Η πιο κοινότοπη διαπίστωση που μπορεί να κάνει κάποιος σήμερα είναι πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει φθαρεί. Αναμφίβολα και βαθιά, παρά τα επιτεύγματά της σε αρκετούς επιμέρους τομείς, αλλά και το γεγονός πως η όποια ανάπτυξη έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια η χώρα εν πολλοίς οφείλεται και στην πολιτική σταθερότητα, που στη δεδομένη συγκυρία και υπό τους διαμορφωμένους συσχετισμούς δύναμης μόνο η ΝΔ θα μπορούσε να προσφέρει.
Δεν έχει, δε, φθαρεί μόνο λόγω της ούτως ή άλλως «δομικά φθοροποιού» σχετικής μακροημέρευσής της στην εξουσία, αλλά και της ακαταγώνιστης πολιτικής ισχύος της που επαληθεύει τον διαχρονικής ισχύος «νόμο» του λόρδου Άκτον «power corrupts, absolute power corrupts absolutely», νόμο του 18ου αιώνα. Έχει φθαρεί και λόγω πράξεων και παραλείψεών της.
Ειδικότερα, λόγω της απροθυμίας της να εκριζώσει νοσηρές πτυχές των θεσμών μας: μεταξύ πολλών άλλων την επιλογή των δικαστικών ηγεσιών από μόνη την κυβέρνηση, στην οποία επιπρόσθετα δόθηκε η δυνατότητα επιλογής κατά βούληση και του αρχηγού του κράτους, θεσμού φύσει υπερκομματικού, την προσφορά χρυσοπληρωμένων θέσεων στους μόλις αφυπηρετούντες δικαστικούς λειτουργούς, τη διωκτική στάση προς τις ανεξάρτητες αρχές που ενεπλάκησαν στον έλεγχο της υπόθεσης των τηλεφωνικών επισυνδέσεων, το οποίο δηλοί ότι αυτές είναι επιθυμητές μόνο ως «θεσμικές σκιές πολυτελείας», τη διατήρηση του παραγωγού διαπλοκής, συναλλαγής, πελατειασμού και φαυλότητας σταυρού προτίμησης, που αποτελεί ελληνική ευρεσιτεχνία κ.ο.κ.
Αλλά επίσης και εξαιτίας των προνομιακών σχέσεών της και της πολύπλευρης μη αποκρυπτόμενης εύνοιάς της προς την οικονομική ολιγαρχία της χώρας, που δεν εκδηλώθηκε μόνο με το αφορολόγητο μεγάλων - στην πραγματικότητα πολύ άνω των 4.800.000 ευρώ - κληρονομιών και γονικών παροχών…
Από την άλλη, ωστόσο, προς ώρας τουλάχιστον - ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει το αποτύπωμα, καθώς και τη διάρκειά του, στις λαϊκές προτιμήσεις του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ, έκφραση μεν διαχρονικών νεοελληνικών παθολογιών, αλλά με προφανείς τις δικές της ευθύνες - η κυβερνώσα παράταξη διατηρεί τεράστια δημοσκοπική προήγηση έναντι όλων των υπολοίπων.
Στοιχείο «παθολογικό» στον βαθμό που, έως σήμερα ξανατονίζω, δεν διαφαίνεται η ύπαρξη αξιόπιστης κυβερνητικής εναλλακτικής λύσης, ενώ στοιχείο βασικό της ποιοτικής υπεροχής της Δημοκρατίας έναντι άλλων πολιτευματικών μορφών είναι η διασφάλιση της δυνατότητας ηπίων - και δια της λαϊκής θέλησης αποφασιζόμενων - μεταβάσεων σε επόμενα κυβερνητικά σχήματα, όταν φθείρονται πέραν ενός ορίου τα υφιστάμενα.
Αυτή, όμως, η αδυναμία της αντιπολίτευσης να προσφέρει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση δεν οφείλεται μόνο στην ανεπάρκεια ή τη μη ελκτικότητα πολλών εκ των ηγετικών της φυσιογνωμιών ή μόνο στην πολυδιάσπαση του κομματικού πεδίου, τα αποτελέσματα της οποίας ενισχύονται εκ της οιονεί απαγόρευσης από τον εκλογικό νόμο των εκλογικών συμπράξεων ανεξάρτητων πολιτικών οντοτήτων (ρύθμιση την οποία ο ίδιος ο εμπνευστής της, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, μου είχε χαρακτηρίσει «αντιδημοκρατική», επιβαλλόμενη όμως από την ιδιαιτερότητα των τότε συνθηκών…).
Οφείλεται επίσης στην αμετροέπεια, την ακραία αντικυβερνητική ρητορεία και την τοξικότητα συνιστωσών της αντιπολίτευσης, η οποία «μολύνει» δια της ώσμωσης όλες τις αντικυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμη και τις «αθώες του αίματος».
Δίνει δε ως σύνολο στην αντιπολίτευση μια εικόνα πολιτικής παρέμβασης προσανατολισμένης τόσο πολύ στο να μισεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ώστε δεν της μένουν περιθώρια και ο χρόνος να τον καταπολεμήσει. Για δε την ώσμωση αυτή δεν είναι ολοσχερώς ανεύθυνες οι κατά το δυνατόν - και παρά τα παρελθόντα αμαρτήματά τους - αντιπολιτευτικές εκείνες δυνάμεις που παρέχουν σήμερα μια εικόνα σοβαρότητας και σχετικώς συγκροτημένου πολιτικού λόγου.
Γιατί μπορεί μεν ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η «Χαρίτσεια Αριστερά» να μην ακολούθησαν τη Ζωή Κωνσταντοπούλου και τον όψιμο θλιβερό ουραγό της Κασσελάκη (που κάποτε εμφανίστηκε ως ελπιδοφόρο στοιχείο) στην ανεκδιήγητη, εθνοδιχαστική, αστεία, τραγελαφική, «νομικά μεταφυσική» πρόταση περί «εσχάτης προδοσίας», ωστόσο εκ του γεγονότος πως δεν την απομονώνουν πολιτικά - αντίθετα τη χρησιμοποιούν για συνυπογραφή προτάσεων μομφής, ενώ προβεβλημένα στελέχη τους της κάνουν έκκληση για πολιτική συμπόρευση - ευθύνονται που η δική της εικόνα τοξικότητας, πολιτικής νοσηρότητας, εχθροπάθειας προς τη Δημοκρατία διαχέεται και προς την πλευρά τους. Συμβάλλοντας έτσι στη, σχετική έστω, διαιώνιση της πολιτικής κυριαρχίας, αν όχι ηγεμονίας, μια κυβέρνησης πολλαπλώς φθαρμένης και ουδαμώς άσφαλτης…
Συμπέρασμα: Το πολιτικό μας σύστημα έχει επιτακτική ανάγκη μια αντιπολίτευσης ικανής να διασφαλίσει το βασικό ζητούμενο μιας ώριμης δημοκρατίας: την προσφορά αξιόπιστης εναλλακτικής λύσης. Οι σημερινές πιο σοβαρές και ώριμες εκ των αντιπολιτευτικών δυνάμεων δεν θα μπορέσουν ποτέ να προσφέρουν κάτι τέτοιο, όσο όχι απλώς δεν απομονώνουν και δεν αναδεικνύουν ως εχθρική προς το ήθος της δημοκρατίας την πιο ακραία φωνή πολιτικής τοξικότητας που παρήγαγε η Μεταπολίτευση, αλλά κατά καιρούς κάνουν και κινήσεις φιλίας προς αυτήν, με αποτέλεσμα να μολύνονται και οι ίδιες από την πολιτική νοσηρότητα που εκείνη ενσαρκώνει.