Το κοκτέιλ μόδας και διπλωματίας δεν είναι κάτι νέο. Είναι μια σχέση που καταγράφεται από τον 16ο αιώνα όταν στις βασιλικές αυλές της Γαλλίας και του Πεδεμόντιου αντάλλασσαν κούκλες μόδας, γνώστες ως «Πανδώρα». Τα φορέματα που φοριούνταν στις Βερσαλλίες ήταν πλουμιστές, υπερβολικές δημιουργίες. Πριν ολοκληρωθεί μια παραγγελία, κατασκευαζόταν μια μινιατούρα του ενδύματος πάνω σε μια τέτοια κούκλα.
Αυτές οι κούκλες χρησιμοποιούνταν επί αιώνες από μοδίστρες, προκειμένου να συζητούν με τις πελάτισσές τους πριν ράψουν το τελικό ένδυμα. Αφού τα φορέματα είχαν φορεθεί, θαυμασθεί και προκαλέσει τον φθόνο στην Αυλή των Βερσαλλιών, οι κούκλες Πανδώρα ταξίδευαν σε όλη την Ευρώπη, όπου παρουσιάζονταν σε αριστοκρατική πελατεία πρόθυμη να μιμηθεί τις τελευταίες γαλλικές μόδες στις δικές της γκαρνταρόμπες.
Επιπλέον, όπως επισημαίνει η ιστορικός τέχνης Ελίζαμπεθ Μπλοκ και συγγραφέας του βιβλίου «Dressing up», οι γάμοι ευκατάστατων γυναικών της υψηλής κοινωνίας με δημόσιους αξιωματούχους και πρεσβευτές στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα «θεωρούνταν ότι συνιστούν πράξεις ήπιας διπλωματίας», επειδή οι γυναίκες αυτές στήριζαν ως πελάτισσες τα γαλλικά ατελιέ υψηλής ραπτικής και, έτσι, προωθούσαν τα γαλλικά επιχειρηματικά συμφέροντα στη χώρα τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση, όπως εξηγεί η Μπλοκ, ήταν η Φράνσις Φόλσομ, η οποία, κατά τη δεύτερη θητεία της ως Πρώτη Κυρία των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1893 έως το 1897, «προτιμούσε τη δημιουργό υψηλής ραπτικής Μαντάμ Λοντό και, κατά πάσα πιθανότητα, τον οίκο Ντουσέ».
Περισσότερο από έναν αιώνα μετά, το πράσινο φόρεμα, στο χρώμα του σμαραγδιού, που φόρεσε η Μελάνια Τραμπ στη λαμπερή βραδιά του Λευκού Οίκου προς τιμήν του πρίγκιπα διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, ήταν δημιουργία Έλι Σάαμπ. Ήταν ένα από τα πρώτα επίσημα δείπνα του Λευκού Οίκου με ξένο ηγέτη κατά τη δεύτερη θητεία του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ και το σμαραγδένιο, στράπλες φόρεμα έκλεψε τα φλας.
Το χρώμα της εντυπωσιακής, στράπλες δημιουργίας παρέπεμπε στην σημαία της Σαουδικής Αραβίας και συγκεκριμένα στο χρώμα της.
Καταπράσινη με ένα λευκό σπαθί και μια θρησκευτική φράση στα αραβικά. Η ενδυματολογική επιλογή της Πρώτης Κυρίας θεωρήθηκε ότι λειτούργησε ως μια σπάνια μορφή δημόσιας επίδειξης προσήλωσης στους στόχους του συζύγου της για την ενίσχυση των δεσμών με τη χώρα, ή αλλιώς η Μελάνια άσκησε τη διπλωματία της μόδας, πεδίο προνομιακό για εκείνη. Καθόλου τυχαία δεν ήταν και η επιλογή του Λιβανέζου μόδιστρου, αγαπητού και στην Ελλάδα.
Η μεγαλύτερη και πλέον φαντασμαγορική επίδειξη μόδας του Έλι Σάαμπ, για τα 45 χρόνια παρουσίας του οίκου στη Σαουδική Αραβία, πραγματοποιήθηκε πέρυσι στο Ριάντ. Για αυτό το σκοπό ταξίδεψαν εκεί η Τζένιφερ Λόπεζ, η Σελίν Ντιόν, η Χάλι Μπέρι και η Καμίλα Καμπέγιο. Η εκδήλωση ήταν από τις πιο προβεβλημένες κατά τη διάρκεια της «Riyadh Fashion Season», μιας σχετικά νέας διοργάνωσης, που αποτελεί μέρος του σχεδίου «Vision 2030» του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν για τη χώρα. Τίτλος της επικής βραδιάς «Οι Χίλιες και μια εποχές του Έλι Σάαμπ.
«Όταν δημιουργώ, σκέφτομαι ένα φόρεμα διαχρονικό, ένα φόρεμα που μπορεί να περάσει από τη μητέρα στην κόρη. Ο ύστατος στόχος είναι η γυναίκα που το δοκιμάζει να αισθάνεται σιγουριά και να αναδεικνύεται η θηλυκότητά της. Θέλω πάντα να νιώθει υπερυψωμένη, σχεδόν εξαίσια» είχε δηλώσει σε συνέντευξη του ο δημιουργός και το πέτυχε αν κρίνουμε από τις φωτογραφίες του φορέματος, που έκαναν τον γύρο του κόσμου.
Έλι Σάαμπ είχε φορέσει και η πρώην Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ, Μισέλ Ομπάμα. Είχε επιλέξει ένα φωτεινό κοστούμι στο μπλε του κοβαλτίου, το οποίο φόρεσε σε δύο διαφορετικές περιστάσεις. Φωτογραφία του κοστουμιού περιλαμβάνεται στο πολυτελές λεύκωμα, στο καινούριο της βιβλίο με τίτλο «The Look», ήδη best seller στο Amazon. Από τις 200 φωτογραφίες δεν θα μπορούσαν να λείπουν και τα βραδινά φορέματα που φόρεσε η «Μισέλ Ο» στα επίσημα δείπνα. Και έκανε κάτι έξυπνο, υπηρετώντας τη διπλωματία της μόδας.
Επιλέγοντας ξένους σχεδιαστές εγκατεστημένους στις Ηνωμένες Πολιτείες, προωθούσε συχνά τα εγχώρια ταλέντα και τη βιομηχανία, ενώ ταυτόχρονα απέδιδε με έξυπνο τρόπο έναν φόρο τιμής στη φιλοξενούμενη χώρα. Η Ομπάμα ήταν, άλλωστε, η πρώτη που είχε στιλίστρια, την Μέρεντιθ Κουπ, μια επαγγελματία επιφορτισμένη με το να συμβάλει στον καθορισμό της οπτικής στρατηγικής της Πρώτης Κυρίας για κάθε περίσταση, από δημόσιες εμφανίσεις μέχρι μεγάλες τελετουργικές στιγμές.
Το «The Look» έχει χαρακτηριστεί ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο, που αποτυπώνει μια κομβική στιγμή στην εξέλιξη του ρόλου της Πρώτης Κυρίας, όταν η ένδυση έγινε ακόμη σημαντικότερο μέρος της επικοινωνίας.
Όταν, με άλλα λόγια, το ντύσιμο έγινε επίσημα αναγνωρισμένο τμήμα της «δουλειάς». Και αυτό είναι πιο σημαντικό απ’ όσο μπορεί να φαίνεται. Το είχαν ανακαλύψει με τον τρόπο τους Πρώτες Κυρίες που προηγήθηκαν. Ακόμα και η Μέιμι Αιζενχάουερ επέλεγε έντονα, ζωηρά χρώματα καθώς έλεγε ότι τα ρούχα για μεγαλύτερες γυναίκες, είναι άχρωμα, ανιαρά και γεροντέ. Το ροζ ήταν το αγαπημένο της χρώμα εξ ου και το προσωνύμιο «πινκ Μέιμι».
Η Νάνσι Ρέιγκαν υπηρέτησε το «glitz and glamour» με τον έμπιστο μόδιστρο της, τον Ελληνοαμερικανό Τζέιμς Γκαλάνος, η Μπέτι Φορντ είχε μοναδικό στιλ, είχε δουλέψει άλλωστε στο χώρο και φυσικά το «είδωλο» Τζάκι Κένεντι. Ίσως καμία Πρώτη Κυρία δεν ήταν πιο εμβληματική για το στιλ της από την Τζάκι Κένεντι.
Για δεκαετίες, όρισε το πώς μπορεί να μοιάζει η διαχρονική αμερικανική κομψότητα, με το διακριτικό -αλλά ποτέ βαρετό-στιλ της από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Επειδή η Τζάκι, ως Πρώτη Κυρία, ήταν υποχρεωμένη να φορά ρούχα Αμερικανών σχεδιαστών, ανέπτυξε μια στενή σχέση με τον δημιουργό Όλεγκ Κασίνι.
Ο Κασίνι σχεδίασε πολλά από τα εμβληματικά ταγέρ και φορέματά της, καθώς και το shearling παλτό που φόρεσε στην ορκωμοσία του JFK, όλα εμπνευσμένα από τις ευρωπαϊκές τάσεις. Αργότερα, ως «Τζάκι Ο» λάτρεψε τις τσάντες Gucci και δεν της αποχωριζόταν. Ο οίκος βάφτισε «Τζάκι» μια από τις πλέον αναγνωρίσιμες τσάντες του.
Η διαδρομή από τις κούκλες μόδας των Βερσαλλιών έως το σμαραγδένιο φόρεμα της Μελάνιας Τραμπ και το ιλουστρασιόν λεύκωμα της Μισέλ Ομπάμα δείχνει ότι η μόδα δεν υπήρξε ποτέ απλώς διακοσμητική λεπτομέρεια, αλλά σταθερό εργαλείο διπλωματίας και ήπιας ισχύος.
Οι Πρώτες Κυρίες, από τη Μέιμι Έιζενχάουερ και τη Τζάκι Κένεντι μέχρι τη Μισέλ Ομπάμα έως και τη Μελάνια Τράμπ , λειτούργησαν, άλλες πιο συνειδητά, άλλες σχεδόν «σιωπηλά», ως ζωντανοί φορείς ενός οπτικού λεξιλογίου που απευθύνεται ταυτόχρονα στο εσωτερικό και στο διεθνές ακροατήριο, σαν σχόλιο για το πως η Αμερική παρουσιάζεται στον κόσμο.
Στον βαθμό που η δημόσια εικόνα γίνεται ολοένα και πιο οπτική και παγκοσμιοποιημένη, η μόδα των Πρώτων Κυριών μετατρέπεται σε μια ιδιότυπη, αλλά εξαιρετικά εύγλωττη, γλώσσα διπλωματίας. Η ανάγνωση αυτής της γλώσσας, πέρα από τα κλισέ περί «κομψότητας», επιτρέπει όχι μόνο την κατανόηση του πώς η εξουσία επιτελείται μέσω του σώματος και του ενδύματος, αλλά και το πώς αυτές οι γυναίκες διαπραγματεύονται τον ρόλο τους ανάμεσα στην παράδοση, την πολιτική και τη σύγχρονη πολιτισμική σκηνή.
