Η μουσική ως ύστατη αυταπάτη
Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ένας από τους τελευταίους μεγάλους εκπροσώπους της «χρυσής εποχής» του λατινοαμερικανικού μυθιστορήματος, επέλεξε να κλείσει την μυθοπλαστική του πορεία όχι με μια ηχηρή πολιτική αλληγορία ή ένα πολυπρόσωπο έπος, αλλά με ένα έργο μικρής φόρμας και εσωτερικής έντασης. Με το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου, που κυκλοφόρησε το 2023, λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Λιόσα απομακρύνεται από τις πολύπλοκες αφηγηματικές αρχιτεκτονικές των Συνομιλία στο Κατεντράλ, Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου ή Η πόλη και τα σκυλιά και παραδίδει μιαν ιστορία που μοιάζει περισσότερο με αποχαιρετιστήριο βλέμμα παρά με τελική κορύφωση.
Το κέντρο βάρους εδώ δεν είναι η αναμέτρηση με την Ιστορία ως γεγονός, αλλά η αναμέτρηση με την Ιστορία ως μνήμη, όνειρο και ουτοπία. Ο συγγραφέας στρέφεται σε μια πτυχή της περουβιανής ψυχής που δεν είχε μέχρι τώρα αναδείξει ως κεντρικό μοτίβο: την κρεολική μουσική, το βαλς των φτωχογειτονιών της Λίμα, τις μελωδίες που κουβαλούν τον ρυθμό μιας χώρας γεμάτης αντιφάσεις.
«Σας αφιερώνω τη σιωπή μου». Ο τίτλος ακούγεται σαν αποχαιρετισμός, σχεδόν σαν λογοτεχνική διαθήκη. Και πράγματι είναι. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, επιλέγει με αυτό το βιβλίο να αποχωρήσει από τη σκηνή όχι με ένα πολιτικό μανιφέστο ούτε με έναν ρωμαλέο στοχασμό περί γραφής, αλλά με μια νουβέλα βαθιά προσωπική, αμφίθυμη και εσωστρεφή. Ένα έργο που μοιάζει να διασώζει κάτι από την τελευταία φλόγα της δημιουργίας, αλλά ταυτόχρονα αποδομεί τη σημασία της.
Ο Λιόσα δεν γράφει εδώ για να πει. Γράφει για να σιωπήσει. Και μας αφιερώνει αυτήν τη σιωπή, σαν κάποιος που κατάλαβε πως δεν υπάρχει πια τίποτε να προσθέσει.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Τόνιο Ασπιλκουέτα, είναι καθηγητής και δημοσιογράφος στη Λίμα, με μια εμμονική αφοσίωση στην παραδοσιακή περουβιανή μουσική, τη μουσική των criollos, που ο ίδιος φαντάζεται ως το χαμένο νήμα της εθνικής ταυτότητας του Περού. Στην προσπάθειά του να συγγράψει την οριστική βιογραφία του ιδιοφυούς κιθαρίστα Λάλο Μολφίνο, ο Τόνιο επιδιώκει να αποδείξει ότι μέσα από τη μουσική αυτή –«καθαρά περουβιανή, λαϊκή, αυθόρμητη, μαγική»– μπορεί να επέλθει η συμφιλίωση μιας χώρας διαλυμένης από ταξικές, φυλετικές και ιδεολογικές συγκρούσεις.
Όμως η εμμονή του ήρωα μετατρέπεται σταδιακά σε ακραία προσωπική παραίσθηση. Δεν πρόκειται πια για ένα βιβλίο που θέλει να γράψει, αλλά για μια ιδεολογία που τον «καταλαμβάνει». Η κρεόλ μουσική δεν είναι απλώς η φωνή του Περού· γίνεται όραμα, σχεδόν μεταφυσικό, μιας ενότητας που δεν υπήρξε ποτέ. Και η κατάρρευση αυτού του οράματος –συμπτωματική και αναπόφευκτη– είναι και η κατάρρευση του ίδιου του Τόνιο. Η ήττα της ουτοπίας είναι και προσωπική και εθνική.
Το βιβλίο είναι λιτό, χωρίς την ορμή των παλαιότερων επικών μυθιστορημάτων του Λιόσα, αλλά φορτισμένο από μια συγκρατημένη μελαγχολία. Η πρόζα του, ευκρινής και καθαρή, με εξαιρετική απόδοση στη μετάφραση από τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, λειτουργεί σχεδόν σαν ακομπανιαμέντο: δεν υψώνει τόνους, δεν κορυφώνει το δράμα. Όλα ξετυλίγονται με μια στοχαστική αποδοχή, σαν να γράφει κάποιος που ξέρει πως δεν γράφει πια για να πείσει, αλλά μόνο για να καταγράψει.
Ο Λιόσα υπήρξε πάντοτε πολιτικός συγγραφέας, με την ευρύτερη έννοια: ενδιαφερόταν για τη σύγκρουση του ατόμου με την εξουσία, για την ιστορία που διαμορφώνει συνειδήσεις, για την ιδεολογία ως εμπειρία και παγίδα. Εδώ, όμως, το πολιτικό είναι υπόγειο. Η πραγματικότητα του Περού (το Φωτεινό Μονοπάτι, η διαφθορά, ο φυλετικός ρατσισμός, η κοινωνική αστάθεια) είναι παρούσα ως απόηχος, όχι ως κεντρικό θέμα. Το επίκεντρο είναι το βλέμμα ενός ανθρώπου που θέλησε να πιστέψει ότι η κουλτούρα μπορεί να υπερβεί τις διαφορές. Και που απέτυχε.
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το βιβλίο έρχεται στο τέλος μιας τεράστιας πορείας. Ο ίδιος ο συγγραφέας έχει δηλώσει ότι πρόκειται για το τελευταίο του μυθιστόρημα. Είναι ένα έργο αποχαιρετισμού, όχι όμως βαρύγδουπο ή δραματικό, αλλά σιωπηλό. Και αυτή η σιωπή έχει βάρος.
Ο τίτλος δεν είναι ποιητικός. Είναι κυριολεκτικός: Σας αφιερώνω τη σιωπή μου. Δεν σας αφήνω μια κληρονομιά ιδεών, ούτε ένα ηρωικό όραμα. Σας αφήνω αυτό που απομένει όταν όλα έχουν ειπωθεί: η συνείδηση ότι ίσως η φαντασία δεν αρκεί· ίσως η τέχνη δεν σώζει· ίσως το έθνος δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ με τον εαυτό του. Αλλά ακόμα κι έτσι, η γραφή αξίζει.
Το βιβλίο δεν είναι μελαγχολικό από απογοήτευση, αλλά από επίγνωση. Κι αυτή η επίγνωση είναι πολύ πιο επαναστατική από κάθε παλαιότερη ρητορεία.
Ο Τόνιο δεν είναι ένας ήρωας όπως ο Ούρια ή ο Ζίνο Καζαμάντρι. Είναι μια αντανάκλαση του ίδιου του Λιόσα σε έναν καθρέφτη παραμορφωτικό. Ο Τόνιο δεν τρελαίνεται από τη φιλοδοξία αλλά από την ανάγκη να πιστέψει. Κι αυτή είναι ίσως η πιο ανθρώπινη στιγμή του συγγραφέα του. Γιατί το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου δεν είναι μια εξιστόρηση· είναι μια εξομολόγηση.
Εδώ, ο Βάργκας Λιόσα είναι περισσότερο εκτεθειμένος από ποτέ. Πίσω από τις λέξεις, πίσω από τις αναφορές στη μουσική, πίσω από τον Λάλο Μολφίνο και την κρεόλ παράδοση, διακρίνεται ένας άντρας που αποχαιρετά όχι τον κόσμο αλλά την ίδια του τη φωνή.
Το Σας αφιερώνω τη σιωπή μου μπορεί να διαβαστεί ως μια πολιτισμική καταγραφή, ως πολιτική αλληγορία, αλλά πάνω απ’ όλα ως ηθική πράξη: ένας συγγραφέας που έζησε γράφοντας για την Ιστορία και τις πληγές της, κλείνει τον κύκλο του μιλώντας για την αδυναμία και την ομορφιά της τέχνης.
Η σιωπή που μας αφιερώνει δεν είναι παραίτηση· είναι η παραδοχή ότι τα έργα τέχνης δεν αλλάζουν τον κόσμο ολοκληρωτικά, αλλά μπορούν να αλλάξουν έστω για λίγο τον τρόπο που τον προσλαμβάνουμε. Και αυτό, για έναν συγγραφέα της εμβέλειας του Λιόσα, είναι μια μορφή συμφιλίωσης με τον εαυτό του και με τον χρόνο.
Μάριο Βάργκας Λιόσα – Σας αφιερώνω τη σιωπή μου, μτφρ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, εκδ. Καστανιώτη, σελ.: 236
* Ο Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης είναι συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας