Η δημοσιοποίηση του πολυαναμενόμενου πορίσματος του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου για τα αίτια της πρόκλησης πυρόσφαιρας μετά τη σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, επανατοποθετεί τις πολιτικές δυνάμεις στο σκηνικό αντιπαράθεσης, που εκτυλίσσεται τα τελευταία δύο χρόνια, με επίκεντρο την τραγωδία.
Το βασικό συμπέρασμα του Δημήτρη Καρώνη - ότι δηλαδή τα έλαια σιλικόνης μπορούν υπό συγκεκριμένες συνθήκες να δημιουργήσουν την πυρόσφαιρα που καταγράφεται στα βίντεο ντοκουμέντα, αλλά και ότι δεν προκύπτουν στοιχεία για την ύπαρξη άλλου, παράνομου φορτίου, στην εμπορική αμαξοστοιχία - «αγγίζει» την ουσία για το «βαρύ κατηγορώ» κατά της κυβέρνησης περί συγκάλυψης, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις.
Για το Μέγαρο Μαξίμου, το πόρισμα Καρώνη ουσιαστικά καταρρίπτει το αφήγημα σύσσωμης της αντιπολίτευσης, πάνω στο οποίο βασίστηκε το πιο σκληρό πεδίο της κριτικής που δέχθηκε η κυβέρνηση όλο αυτό το διάστημα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης μίλησε για «ψέμα που έχει κοντά ποδάρια», παραπέμποντας εκ νέου στη δικαιοσύνη για να κρίνει τι έχει πραγματικά συμβεί, σημειώνοντας ότι φωτίζονται έστω και με καθυστέρηση τα πραγματικά περιστατικά και οι καλόπιστοι πολίτες μπορούν να καταλάβουν.
Στην πρόταση του πρωθυπουργού περιλαμβάνεται κατά μία έννοια και η αναγνώριση των λανθασμένων χειρισμών, που δημιούργησαν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την κυβέρνηση όλο το περασμένο διάστημα, όπως και η κριτική στην αντιπολίτευση, την οποία έχει κατηγορήσει πολλές φορές στο παρελθόν για εργαλειοποίηση της τραγωδίας.
Η κυβέρνηση βάζει ξεκάθαρα πλέον απέναντί της το ΠΑΣΟΚ, υπαινισσόμενη σαφώς ότι από την αξιωματική αντιπολίτευση θα ανέμενε να τηρήσει μια διαφορετική στάση και να μείνει αποστασιοποιημένη από την υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας.
Η κατάθεση από το ΠΑΣΟΚ πρότασης δυσπιστίας από κοινού με τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Νέα Αριστερά και την Πλεύση Ελευθερίας, αποτέλεσε, όπως αποδεικνύεται, σημείο καμπής για τον τόνο της αντιπαράθεσης Μεγάρου Μαξίμου και Χαριλάου Τρικούπη, με κορυφαία κυβερνητικά στελέχη να επικρίνουν τον Νίκο Ανδρουλάκη ότι είναι βαρύτατα εκτεθειμένος και ότι ουσιαστικά ταυτίστηκε με «τους πιο ακραίους εκφραστές του απόλυτου παραλογισμού».
Το βλέμμα του κυβερνητικού επιτελείου είναι στραμμένο και πέρα από την αντιπαράθεση για την τραγωδία των Τεμπών, καθώς ουσιαστικά απευθύνεται στο κομμάτι εκείνο του εκλογικού σώματος, που παρακολουθεί με νηφαλιότητα τις εξελίξεις και κρατά στάση αναμονής, αναδεικνύοντας τις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση από τη μία πλευρά και η αξιωματική αντιπολίτευση από την άλλη, τοποθετούνται απέναντι στα δεδομένα.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος μίλησε για «χαώδη διαφορά μεταξύ Κυριάκου Μητσοτάκη και Νίκου Ανδρουλάκη στο πώς αντιλαμβάνονται τα πράγματα», προσθέτοντας ένα ακόμη σημείο σύγκρισης, που το κυβερνητικό επιτελείο θα επιδιώξει να αναδείξει στην πορεία των επόμενων μηνών, με αφορμή και τις εξελίξεις για την τραγωδία.
Το ΠΑΣΟΚ, αποφεύγοντας να «βάλλει» κατά του πορίσματος ή του πραγματογνώμονα, όπως επέλεξαν να κάνουν άλλα κόμματα, ρίχνει πλέον το βάρος στη διερεύνηση των ποινικών ευθυνών του Κώστα Καραμανλή και προετοιμάζεται για την κατάθεση της πρότασής του για τη σύσταση προανακριτικής επιτροπής, προαναγγέλλοντας ότι θα αφορά σε κακουργηματικές πράξεις.
Η Χαριλάου Τρικούπη απαντά στην κριτική που δέχεται, σημειώνοντας ότι θα συνεχίσει να ελέγχει κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση για τη μη ολοκλήρωση της σύμβασης 717 και για την απόφαση και χρηματοδότηση της αλλοίωσης του τόπου του δυστυχήματος χωρίς την άδεια της Δικαιοσύνης, αποφεύγοντας, πάντως, να επαναλάβει τις κατηγορίες περί συγκάλυψης.
«Χωρίς παράνομο φορτίο δεν υπάρχει ζήτημα συγκάλυψης» είναι το επιχείρημα των κυβερνητικών στελεχών, με το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου να επικεντρώνεται στις επικείμενες κοινοβουλευτικές διεργασίες για τον Κώστα Καραμανλή.
Βασική θέση της κυβέρνησης παραμένει η κρίση όλων των εμπλεκόμενων πολιτικών προσώπων από τη Δικαιοσύνη, με την υποσημείωση, ωστόσο, ότι θα πρέπει να εξεταστεί η δικογραφία πριν διατυπωθούν οι κατηγορίες προς τον πρώην υπουργό.
Ζητούμενο για το Μέγαρο Μαξίμου είναι τα νέα δεδομένα, που προκύπτουν από τα πορίσματα των εμπειρογνωμόνων, να «περάσουν» στην κοινή γνώμη, ώστε να λειάνουν την αρνητική εικόνα, που τείνει να παγιωθεί εδώ και δύο χρόνια, σχετικά με τον τρόπο που η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την επόμενη ημέρα του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, οδηγώντας 8 στους 10 ερωτηθέντες να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση συγκάλυπτε με τη στάση της.
Το κλίμα, που θα αποτυπώσουν οι επόμενες δημοσκοπήσεις, τόσο ως προς τα ποσοτικά δεδομένα των κομμάτων, όσο και ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του πολιτικού κλίματος, είναι κρίσιμο για τη συνέχεια.