Τα επόμενα βήματα και η πολιτική αποτίμηση από την κυβέρνηση
EUROKINISSI
EUROKINISSI
ΟΠΕΚΕΠΕ

Τα επόμενα βήματα και η πολιτική αποτίμηση από την κυβέρνηση

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει εισέλθει και τυπικά πλέον στο δεύτερο μισό της θητείας της, με τις εθνικές κάλπες να προσδιορίζονται από τον ίδιο τον πρωθυπουργό την άνοιξη του 2027, παρά την εντεινόμενη σεναριολογία περί πρόωρης προσφυγής, που διαψεύδεται από όλα τα κυβερνητικά στελέχη.

Χρόνος ικανός έως τότε για τα καλύτερα και τα χειρότερα, όπως η ιστορία αποδεικνύει, ιδιαιτέρως σε μια εποχή όπου οι εξελίξεις «πυκνώνουν» και διατηρούν «το απρόβλεπτο» ως μια σχεδόν κανονικότητα. Τελευταία απόδειξη, οι εξελίξεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ, που οδήγησαν εκτός κυβέρνησης έναν υπουργό και τρεις υφυπουργούς και εκτός ΝΔ δύο κομματικά στελέχη.

Αυτή ήταν και η πρώτη κίνηση αντίδρασης του Κυριάκου Μητσοτάκη, απέναντι σε ένα θέμα με ηθικές, ίσως και ποινικές, προεκτάσεις, κίνηση με στόχο να επιδείξει άμεσα αντανακλαστικά ως προς την πολιτική του διαχείριση και την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης.

Επόμενη κίνηση για την κυβέρνηση θα είναι η αποκατάσταση της νομιμότητας επί του συγκεκριμένου, η αναζήτηση δηλαδή των επιδοτήσεων που δόθηκαν χωρίς να πληρούνται τα κριτήρια, να καταλογιστούν και προφανώς να επιστραφούν. Σε αυτό το πλαίσιο, ο κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε τη σύσταση ειδικής ομάδας, με τη συμμετοχή της Οικονομικής Αστυνομίας και της ΑΑΔΕ, ενώ είναι προφανές ότι προς αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να κινηθούν αρχές και Δικαιοσύνη.

Το κρίσιμο και «ανοιχτό» έως τώρα κεφάλαιο, είναι αυτό της κοινοβουλευτικής συνέχειας, που θα έχει η υπόθεση για τους κυρίους Βορίδη και Αυγενάκη. Η πρόθεση της αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση ή προτάσεις για σύσταση προανακριτικής, έχει προεξοφληθεί, όχι, όμως και η στάση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Διαφαίνεται, ωστόσο, ότι η στάση αυτή μπορεί και να μην είναι η ίδια σε όλες τις περιπτώσεις.

«Όταν μιλάμε για εξέταση ποινικών ευθυνών, είναι προφανές ότι κάθε πρόσωπο αντιμετωπίζεται ξεχωριστά» δήλωσε ο Παύλος Μαρινάκης, δείχνοντας τις προθέσεις του Μεγάρου Μαξίμου, συμπληρώνοντας ότι «στην ποινική αξιολόγηση κάθε πρόσωπο -εδώ έχουμε δύο πρόσωπα απ’ ό,τι φαίνεται που αναφέρονται- τα εξετάζεις ξεχωριστά». Στο κυβερνητικό επιτελείο σημειώνουν, μάλιστα, ότι οι περιπτώσεις Βορίδη και Αυγενάκη αφορούν σε άλλες περιόδους και εμπεριέχουν άλλα στοιχεία και δεδομένα, παραπέμποντας στη Βουλή το επόμενο διάστημα για την τελική τους στάση, που ενδεχομένως δεν θα είναι ενιαία απέναντι στους δύο.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που το Μέγαρο Μαξίμου θέλει να αποφύγει, είναι ο «εγκλωβισμός» της κυβερνητικής παρουσίας αποκλειστικά στο θέμα του ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως είχε συμβεί πριν από μερικούς μήνες με την υπόθεση των Τεμπών. Η «οδηγία» προς υπουργούς να συνεχίσουν την παραγωγή κυβερνητικού έργου, που ούτως ή άλλως είχε δοθεί για τους καλοκαιρινούς μήνες, ενισχύεται περαιτέρω, προκειμένου να κλείνουν, με τον ταχύτερο δυνατό ρυθμό, εκκρεμότητες και να μπαίνει «check» στη λίστα των δεσμεύσεων, που ανέλαβε η κυβέρνηση στις εκλογές του 2023.

Παράλληλα με την προώθηση του κυβερνητικού έργου, που στην εκτίμηση του Μεγάρου Μαξίμου παραμένει ο καθοριστικότερος παράγοντας για τη διεκδίκηση μιας τρίτης θητείας, η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από ένα μπαράζ διεθνών κρίσεων - είναι χαρακτηριστική η νέα συνεδρίαση του ΚΥΣΕΑ σήμερα για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή - αλλά και την αναζωπύρωση μετώπων, όπως το μεταναστευτικό, που προκαλεί έντονο προβληματισμό ως προς την εξέλιξή του, έχοντας, παράλληλα, μπροστά της το «στοίχημα» κάθε καλοκαιρινής περιόδου, που δεν είναι άλλο από την έγκαιρη και όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των πυρκαγιών, που θεωρείται περίπου δεδομένο ότι θα προκύψουν τους επόμενους μήνες.

Οι κυβερνητικές επιδόσεις σε αυτό το πλέγμα των προκλήσεων θα δημιουργήσουν και το πολιτικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα ανέβει τον Σεπτέμβριο στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η επικείμενη ΔΕΘ θεωρείται ως το σημείο αναφοράς για την κυβέρνηση, καθώς εκεί θα δοθεί το στίγμα για την οικονομική πολιτική, που θα ακολουθηθεί το 2026, χρονιά καμπή για τις επόμενες εθνικές εκλογές.

Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού έχουν προαναγγελθεί ως προς το πλαίσιο τους, ανεβάζοντας αρκετά τον πήχη των προσδοκιών. Θα αφορούν πρωτίστως τη μεσαία τάξη, με σαφή στόχευση την αύξηση των εισοδημάτων της, μέσω της μείωσης της φορολογίας. Οι λεπτομέρειες για το πώς αυτό θα επιτευχθεί βρίσκονται στο μικροσκόπιο του οικονομικού επιτελείου και δεν πρόκειται να «κλειδώσουν» πριν τον Αύγουστο, αφήνοντας έως τότε όλα τα σενάρια ανοιχτά.

Πριν φθάσει το πολιτικό ημερολόγιο στον Σεπτέμβριο, ωστόσο, το Μέγαρο Μαξίμου αναμένει να καταγράψει τις επιπτώσεις της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ, αλλά και της πολιτικής διαχείρισης που έγινε, στην κοινή γνώμη και τα δημοσκοπικά της ποσοστά. Μέχρι να έρθει στην επικαιρότητα το θέμα αυτό, άλλωστε, στο κυβερνητικό επιτελείο επικρατούσε η άποψη ότι ο αντίκτυπος των ανακοινώσεων της ΔΕΘ, ταυτόχρονα με την παραγωγή απτών αποτελεσμάτων των κυβερνητικών παρεμβάσεων σε τομείς, όπως η υγεία, η παιδεία, οι μεταφορές, μπορούσαν να αποτελέσουν το εφαλτήριο για μια «ολική επαναφορά» για την κυβέρνηση, που θα αποτυπωνόταν στις μετρήσεις της κοινής γνώμης το φθινόπωρο.

Σε κάθε περίπτωση, μέτρο σύγκρισης για το κυβερνητικό επιτελείο, αποτελούν αυτή την ώρα τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων του Ιουνίου που είχαν κοινό παρονομαστή την άνοδο των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας, τη διψήφια διαφορά της από το δεύτερο κόμμα και την καθίζηση της αντιπολίτευσης σε ποσοστά, που δεν μπορούν να συγκροτήσουν εναλλακτικό πόλο διακυβέρνησης, καθιστώντας, όπως επισημαίνουν κυβερνητικά στελέχη, τη ΝΔ ως τη μοναδική πολιτική δύναμη, που μπορεί να διασφαλίσει τη σταθερότητα στη χώρα.

Χαρακτηριστικές, οι τρεις τελευταίες μετρήσεις. Στην έρευνα της MRB, η ΝΔ παρουσίαζε άνοδο και διατηρούσε προβάδισμα 16,2 μονάδων από το ΠΑΣΟΚ που βρισκόταν στη δεύτερη θέση, έχοντας στην πρόθεση ψήφου 23,7% έναντι 11% και στην αναγωγή 30,2% έναντι 14%. Ιδιαίτερα σημαντικό κρινόταν το υψηλότατο ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου, που έφτανε το 21,6%, με την κυβέρνηση να θεωρεί ότι σε αυτή τη δεξαμενή μπορεί να απευθυνθεί. Αντίστοιχη εικόνα αποτύπωνε και η τελευταία μέτρηση της ALCO, όπου η Νέα Δημοκρατία έφθανε στο 25% στην πρόθεση ψήφου επί των εγκύρων, με το ΠΑΣΟΚ να επιστρέφει και σε αυτή τη δημοσκόπηση στη δεύτερη θέση, με ποσοστό 14%.

Και εδώ, η «δεξαμενή» των αναποφάσιστων άγγιζε το 17,7%. Ποσοστά άνω του 30% κατέγραφε η Νέα Δημοκρατία και στη μέτρηση της Real Polls, συγκεντρώνοντας 27% στην πρόθεση ψήφου και 31,5% στην πρόβλεψη αποτελέσματος, με το ΠΑΣΟΚ στο 9% στην πρόθεση ψήφου και στο 13% στην πρόβλεψη αποτελέσματος. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, η Πλεύση Ελευθερίας κατέγραφε μείωση ποσοστών, υποχωρώντας στην τρίτη θέση, ενώ κοινό χαρακτηριστικό ήταν και τα εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο επόμενο κύμα δημοσκοπήσεων θα «μετρηθεί» η υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ τόσο για την κυβέρνηση, όσο και την αντιπολίτευση, με τα αποτελέσματα να αποτυπώνουν το πολιτικό σκηνικό της περιόδου και τα αποτελέσματα να οδηγούν στην όποια αναπροσαρμογή της κυβερνητικής στρατηγικής.