Μέχρι και ο… Καρτερός αγανάκτησε με τον Stefanos
Eurokinissi/ Κώστας Τζούμας
Eurokinissi/ Κώστας Τζούμας

Μέχρι και ο… Καρτερός αγανάκτησε με τον Stefanos

Ο Stefanos έχει ασυλία από τα ΜΜΕ. Είναι όντως πηγαία μαγνητική προσωπικότητα και έλκει το ενδιαφέρον τους. Τα έλκει με την αύρα του και το «λαμπυρίζον» περίβλημα της ζωής του, με αποτέλεσμα να περνά απαρατήρητος ο χυλός του πολιτικού του λόγου, οι αντιφάσεις των πολιτικών του θέσεων, και το…  αλαφροΐσκιωτο  του οικονομικού του «προγράμματος».       

Δε λέμε, πολύ σωστά η πολιτική κριτική επικεντρώνεται πρωτίστως στην κυβέρνηση. Αυτή διαχειρίζεται την πορεία της χώρας και κατά κάποιον τρόπο τις τύχες και το μέλλον των πολιτών της.

Ωστόσο, τα ΜΜΕ δεν μπαίνουν στη βάσανο της κριτικής για τις θέσεις της αντιπολίτευσης. Κάθε αντιπολίτευσης, κάθε καιρού.   Έτσι θα γλυτώναμε τους λαοπλάνους θεόσταλτους σωτήρες που υπόσχονται παραδείσους, έρχονται και φεύγουν   αφήνοντας γκρίζο τοπίο.

Στην Κρήτη που βρέθηκε χθες ο Κασσελάκης, στο πλαίσιο περιοδείας του, και σε συνέντευξη σε τοπικό ραδιοσταθμό, χαρακτήρισε «καλό» την επιστολική ψήφο! Κατηγόρησε δε, την κυβέρνηση, γιατί δεν την επεκτείνει στο εσωτερικό της χώρας και στις εθνικές εκλογές. Σκέφτεται, βλέπεις, «τα παιδιά που αναγκάζονται να δουλεύουν σεζόν στον τουρισμό και δεν μπορούν να ψηφίσουν» Αυτό «είναι μεγάλη αδικία» κατέληξε.  

Συμφωνούμε για την αδικία. Αλλά αυτό το λέει αρχηγός του κόμματος που καταψήφισε την επιστολική ψήφο για τους Έλληνες του εξωτερικού στις εθνικές, και τους πολίτες που εξαιτίας της εργασίας τους («τα παιδιά που δουλεύουν σεζόν») θα αδυνατούν να προσέλθουν στην κάλπη. Τότε γιατί το καταψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού τελικά είναι «καλό»;

Και επί πλέον: γιατί αυτός που τόσο θέλει να ψηφίσουν στις εθνικές τα παιδιά που κάνουν σεζόν, διασπείρει υποψίες εκλογικής νοθείας με την επιστολική, Επ' αφορμή  τα email της Άννας Μισέλ, που σαφώς είναι καταδικαστέα, αλλά είναι εντελώς άλλη υπόθεση με τη διεξαγωγή του εκλογικού αποτελέσματος;   

Είναι εντυπωσιακό πως ενώ ο Ανδρουλάκης υφίσταται κάποια κριτική από τα ΜΜΕ, ο Στέφανος είναι υπεράνω τέτοιας βασάνου. Είναι επίσης εντυπωσιακό ότι όσοι θέτουν τέτοια ερωτήματα θεωρούνται  α πριόρι κυβερνητικοί.  

Η μόνη κριτική που ακούγεται στον Στέφανο, πέραν της ΝΔ, είναι στο εσωτερικό του κόμματος. Από στελέχη και βουλευτές ψιθυριστά μεταξύ τους, ή με μισόλογα και υπονοούμενα σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις τους με δημοσιογράφους. Σπάνια φωναχτά, από ανθρώπους που δεν έχουν να χάσουν τίποτα, όπως ο Θανάσης Καρτερός.

Ο αρθρογράφος της Αυγής σε άρθρο του καυτηριάζει τα πεπραγμένα του Στέφανου μιλώντας για «καθεστώς προεδρικής πολυπραγμοσύνης και συλλογικής σιωπής ή εκ των υστέρων συναίνεσης».  

Γράφει «δεν έχει πρόβλημα, προφανώς, ο Στέφανος Κασσελάκης, το αντίθετο μάλιστα, να δημοσιοποιεί ως θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ρηξικέλευθες προσωπικές του θέσεις. Το κάνει συστηματικά. Και ενώ ορκίζεται στη συλλογικότητα, το κάνει χωρίς να υποκύπτει στην ανάγκη και τη βάσανο  των συλλογικών οργάνων».  

Σε άλλο σημείο: «Δεν δείχνουν να έχουν πρόβλημα μια σειρά επώνυμα στελέχη του κόμματος, που ή σπεύδουν να υιοθετήσουν τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ως θέσεις του προέδρου, τις οποίες μαθαίνουν από τα ΜΜΕ, ή σιωπούν υπό το καθεστώς αιφνιδιασμού».   

Είναι γεγονός ότι οι χαρακτηριζόμενοι  ως «Κυριακίστας» δεν θα τα έλεγαν καλύτερα. Βεβαίως, αυτοί δεν θα μπορούσαν να τα πουν, γιατί δεν έχουν την αριστερή κουλτούρα ώστε να τους ενοχλεί αυτό που περιγράφει ο Καρτερός: «δημοσιοποιεί ως θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ ρηξικέλευθες προσωπικές του θέσεις».

Εκείνος που ένιωσε δικαιωμένος πάντως δεν είναι οι «Κυριακίστας» αλλά ο Νίκος Μπίστης που πήγε με τη Νέα Αριστερά, και σε άρθρο του επισημαίνει: «Έχεις δίκιο Θανάση Καρτερέ. Όμως μήπως θα έπρεπε νωρίτερα;».

Σε κάθε περίπτωση αυτά είναι μεταξύ τους προβλήματα. Όχι των ΜΜE,  που ασχολούνται μόνο με την αύρα του Στέφανου. Και ο οποίος ανενόχλητος από  κριτικές για την  πολιτική του ασυνέπεια, ανεβαίνει ακάθεκτος στις τελευταίες δημοσκοπήσεις.

Χθες η MRB έδειξε με αναγωγή τον ΣΥΡΙΖΑ στο 15,9%, και την πρωθυπουργική καταλληλότητα του Στέφανου στο 8,9%. Μικρό μεν ποσοστό αλλά μεγαλύτερο του Ανδρουλάκη, και κυρίως ανεβασμένο  κατά 1,2% από την προηγούμενη μέτρηση.

Εντάξει, ό.τι θέλει ο λαός. Αρκεί  αργότερα  να μην  αναφωνήσει το ερώτημα  του Μπίστη: Μήπως θα έπρεπε νωρίτερα;