Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Το βλέμμα στο ράφι: Προτάσεις για όσα διαβάζονται σήμερα

Λεονάρδο Παδούρα, Τέλειο Παρελθόν, μετφ. Κώστα Αθανασίου, εκδ. Καστανιώτη, σελ.: 320

© Σίσσυ Μόρφη 

Η μελαγχολία της αλήθειας

Στο Τέλειο Παρελθόν, το πρώτο μέρος της τετραλογίας των «Τεσσάρων Εποχών» και εναρκτήριο λίθο της λογοτεχνικής πορείας του αστυνόμου Μάριο Κόντε, ο Λεονάρδο Παδούρα επιτυγχάνει να συγγράψει ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα το οποίο αρνείται τη φόρμα του είδους του. Ενώ οργανώνεται γύρω από έναν φόνο, η πλοκή δεν εξαντλείται στη διαλεύκανση του εγκλήματος. Αντιθέτως, επεκτείνεται, διαστέλλεται και τελικά διαχέεται σε έναν στοχασμό για τη μνήμη, την προδοσία και τη βαθιά ψυχολογική κόπωση ενός κόσμου που έχει πάψει να ελπίζει.

Ο δολοφονημένος είναι ένας πρώην επαναστάτης, ένας ήρωας του καθεστώτος, που όμως στο φόντο της υπόθεσης, απογυμνώνεται από τον ηρωισμό του. Η έρευνα του Κόντε δεν αναζητά έναν ένοχο, αλλά ένα νόημα σε έναν κόσμο όπου η ίδια η αλήθεια έχει γίνει μη επιθυμητή, επικίνδυνη, σχεδόν ασεβής. Η Αβάνα του Παδούρα είναι ένας σκηνικός χώρος ηθικής και υλικής αποσύνθεσης, γεμάτος σκόνη και βλέμματα που αποφεύγουν το πρόσωπο του άλλου.

Οι χαρακτήρες του είναι κουρασμένοι, ηθικά ρηγματωμένοι, ο δε Κόντε είναι ένας ντετέκτιβ που θα προτιμούσε να γίνει συγγραφέας και γίνεται το ηθικό βαρόμετρο αυτού του κόσμου. Κι αυτό όχι γιατί διαθέτει «ηθικό πλεονέκτημα», αλλά γιατί είναι διαρκώς διατεθειμένος να παραδεχτεί το λάθος, να αγαπήσει χωρίς να ελπίζει, να ζήσει χωρίς να καταφεύγει σε ιδεολογικά αναλγητικά.

Το Τέλειο Παρελθόν φέρει ήδη από τις πρώτες σελίδες του όλα τα στοιχεία που καθιστούν τον Παδούρα έναν μεγάλο συγγραφέα: τη ρέουσα, μουσική πρόζα (που αποδίδεται εξαίσια στη μετάφραση του Κώστα Αθανασίου), την ικανότητα να φτιάχνει σκηνές γεμάτες ατμόσφαιρα και κυρίως την τόλμη να εισάγει μέσα στην αστυνομική φόρμα την απογοήτευση ως λογοτεχνική κινητήρια δύναμη. Το παρελθόν που ο Κόντε ανασύρει στην επιφάνεια δεν είναι «τέλειο». Πρόκειται για έναν ένα παρελθόν εξιδανικευμένο για να αποφεύγεται η ευθύνη του παρόντος. Η ειρωνεία του τίτλου είναι ηθική καθώς αυτό που θεωρήθηκε κάποτε ιδανικό, τώρα μοιάζει σάπιο, ενώ η κοινωνία προσποιείται πως δεν βλέπει.

Ο Παδούρα δεν γράφει μονάχα για την Κούβα, αν και η αφήγηση είναι βαθειά ριζωμένη στο κουβανικό χώμα. Γράφει για κάθε κοινωνία που βίωσε το σοκ της διάψευσης· κάθε πολιτισμό που έχτισε τη συλλογική του ταυτότητα πάνω σε μιαν υπόσχεση και είδε την υπόσχεση να καταρρέει, αφήνοντας πίσω μόνο δυστυχία, κουρασμένες μορφές και ερωτήσεις που κανείς πια δεν έχει το κουράγιο να θέσει.

Η Αβάνα του Τέλειου Παρελθόντος θυμίζει σε πολλά εκείνες τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες: τοπίο εγκατάλειψης, σαγήνης και εγκαρτέρησης. Οι χαρακτήρες του Παδούρα δεν είναι φλύαροι, κι όταν μιλούν, το κάνουν με μια αξιοπρέπεια πένθους, με το βάρος όσων επιβιώνουν χωρίς μεγάλες χειρονομίες. Το αστυνομικό εδώ είναι απλώς η πρόφαση για να μιλήσει η λογοτεχνία. Και μιλά με μιαν εσωτερικότητα που πονά αλλά δεν κραυγάζει· με ένα βλέμμα που γνωρίζει, αλλά δεν εκδικείται.

Το Τέλειο Παρελθόν είναι ένα βιβλίο για τη συνείδηση – ατομική και συλλογική. Ένα μυθιστόρημα που δείχνει ότι το να αναζητάς την αλήθεια, ακόμη και χωρίς προοπτική δικαίωσης, είναι η ύστατη πράξη ανθρωπιάς. Και σε μιαν εποχή που συχνά επιλέγει την αμνησία ως λύτρωση, το έργο του Παδούρα φέρει μέσα του τη σπάνια τιμιότητα της μνήμης.

Το Τέλειο Παρελθόν ανοίγει την τετραλογία με τον πιο πολιτικά υπαινικτικό τρόπο. Είναι το βιβλίο της διάψευσης και της προδομένης πίστης. Στο επόμενο, Άνεμοι της Σαρακοστής (δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στα ελληνικά), ο Κόντε εμπλέκεται σε μια πιο προσωπική υπόθεση, που έχει να κάνει με τη διαφθορά στον πανεπιστημιακό χώρο και τα υπολείμματα ενός ηθικού ερείπιου που κάποτε λεγόταν «επαναστατική νεότητα».

Ο Λεονάρδο Παδούρα γεννήθηκε το 1955 στην Αβάνα, όπου ζει μέχρι σήμερα. Σπούδασε ισπανική φιλολογία και εργάστηκε ως σεναριογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός. Αν και έγινε ευρύτερα γνωστός από τη σειρά με τον Μάριο Κόντε, η συγγραφική του πορεία υπερβαίνει κατά πολύ το αστυνομικό είδος.

Στο μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (2011), ίσως το αριστούργημά του, καταπιάνεται με την ενοχή, την προδοσία και την ιστορία του 20ού αιώνα, μέσα από τη ζωή του Ραμόν Μερκαντέρ, του δολοφόνου του Τρότσκι. Οι Αιρετικοί (2015) είναι ένα πολυφωνικό, ερεβώδες κείμενο για την πίστη και την αμφιβολία, ενώ το Σαν σκόνη στον άνεμο (2022) πραγματεύεται το δράμα της διασποράς και της χαμένης ταυτότητας των σύγχρονων Κουβανών.

Ο Παδούρα έχει τιμηθεί με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας (2012) και το λογοτεχνικό βραβείο «Πριγκίπισσα των Αστουριών» (2015) τα οποία αποτελούν αναγνώριση όχι μόνο της συγγραφικής του δύναμης, αλλά και της ηθικής του στάσης: γιατί ο Παδούρα είναι ένας συγγραφέας που δεν υπηρέτησε ποτέ μηχανισμούς ούτε του καθεστώτος ούτε της αγοράς. Παρέμεινε σταθερά στοχαστικός, ανήσυχος, και έντιμος – όπως, ακριβώς, και ο Μάριο Κόντε.