Η διπλή όψη των πραγμάτων
Βιβλίο

Η διπλή όψη των πραγμάτων

Τη μεταμορφωτική δύναμη της αγάπης, το κακό ως αναγκαίο συστατικό και απαραίτητο για το καλό, και τη δοσολογία που κάνει φάρμακο το φαρμάκι, αναδεικνύει ο ποιητής και ψυχίατρος σ' ένα βιβλίο διπλό, δύο ιστορίες αλλά η αλήθεια μία, όλοι μας κουβαλάμε σαν καύκαλο τα παιδικά μας χρόνια μέχρι να εμφανιστεί ο λόγος που θα μας μεταμορφώσει.

Θανάσης Χατζόπουλος «Ο κύριος Δαίμων & η Γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα», ζωγραφιές και σχέδια: Μιχάλης Μανουσάκης, εκδ. Καλειδοσκόπιο

«Όμως παρά το γυμνό τους πρόσωπο ήταν δύσκολο να αναγνωρίσεις από την όψη τους ποιος ήταν ο καθένας, ποιος πραγματικά ήταν. Άλλωστε η όψη είναι πάντοτε η επιφάνεια κάθε μορφής. Η μορφή όμως δεν εξαντλείται σ’ αυτήν. Υπάρχει και μια πλευρά της που δεν είναι για τα μάτια. Κι εκεί τα πράγματα κρίνονται αλλιώς».

Την απατηλή αλλά και διπλή όψη των πραγμάτων αποκαλύπτει και αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο σε ένα μαγικό βιβλίο και μαγευτικό «Ο κύριος Δαίμων & η Γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα» ο ποιητής και ψυχίατρος Θανάσης Χατζόπουλος χρησιμοποιώντας τον μόνο τρόπο που αντέχουν και ακούν πια οι άνθρωποι: την αλληγορία.

Οι δυο ιστορίες, τόσο πολύ διαφορετικές στη σύλληψη αλλά τόσο όμοιες όσον αφορά το κουκούτσι τους, με τον πιο σαγηνευτικό τρόπο αποδεικνύουν εκείνο που ήδη υποψιαζόμαστε: στη δοσολογία του διαφέρει το φάρμακο από το φαρμάκι. Ένα γράμμα εξάλλου χωρίζει τον άγιο από τον άγριο, στον παράδεισο το φως των πιστών είναι η φωτιά των απίστων και όσο για την τσουκνίδα που αναφέρεται στο βιβλίο, μας τρώει τα χέρια ωστόσο μαλακώνει τα τραύματα στο στομάχι.

Στην πρώτη ιστορία, ο κύριος Δαίμων λυγίζει κάτω από το βάρος του ονόματός του, ενός ονόματος συνδεμένου με το κακό, εξάλλου εκπεσόντες άγγελοι ή θεοί είναι οι περισσότεροι επί της γης, και μετά τα άπειρα μπλεξίματα και τις κακοτυχίες που προξενεί, επιθυμεί ν’ αποσυρθεί για να το ξεφορτωθεί. Άλλωστε η όψη του είναι αγριευτική και φοβιστική, κόκκινος και πρησμένος όπως κάθε μεθυσμένου ανθρώπου. Και όσο για τις αντιδράσεις που προξενεί, γίνεται όπως τον βλέπει ο απέναντι. Αγριεύοντας σε όποιον τον βλέπει άγριο ή τον αμφισβητεί. Ελάχιστοι τον αντιμετωπίζουν σαν ένα καλό άνθρωπο, επιτρέποντάς του να γίνει. Ωστόσο η απουσία του- παρά τη γενική χαρά και αγαλλίαση της αρχής, γρήγορα θα γίνει αισθητή ως ανία και πλήξη, μια γενική βαρεμάρα σαν θάνατος αφού έχει χαθεί ήδη η γεύση των πραγμάτων. Το καλό υπάρχει σε σχέση με το κακό, όπως και το γλυκό σε σχέση με το πικρό ή το ξινό. Το μαχαίρι μπορεί να σκοτώνει αλλά κόβει και το ψωμί, ας μην το ξεχνάμε. Δηλαδή, ίσως και να χρειαστεί να επανέλθει, παρουσία απαραίτητη για την ισορροπία του κόσμου.

Η γυναίκα με την πέτρινη γλώσσα στην άλλη ιστορία, γεννήθηκε σαν ένα έξυπνο κι ομιλητικότατο κοριτσάκι. Η γλωσσική της ικανότητα ωστόσο μεγαλώνοντας έγινε θάρρος, θράσος, δηλητήριο για τον απέναντι και της έκλεισε όλες τις πόρτες. Ως και τον εαυτό της δηλητηρίασε κι έτσι αποφάσισε να βυθιστεί στη σιωπή. Τα βοτάνια ενός φυσιοδίφη θα τη μουδιάσουν και θα την πετρώσουν στην αρχή, μέχρι να μπορέσουν να γίνουν το φάρμακο που μέσα από τη συζήτηση και την αγάπη του στο τέλος θα τη λυτρώσει.

Δυο πυκνές αλληγορικές ποιητικές ιστορίες που μιλάνε για το κακό που βαραίνει τον κόσμο και για το πώς ξαλαφρώνουν οι άνθρωποι έτσι και καταφέρουν και ξεφύγουν από τη σύγχυση και το κακό τους εαυτό. Έτσι κι αποδεχτούν ότι όλοι αυτό είμαστε: ένα κομμάτι από το μεγάλο παζλ του κόσμου.

Στο μεταξύ βεβαιώνεται ο καθένας πως κανένας δεν γεννήθηκε ηθελημένα καλός ή κακός, απλώς «τα ευχαριστημένα παιδιά δεν θα μπορούσαν να γίνουν κακορίζικοι θεοί και να κατατρέχουν τους ανθρώπους».

«Όσοι πάλι υπήρξαν δυστυχισμένα παιδιά, αργότερα ξεσπούσαν συνήθως το θυμό και την γκρίνια τους στους άλλους. Κανείς δεν τους έφταιγε  αλλά επειδή από μικρά είχαν μαζέψει μέσα τους κάθε περαστική και πρόσκαιρη δυστυχία της ζωής, ήταν σαν να γνώριζαν μόνον αυτή. Έτσι, μόνον αυτή μπορούσαν να μοιράσουν και να ξαναζήσουν».

Διότι ως ψυχίατρος ο Θανάσης Χατζόπουλος γνωρίζει καλά πως αυτό κάνουμε όλοι, καθηλωμένοι στον «παιδικό μας παράδεισο» που μπορεί να είναι και κόλαση, κουβαλώντας τον ως πάγια συνήθεια ή πεποίθηση σαν το καύκαλο της χελώνας επάνω μας, αναβιώνοντας το ίδιο γνωστό μας μοτίβο. Οι περισσότεροι, εξάλλου, βιώσαμε μια μέση κατάσταση. Ναι, για όλους έχει και η ιστορία κι ο κόσμος.
«Όσο για εκείνους κι εκείνες που και καλά και άσχημα είχαν ζήσει σαν παιδιά, αυτά εμφανίζονται  αργότερα άλλοτε έτσι κι άλλοτε αλλιώς, τη μια χαμογελούσαν στους ανθρώπους και την άλλη τους έριχναν μια μπάτσα εκεί που δεν το περίμεναν […]».

Ωστόσο όλοι γνωρίζουμε πως δεν υπάρχουν υποθηκευμένες ζωές, είπαμε, εύκολα γίνεται φάρμακο το φαρμάκι:

«Έβαζες σε μικρή δόση την αρρώστια ή το κακό μέσα στο σώμα κάποιου κι αυτό επέτρεπε στο σώμα να το αντιμετωπίσει, να φτιάξει τις άμυνές του κι έτσι να γιατρεύεται μόνο του από το κακό όταν το συναντούσε».

Ένα βιβλίο λυτρωτικό και μεταμορφωτικό σαν αγάπη. Το ανθρώπινο χάδι γίνεται γαζούλα θεραπευτική σε όλα τα τραύματα, εύκολα γίνεται ο άλλος όπως τον βλέπουμε.

Δυο ιστορίες ποίηση, γνώση, όντως ζωή. Που γεννήθηκαν μέσα στη μοναξιά και το φόβο της πανδημίας, με απόλυτα εναρμονισμένα σχέδια και ζωγραφιές εφόσον ο Μιχάλης Μανουσάκης όπως υποστηρίζει: «Για την εικονογράφηση των ιστοριών του φίλου Θανάση Χατζόπουλου είχα την ευκαιρία να μαλακώσω τις ζωγραφιές μου από τις αγωνίες τους και να ταξιδέψω με τους ρυθμούς των εικόνων του, πολύ πιο ανώδυνα, ξέροντας όμως ότι και αυτές κρύβουν τους δικούς τους φόβους, εκπέμπουν ένα μυστήριο που σε καθηλώνει και ελπίδα για τη συνέχεια των ονείρων σου. Στις μέρες της καραντίνας ανακάλυψα ότι ο λόγος του, σαν βάλσαμο, μου υπέδειξε λυτρωτικές ασκήσεις επί χάρτου με χρώματα και σχήματα για τους χαρακτήρες των ηρώων του. Παρηγόρια άλλωστε και στα δύσκολα, οι ζωγραφιές του κόσμου».

Παραμύθι; αλληγορία; ιστορία που αποτελεί τον μύθο των ανθρώπων και των πραγμάτων; στις λεπτομέρειες ο αντικατοπτρισμός των πάντων, κι ας είναι το χριστουγεννιάτικο δώρο στον τρομαγμένο μας εαυτό.