Συμπληρώθηκαν ήδη 15 χρόνια από το φρικτό έγκλημα της Μαρφίν, όταν τρεις άνθρωποι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο επειδή εκείνη την ημέρα έκαναν το μοιραίο λάθος να πάνε στη δουλειά τους. Ένα αγέννητο έμβρυο που δεν θα προλάβαινε ποτέ να δει τη χαρά της ζωής, συμπλήρωσε το καρέ της τραγωδίας.
Οι δολοφόνοι δεν βρέθηκαν και ούτε μάλλον πρόκειται να βρεθούν ποτέ. Δυο άτομα που είχαν κατηγορηθεί σχετικά, απαλλάχθηκαν πριν μερικά χρόνια, λόγω μη επαρκών στοιχείων.
Υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν κατά σύμπτωση και πάλι ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης στη δεύτερη θητεία του εκεί. Αλλά τότε σε κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου που είχε κερδίσει ένα θριαμβευτικό 44% στις εκλογές του 2009, έχοντας κατατροπώσει τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή και με μια άνετη πλειοψηφία 160 εδρών.
Μετά τα πρώτα γλέντια για τη νίκη, η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου είχε προσγειωθεί απότομα στην πραγματικότητα, έχοντας μπει για τα καλά στα βαθιά νερά της κρίσης, λίγους μόνο μήνες μετά την εκλογή της.
Μιας κρίσης που έφερε τα μνημόνια και μαζί μ ’αυτά τη λαϊκή αγανάκτηση που έριξε γρήγορα τη δημοφιλία της τότε κυβέρνησης στα τάρταρα.
Τα μέτρα τιθάσευσης των ελλειμμάτων και του χρέους ήταν απαραίτητα, προκάλεσαν ωστόσο ένα σοκ στην κοινωνία που είχε μάθει να ζει διαφορετικά. Και για την ακρίβεια πολύ πάνω απ’ τις δυνάμεις της και τις πραγματικές δυνατότητες της χώρας.
Μισθοί και συντάξεις κόπηκαν, φόροι αυξήθηκαν, η «μισητή» τρόικα έγινε μέρος της ζωής μας. Μαζί φυσικά με τα προαπαιτούμενα, τα περίφημα prior actions προκειμένου να εκταμιευθούν οι δόσεις. Τα κεκτημένα της Μεταπολίτευσης δεν υπήρχαν πια και η Ελλάδα ήταν με το ένα πόδι στο γκρεμό εκλιπαρώντας για δανεικά όπως οι εθισμένοι εκλιπαρούν για τη δόση.
Απεργίες και διαδηλώσεις ήταν καθημερινά φαινόμενα, οι ακρότητες επίσης. Και μέσα σ ’αυτή τη δυστοπική περιρρέουσα ατμόσφαιρα, κάποιοι έβαλαν φωτιά στη Μαρφίν και σκότωσαν ανθρώπους συνειδητά. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα που όχι μόνο έμεινε ατιμώρητο αλλά και δεν καταδικάστηκε ποτέ ξεκάθαρα και κατηγορηματικά απ’ όλους.
Κάποιοι ψέλλισαν μισόλογα, άλλοι επιχείρησαν σχετικοποιήσεις, κάποιοι άλλοι πιο κυνικοί έφτασαν να πουν «ας μην πήγαιναν να δουλέψουν εκείνη τη μέρα» η «και λοιπόν τι έγινε ; κι εμείς χάσαμε τις ζωές μας με τα μνημόνια».
Πριν μερικά χρόνια, η τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κ. Σακκελαροπούλου και ο νυν Πρωθυπουργός, απέτισαν φόρο τιμής πηγαίνοντας στο μνημείο και πράττοντας το αυτονόητο. Κάποιοι πολιτικοί αρχηγοί ακολούθησαν, ανάμεσα σ ‘αυτούς και ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Σύριζα εκπροσωπούνταν εκεί σε ανώτατο επίπεδο.
Η γλώσσα, ωστόσο, του σώματος έλεγε την αλήθεια. Ο Τσίπρας πήγε εκεί από υποχρέωση. Κάτι σαν ένα βαρετό κυριακάτικο γεύμα με συγγενείς που δεν αντέχεις να βλέπεις αλλά και δεν μπορείς να αποφύγεις.
Ο Σύριζα είχε εξάλλου πλούσιο και μάλλον βαρύ παρελθόν με την υποστήριξη τρομοκρατών και παρατατικών τους οποίους έβλεπε πάντοτε με συμπάθεια. Και μάλιστα μια συμπάθεια δύσκολα αποκρυπτόμενη.
Οκτώ στελέχη του πήγαν κάποτε μάρτυρες υπεράσπισης στη δική της 17Ν, μια βουλευτής του επισκέφθηκε τον Ιανουάριο του ’15 τον Κουφοντίνα στο νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν μετά από μια απεργία πείνας για να τον διαβεβαιώσει ότι σύντομα τα βάσανά του τελειώνουν.
Και πράγματι το πρώτο νομοσχέδιο που έφερε προς ψήφιση η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν η κατάργηση των φυλακών τύπου Γ. Ο Κουφοντίνας μετήχθη σε αγροτικές φυλακές έχοντας πια προνομιακή μεταχείριση, παίρνοντας πλέον συχνές άδειες και βολτάροντας προκλητικά στο κέντρο της Αθήνας και όχι μακριά από εκεί που η οργάνωσή του είχε προβεί σε «παρεμβάσεις».
Τον υποδεχόταν μάλιστα υπερήφανα ο γιος του τότε Προέδρου της Βουλής, που ήταν και επιφανές στέλεχος του Σύριζα. Ένας άλλος βουλευτής του Σύριζα που ήταν μάλιστα και κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος, μιλώντας τότε στη Βουλή χαρακτήρισε τη 17Ν, ως «μια οργάνωση που είχε ένα ιδεώδες υπέρ του ανθρώπου» ενώ μια άλλη βουλευτής του χαρακτήρισε τα μέλη της ως «πολιτικούς κρατούμενους».
Η Μαρφίν είναι μια πληγή που παραμένει ανοιχτή εδώ και 15 χρόνια, όχι όμως δυστυχώς για όλους. Το μνημείο που φτιάχτηκε για τους νεκρούς βανδαλίστηκε τουλάχιστον τρεις φορές. Κανείς δεν οργάνωσε συναυλίες στη μνήμη τους, κανείς δεν διαδήλωσε υπέρ τους, κανείς δεν πρότεινε δρόμους και πλατείες με το όνομά τους.
Και οι συγγενείς τους υπέμεναν τα βάσανά τους στωικά. Ποτέ δεν βγήκαν στα κανάλια, ποτέ δεν μίλησαν με κραυγές και κατάρες, βίωσαν απεναντίας τον πόνο τους με αξιοπρέπεια.
Η Μαρφίν παραμένει ένα όνειδος για την κοινωνία κι ένα ανεπούλωτο τραύμα στο συλλογικό υποσυνείδητο του υγιούς τουλάχιστον μέρους της. Είναι ένα έγκλημα χωρίς δυστυχώς τιμωρία.