεν είναι απλώς μια νομική νίκη για τις δεκάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επλήγησαν από τους αιφνιδιαστικούς αυτούς δασμούς. Είναι και μία ένδειξη ότι ορισμένοι σημαντικοί χρηματοδότες του προέδρου —που στηρίζουν οικονομικά και το Liberty Justice Center — απομακρύνονται από τις πιο παρεμβατικές εκφάνσεις της πολιτικής του.

Πολλοί από αυτούς είχαν στηρίξει τον Τραμπ πιστεύοντας ότι θα ακολουθήσει μια φιλοεπιχειρηματική ατζέντα. Αντί αυτού, είδαν δασμούς που επιβλήθηκαν χωρίς διαβούλευση, χωρίς σαφή στρατηγική, και με αισθητό κόστος τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τους ίδιους τους παραγωγούς.

Ας είμαστε δίκαιοι: η συζήτηση για την εμπορική πολιτική των ΗΠΑ και την αντιμετώπιση πρακτικών όπως οι κρατικές επιδοτήσεις της Κίνας ή ο αθέμιτος ανταγωνισμός είναι απολύτως θεμιτή. Όμως η λύση δεν μπορεί να είναι οι μονομερείς αποφάσεις που πλήττουν τους συμμάχους και παρακάμπτουν τα θεσμικά αντίβαρα.

Η ουσία είναι ότι οι δασμοί, όσο «πατριωτικά» κι αν πλασαριστούν, είναι φόροι. Και κάθε φορά που το κράτος επεμβαίνει στην αγορά με τέτοιο τρόπο, δημιουργούνται στρεβλώσεις που τελικά ζημιώνουν την οικονομία και περιορίζουν την ελευθερία επιλογής για πολίτες και επιχειρήσεις.

Η απόφαση αυτή αποτελεί μια υπενθύμιση ότι ακόμη και η εκτελεστική εξουσία έχει όρια — όρια που ορίζονται από το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και την ανάγκη για προβλεψιμότητα στην οικονομική πολιτική. Και είναι ακριβώς αυτή η προβλεψιμότητα που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για να επενδύσουν, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας και να καινοτομήσουν.

Εν τέλει, πρόκειται για μια νίκη όχι απέναντι σε κάποιον πολιτικό αντίπαλο, αλλά υπέρ της αρχής της υπευθυνότητας στην άσκηση εξουσίας. Και αυτό είναι κάτι που κάθε φιλελεύθερος, ανεξαρτήτως κομματικών προτιμήσεων, μπορεί να αναγνωρίσει.