Θέλουμε μια Ελλάδα που να μη διώχνει τα παιδιά της

Θέλουμε μια Ελλάδα που να μη διώχνει τα παιδιά της

Στη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας υπήρξαν μεταρρυθμίσεις που καθόρισαν την πορεία της και άλλαξαν τη ζωή των πολιτών της.

Από την κατοχύρωση του δικαιώματος ψήφου των γυναικών, την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ και τώρα ΕΕ με όλες τις σημαντικές αποφάσεις στην ευρωπαϊκή μας διαδρομή, τις μεγάλες αποκρατικοποιήσεις, μέχρι πολύ πρόσφατα τη σύναψη γάμου από πρόσωπα του ίδιου φύλου και τη σημερινή ψηφοφορία στη Βουλή για την άρση του κρατικού μονοπωλίου στην ανώτατη εκπαίδευση.

Σε όποιες θεμελιώδους σημασίας αλλαγές και να ανατρέξει κανείς, θα διαπιστώσει πως υπήρχαν και αντιδράσεις από πολιτικές δυνάμεις και τμήματα της κοινωνίας απρόθυμα να δεχθούν τις αλλαγές. Οι αλλαγές όμως συνέβησαν, γιατί ήταν αναγκαίες για την εξέλιξη ενός σύγχρονου δημοκρατικού κράτους.

Η υπενθύμιση της ιστορίας είναι χρήσιμη, όχι τόσο για να αναλογιστούμε σε πόσο διαφορετική χώρα θα ζούσαμε, αν δεν είχαν γίνει οι μεταρρυθμίσεις, αλλά κυρίως για να εστιάσουμε στην επόμενη μέρα της σημερινής και συγκεκριμένα στο μέλλον της παιδείας στη χώρα μας, στο μέλλον των παιδιών μας.

Είναι γεγονός πως στην περίπτωση των μη κρατικών μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων η Ελλάδα δε βρέθηκε στην πρωτοπορία. Μείναμε δεκαετίες πίσω συζητώντας ατέρμονα για τα αυτονόητα, καταλήγοντας έτσι μία από τις ελάχιστες χώρες στον κόσμο που απαγόρευε τη δυνατότητα λειτουργίας τους. Αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα -και υποχρεωτικά, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο- τα επαγγελματικά δικαιώματα των ελληνικών κολλεγίων που λειτουργούν στη χώρα μας ως παράρτημα ευρωπαϊκών ΑΕΙ.

Δε θα περίμενα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που καταψήφισαν το νομοσχέδιο να βγουν και να αναγνωρίσουν το παράδοξο, τον στρουθοκαμηλισμό, την άρνηση της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας. Γιατί, καλώς ή κακώς, το αφήγημά τους εξυπηρετεί έναν πολιτικό στόχο, να είναι εύηχο στα ακροατήρια στα οποία απευθύνονται. Όμως, τα 176 από τα 205 άρθρα του νόμου που ψηφίστηκε αφορούν την ενίσχυση του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου. Και δυστυχώς δεν ασχολήθηκαν με αυτά.

Αντιθέτως υποστήριξαν χωρίς ενδοιασμό την μη διασύνδεση του Πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας, τις καταλήψεις στα ΑΕΙ, υπέθαλψαν πολιτικά καταστάσεις που άνοιξαν ορέξεις στους γνωστούς μπαχαλάκηδες να επιχειρήσουν να επανοικειοποιηθούν ό,τι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ τους είχε χαρίσει για 4,5 χρόνια και το οποίο θύμιζε περισσότερο ξέφραγο αμπέλι, παρά δημόσιο πανεπιστήμιο.

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό, όμως, ότι απέναντι και στις απόπειρες αυτές αποδείχθηκε ότι οι θεσμοί είναι ισχυροί και οι νόμοι εφαρμόζονται. Εντός των χώρων των ΑΕΙ οι δημόσιες αρχές ασκούν όλες τις κατά νόμο αρμοδιότητές τους, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης λόγω τέλεσης αξιόποινων πράξεων.

Ο νόμος 4623/2019 για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες έβαλε τέλος στο άσυλο της ανομίας και απελευθέρωσε τις συντριπτικά πλειοψηφούσες υγιείς δυνάμεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, που ενδιαφέρονται για την πρόοδο των δημόσιων ΑΕΙ, τη διεθνοποίησή τους, την ενίσχυση της κοινωνικής και οικονομικής τους εξωστρέφειας, και εν τέλει για την πρόοδο και ευημερία -την προσωπική τους, των οικογενειών τους, της ελληνικής κοινωνίας εν συνόλω.

Η επόμενη μέρα της ψήφισης μίας ιστορικής μεταρρύθμισης για την ανώτατη εκπαίδευση θα πρέπει να είναι αφετηρία σκληρής και οργανωμένης δουλειάς για την εφαρμογή του νόμου, είτε αφορά την Πολιτεία και τα υπουργεία, είτε τις διοικήσεις των ΑΕΙ, την ΕΘΑΑΕ, τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας.

Μπορεί να αργήσαμε, αλλά ποτέ δεν είναι αργά για μία κυβέρνηση να τολμήσει και να καταρρίψει ταμπού που έχουν εδώ και πολλά χρόνια ξεπεραστεί από την ίδια πραγματικότητα, ποτέ δεν είναι αργά για όλους μας να εργαστούμε για μια σύγχρονη Ελλάδα, που δε διώχνει τα παιδιά της. Υπάρχει σήμερα ένας νέος νόμος του κράτους. Δεν υπάρχει, όμως, πλέον χρόνος για χάσιμο.

*Ο Καθ. Νίκος Παπαϊωάννου είναι πρώην Πρύτανης του Α.Π.Θ.