Η πανδημία ως πολιτισμικός ανιχνευτής: Θεσμική εμπιστοσύνη και εναλλακτικές πίστεις στην Ελλάδα
Shutterstock
Shutterstock

Η πανδημία ως πολιτισμικός ανιχνευτής: Θεσμική εμπιστοσύνη και εναλλακτικές πίστεις στην Ελλάδα

Πριν από λίγους μήνες ολοκληρώθηκε μία, ίσως η μόνη, πανελλαδική έρευνα (εδώ) σχετικά με την κοινωνική αντίδραση, ή αντιδράσεις, που εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα την περίοδο της πανδημίας – αντίδραση στα lockdown, αντίδραση στον υποχρεωτικό εμβολιασμό, αντίδραση – και αντίλογος - στις επίσημες ανακοινώσεις περί των αιτιών της και των τρόπων αντιμετώπισής της.

Η μελέτη αυτή μας προσέφερε μια εξαιρετικά αποκαλυπτική ανάλυση των βαθύτερων πολιτισμικών, κοινωνικών και ψυχολογικών υποστρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Πίσω από την εκ πρώτης όψεως «ανορθολογική» ή αμυντική άρνηση του εμβολίου, αποκαλύπτεται ένα πολυπλόκαμο πλέγμα παραδόσεων, θεσμικής δυσπιστίας, πελατειοκρατίας, θρησκευτικού ιδεασμού και υπαρξιακής ανασφάλειας, το οποίο αποτελεί αντανάκλαση μιας μακροχρόνιας πολιτισμικής δυσανεξίας της Ελληνικής κοινωνίας προς τις δομές του φιλελεύθερου εκσυγχρονισμού.

Η ελληνική κοινωνία, αν και τελικά υιοθέτησε σε σημαντικό βαθμό το πρόγραμμα εμβολιασμού, αντέδρασε έντονα, γεγονός που δεν ερμηνεύονται επαρκώς μόνον ως αποτέλεσμα άγνοιας ή παραπληροφόρησης. Η μελέτη τεκμηριώνει πως το φαινόμενο της διστακτικότητας απέναντι στα εμβόλια εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα κοινωνικών και πολιτισμικών συμπεριφορών, που ιστορικά διαπνέονται από καχυποψία έναντι των «άνωθεν» θεσμών, ατομιστική προσκόλληση σε τοπικές αυθεντίες και αντι-συστημικά αντανακλαστικά. Δεν πρόκειται απλώς για αντιδράσεις στην πανδημία, αλλά για την έκφραση ενός βαθύτερου πολιτισμικού «τραύματος» απέναντι στη μοντέρνα κρατική και επιστημονική εξουσία.

Ο πυρήνας της αντίστασης εντοπίζεται σε παθογένειες της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας, όπως η μακρά παράδοση πελατειακών σχέσεων και ο χαμηλός βαθμός κοινωνικής εμπιστοσύνης. Οι πολίτες δεν βλέπουν το κράτος ως θεσμό νομιμοποιημένο να παρεμβαίνει στη ζωή τους, αλλά ως αυθαίρετο και συχνά ύποπτο. Αυτή η θεσμική δυσπιστία διασταυρώνεται με τις κοινωνικές κατακερματισμένες δομές, όπου η κοινωνική συλλογικότητα δεν θεμελιώνεται πάνω σε οριζόντιες αξίες αλληλεγγύης, αλλά σε κάθετες σχέσεις προστασίας και εξάρτησης. Έτσι, η έννοια της «κοινής ευθύνης» για την προστασία της δημόσιας υγείας προσλαμβάνεται με δυσπιστία ή ερμηνεύεται μέσα από πρίσματα πνευματικής ελευθερίας, ατομικών δικαιωμάτων ή και μυστικιστικού αναχωρητισμού.

Μέσα από ποσοτική και ποιοτική ανάλυση κοινωνικών δικτύων, συνεντεύξεων και ερευνών κοινής γνώμης, το έργο αναδεικνύει πέντε χαρακτηριστικούς τύπους διστακτικών απέναντι στον εμβολιασμό: τους ορθολογιστές σκεπτικιστές, τους συνωμοσιολόγους, τους σπιριτουαλιστές ή μυστικιστές της υγείας, τους αναβλητικούς και τους μοιρολάτρες. Καθένας από αυτούς τους «ιδεότυπους» δεν εκπροσωπεί απλώς ένα γνωστικό ή πληροφοριακό έλλειμμα, αλλά μια υπαρξιακή και πολιτισμική θέση απέναντι στον κόσμο: δυσπιστία προς τη βιοϊατρική γνώση, πίστη σε εναλλακτικά ή θρησκευτικά αφηγήματα, φόβο για σωματική αυθεντικότητα, ανασφάλεια για τη μακροχρόνια επιβίωση, καθώς και αντίσταση στην υποχρεωτικότητα και τον εξαναγκασμό. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτοί οι τύποι συντίθενται σε τρεις ευρύτερες συσπειρώσεις στάσεων: τον «ατομικιστή», τον «κολεκτιβιστή» και τον «επαναστάτη», φανερώνοντας ότι οι νοοτροπίες περί εμβολιασμού συγκροτούν και ενσαρκώνουν πολιτικές ταυτότητες.

Η επίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης στη διαμόρφωση αυτών των ιδεοτύπων είναι καθοριστική. Τα κοινωνικά δίκτυα λειτουργούν ως επιταχυντές συναισθημάτων και ταυτόχρονα ως μηχανισμοί κλειστών επικοινωνιακών συστημάτων (echo chambers), όπου ενισχύεται η προκατάληψη, η παραπληροφόρηση και η κατασκευή εναλλακτικών πραγματικοτήτων. Οι «επηρεαστές» (influencers) δρουν εντός των επιμέρους κοινοτήτων ως ενισχυτές μηνυμάτων, όχι μόνο πληροφοριακών αλλά και ηθικών. Το αντιεμβολιαστικό αφήγημα αναπτύσσεται έτσι όχι ως μια τεχνοφοβική υστερία, αλλά ως μια νέα μορφή «λαϊκής ηθικής» ενάντια στον τεχνοκρατικό ορθολογισμό και τον «παγκόσμιο αυταρχισμό».

Η σημασία του θρησκευτικού λόγου είναι επίσης αξιοσημείωτη. Παρότι η επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος υποστήριξε την εμβολιαστική προσπάθεια, παρατηρήθηκε έντονη αντίδραση από θρησκευτικές εστίες της «λαϊκής Ορθοδοξίας» –μοναστήρια, ιερείς, μοναχούς και παραεκκλησιαστικά δίκτυα– που ενέταξαν τον εμβολιασμό σε ένα αποκαλυπτικό αφήγημα για την έλευση της «παγκόσμιας δικτατορίας» ή ως ύβρι προς τη «Θεία Πρόνοια». Η θρησκευτική πλαισίωση του ζητήματος ενίσχυσε την αντίσταση, καθώς παρείχε έναν μεταφυσικό μανδύα δικαιολόγησης του φόβου και της απόρριψης.

Συνολικά, τα ευρήματα της μελέτης φέρνουν στην επιφάνεια έναν ευρύτερο ηθικοπολιτικό διχασμό εντός της ελληνικής κοινωνίας: από τη μια, ο πόθος για επιστημονική πρόοδο, εκσυγχρονισμό και συλλογική αλληλεγγύη· από την άλλη, η προσκόλληση σε τοπικές αυθεντίες, η δυσπιστία προς την παγκοσμιοποίηση, και η αναβίωση των «μικρών παραδόσεων» ως εναλλακτικής κοσμοθεώρησης.

Οι νοοτροπίες που καταγράφηκαν δε συνιστούν μόνο μια «παρέκκλιση» από την επιστημονική ορθότητα, αλλά αποτελούν δείκτες βαθιών ρηγμάτων στην πολιτισμική ταυτότητα της χώρας. Και αν κάτι καθίσταται σαφές από τη μελέτη, είναι ότι η αντιμετώπιση της διστακτικότητας δεν μπορεί να βασιστεί μόνο σε επικοινωνιακές καμπάνιες ή αστυνομικά μέτρα· απαιτείται βαθύτερη κατανόηση των πολιτισμικών προτύπων και πολιτικές που ενισχύουν τη θεσμική εμπιστοσύνη, τη συλλογική ευθύνη και την ενεργό πολιτειότητα.

*Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου.