Με την κατεδαφιστική αντιπολίτευση, κατεδαφίζονται οι ίδιοι

Με την κατεδαφιστική αντιπολίτευση, κατεδαφίζονται οι ίδιοι

Η τραυματική εμπειρία της χρεοκοπίας δεν είχε σε όλη την κοινωνία ταυτόσημο αποτέλεσμα, αφού ο λαός δεν είναι ενιαία οντότητα. Η πλειοψηφία του έκτοτε απεχθάνεται την εριστικότητα, αποζητώντας σταθερότητα.

Και η σταθερότητα μπορεί να εκπορευτεί από μια πολιτική διοίκηση που μετέρχεται την κοινή λογική, χωρίς ηρωικές αφηγήσεις, εξάρσεις, «αντιστάσεις» και οξύτητες. Εκεί θαρρούμε έγκειται η επικυριαρχία Μητσοτάκη, παρόλες τις ατέλειες της κυβέρνησής του, τις οποίες η αντιπολίτευση αδυνατεί να καταδείξει, αφού αρκείται σε μια ολοκληρωτική κατεδαφιστική κριτική.

Μόνο που οι πολίτες οι οποίοι έλκονται από την κατεδαφιστική κριτική και εκφράζονται μέσω αυτής, είναι πλέον περιορισμένου αριθμητικού εύρους, όπως καταγράφου οι δημοσκοπήσεις. Και φυσικά επιλέγουν το πρότυπο της σεχταριστικής οξύτητας, τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Χαρακτηριστική είναι η μίζερη αντίδραση σε ένα κυβερνητικό μέτρο που ακόμη και επικοινωνιακή χροιά να έχει, συναντά τη θετική αποδοχή του κοινού. Και η θετική αποδοχή είναι απόρροια της διαχρονικής δυσαρέσκειας για το επίπεδο εξυπηρέτησης από τη δημόσια γραφειοκρατία.

Αναφερόμαστε στην περίφημη πλατφόρμα αξιολόγησης των δημοσίων υπηρεσιών. Ο υπουργός Εσωτερικών Θεόδωρος Λιβάνιος διευκρίνισε ότι τα αποτελέσματα της εκφραζόμενης γνώμης των πολιτών θα είναι δημόσια και θα δημοσιευτούν τον Ιούνιο, ενώ το σύστημα αξιολόγησης δεν έχει σκοπό να επιβάλει κυρώσεις, αλλά να συμβάλει στον σχεδιασμό πολιτικών για τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών.

Η αξιολόγηση - ελπίζεται ότι – μεταξύ άλλων θα βοηθήσει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας μέσω εντοπισμού των αδυναμιών, στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών, στη διασφάλιση ότι οι δημόσιοι φορείς λειτουργούν με υπευθυνότητα και διαφάνεια, στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, στην ενίσχυση της καινοτομίας, και τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων.

Είναι σοφό να κρατάει κανείς μικρό καλάθι για εκπλήρωση των ανωτέρω, και ακόμη να υποπτεύεται για κάποια επικοινωνιακή πρόθεση της κυβέρνησης. Ωστόσο, αυτό ουδεμία σχέση έχει με την εριστικότητα που αντιμετώπισαν τα κόμματά της κεντροαριστεράς την εφαρμογή του μέτρου, ένα μέτρο που οι πολίτες κάθε άλλο παρά εριστικά το αντιμετωπίζουν.

Σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ η κυβέρνηση «για μια ακόμη φορά «βαφτίζει το κρέας ψάρι», παρουσιάζοντας μια επιφανειακή και αποσπασματική δημοσκόπηση ως μεταρρύθμιση. Για άλλη μια φορά, κατά το ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση με χρήματα των φορολογουμένων στήνει ένα ψηφιακό μουσαμά, μια βιτρίνα χωρίς περιεχόμενο, που συγκαλύπτει την απουσία σοβαρής διοικητικής αξιολόγησης με κανόνες».

Το ΠΑΣΟΚ δηλώνει ότι «από θέση αρχής λέει ναι στην αξιολόγηση» ως μέσο για τη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, αλλά όχι στις πλατφόρμες που στήνονται για επικοινωνιακή κατανάλωση – που να ήταν και αντίθετο δηλαδή…

Ωστόσο, είναι μνημείο λαϊκισμού η φράση «με τα λεφτά του ελληνικού λαού». Οι πλατφόρμες δεν είναι κάποιο φαραωνικό έργο. Μάλλον, είναι από τις πλέον φτηνές αναθέσεις του ελληνικού κράτους.

Μόνο ψηφιακά αναλφάβητοι θα προέτασσαν τέτοιο επιχείρημα και στο ΠΑΣΟΚ δεν είναι αναλφάβητοι. Είναι περιδεείς με τα δημοσκοπικά αποτελέσματα και κάνουν αντιπολίτευση για την αντιπολίτευση. Όμως έτσι στερούνται εμπιστοσύνης, η έλλειψη της οποίας τους σπρώχνει ακόμη χαμηλότερα στις δημοσκοπήσεις.

Για «επικοινωνιακά παιγνίδια» κάνει λόγο και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο που το «απογειώνει» λέγοντας ότι αυτά αποσκοπούν στη δημιουργία κοινωνικού αυτοματισμού και στην κατάργηση τη μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων!

Και αυτός δηλώνει ότι είναι υπέρ της αξιολόγησης, ως απαραίτητη για τη λειτουργία του δημόσιου τομέα, αλλά πρέπει να βασίζεται σε επιστημονική προσέγγιση και σοβαρότητα, και όχι σε λαϊκισμούς και επικοινωνιακά τεχνάσματα.

Εκείνο που διαπιστώνεται είναι πως και τα δυο κόμματα απαξιούν τη βιωματική εμπειρία ως προς τα προβλήματα που συναντούν οι πολίτες στη συναλλαγή τους με τη δημόσια διοίκηση. Γιατί η πλατφόρμα σε αυτό αποσκοπεί. Να δώσει τη δυνατότητα στον πολίτη να καταδείξει τους αδύναμους θύλακες οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του, και με στόχο να βελτιωθούν.

Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ που το 2016 εισήγαγε με τον ν. 4369 την υποχρεωτική αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων (υπουργός η Γεροβασίλη), και με βάση τον οποίο η αξιολόγηση γίνεται από τον άμεσο προϊστάμενο, αντιτίθεται στην πολύ πιο δημοκρατική διαδικασία: Την έκφραση γνώμης του λαού για την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών, των οποίων στόχος ύπαρξης είναι η εξυπηρέτησή του.

Και τα δυο κόμματα τοποθετήθηκαν «κάθετα» αρνητικά, σεχταριστικά στο μέτρο, χωρίς να κάνουν μία πρόταση που θα το βελτίωνε προς όφελος των πολιτών. Απλώς το καταδίκασαν. Πώς να τα εμπιστευτούν οι πολίτες;