Έως ότου η πολιτική ατζέντα περιλάβει εκ νέου τις επικείμενες ανακοινώσεις με επίκεντρο την οικονομίας, που θα γίνουν από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης τον Σεπτέμβριο, μεσολαβεί η διαχείριση και οι αποφάσεις επί δύο συγκεκριμένων θεμάτων, που μπορεί να αποκτήσουν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος.
Πρόκειται για τις εξελίξεις σε κοινοβουλευτικό επίπεδο της υπόθεσης των Τεμπών, που όπως φαίνεται ήδη δρομολογούνται, αλλά και για τις αλλαγές που προωθούνται με επίκεντρο την αντιμετώπιση της βίας και της ανομίας στα ελληνικά ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Η κυβέρνηση αντιμετωπίζει από το 2019 τον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως ένα προνομιακό της πεδίο. Με δεδομένο ότι η Νέα Δημοκρατία προτάσσει τον μετασχηματισμό των πανεπιστημίων και την επαναφορά της κανονικότητας σε αυτά, απαλλαγμένη, όπως λένε στελέχη της, από ιδεοληψίες, απευθύνθηκε από την αρχή της διακυβέρνησής της στους πολίτες εκείνους, που ζητούσαν τη λειτουργία των ΑΕΙ σε ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η αλλαγή στο άσυλο και εν συνεχεία η δημιουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας απεδείχθη ότι δεν ήταν η αποτελεσματική απάντηση. Έξι χρόνια μετά τις πρώτες παρεμβάσεις, η κυβέρνηση επανέρχεται, καθώς επανέρχεται ένα πρόβλημα, που ουδέποτε, όπως αποδεικνύεται, λύθηκε.
«Δουλειά μιας κυβέρνηση είναι να προσαρμόζεται, όταν βλέπει κάτι που θέλει επικαιροποίηση να έχει το πολιτικό θάρρος να το κάνει» είπε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, τη στιγμή, που το υπουργείο παιδείας ετοιμάζεται να προτείνει στη Σύνοδο των Πρυτάνεων ένα νέο πλαίσιο, που θα αφορά τόσο τους φοιτητές, όσο και τις ίδιες τις πρυτανικές αρχές.
Η επονομαζόμενη «ανομία στα πανεπιστήμια» αναμένεται να αποτελέσει πεδίο σύγκρουσης των πολιτικών δυνάμεων. Η κυβέρνηση δέχεται «βολές» εκ δεξιών, από όσους ζητούν σκληρά μέτρα και την επικρίνουν για την αποτυχία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, δέχεται, όμως, και τα αναμενόμενα «πυρά» από τα κόμματα της αριστεράς.
Απέναντι σε αυτά η κυβέρνηση «χτίζει» την επιχειρηματολογία της και περνώντας στην αντεπίθεση μιλά για «ιδεοληψίες της αυταρχικής σκέψης της αριστεράς και της άκρας αριστεράς, που βαπτίζει την κατάληψη ως επαναστατική ενέργεια και τις δολοφονικές επιθέσεις τις αποκαλεί προβοκάτσιες».
Από το κυβερνητικό επιτελείο θα προτάξουν το επιχείρημα ότι ήδη έχουν γίνει μέσα σε έξι χρόνια όσα δεν έγιναν ποτέ, όπως η εκκένωση όλων των καταλήψεων, αλλά και την αυτονόητη άποψη, που φαίνεται να συμμερίζεται η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, ότι κανείς δεν θα ήθελε το παιδί του να βρίσκεται μαζί με όσους συμμετείχαν στη βίαιη επίθεση στη Νομική, καταλήγοντας ότι «άλλο η ελεύθερη διακίνηση ιδεών και άλλο η ελεύθερη διακίνηση εγκληματιών».
Η κυβέρνηση δέχεται έντονη κριτική, πάντως και από το ΠΑΣΟΚ και το ενδιαφέρον εστιάζεται στο αν τελικά θα υπάρξει ή θα επιχειρηθεί να υπάρξει ένας κοινός παρονομαστής με τη Χαριλάου Τρικούπη, δεδομένου ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης επικρίνει μεν την κυβέρνηση για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί, τάσσεται, ωστόσο, υπέρ της ελεγχόμενης πρόσβασης των φοιτητών στα ΑΕΙ.
Παράλληλα, οι επόμενες ημέρες αναμένεται να ανατροφοδοτήσουν και το θέμα της τραγωδίας των Τεμπών, καθώς το ΠΑΣΟΚ προχωρά ίσως και εντός της εβδομάδας, στην κατάθεση πρότασης για σύσταση προανακριτικής για τον πρώην υπουργό Κώστα Καραμανλή.
Η κυβέρνηση, που έχει ήδη «δείξει» το μοντέλο Τριαντόπουλου για κάθε εμπλεκόμενο πολιτικό πρόσωπο στη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, μένει να καταλήξει πώς θα χειριστεί ειδικά την περίπτωση Καραμανλή, αν θα καταθέσει δική της πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής, αλλά και αν ο ίδιος ο πρώην υπουργός θα επιλέξει την απευθείας παραπομπή του στον φυσικό δικαστή, όπως έκανε ο Χρήστος Τριαντόπουλος.
Το «αγκάθι» στην προκειμένη περίπτωση, αφορά στην ουσία των κατηγοριών, με την κυβέρνηση να επισημαίνει σε κάθε περίπτωση ότι δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής, όπως συνέβη με τον Χρήστο Σπίρτζη.
Το ΠΑΣΟΚ μιλά για κακουργηματικές πράξεις, με την κυβέρνηση να μην έχει δώσει ακόμη στίγμα προθέσεων, πέραν της πάγιας άποψης, που διατυπώνεται, ότι δεν θα βάλει εμπόδια και προσκόμματα στη Δικαιοσύνη. Για το κυβερνητικό επιτελείο είναι κρίσιμο να υπάρξουν οι σωστοί χειρισμοί, προκειμένου οι κοινοβουλευτικές εξελίξεις να μην επισκιάσουν το «σπριντ» πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων, που αναπτύσσει η κυβέρνηση από το Πάσχα και μετά, διαμορφώνοντας την πολιτική ατζέντα και αποσπώντας θετικό πρόσημο για τις ανακοινώσεις της από τους πολίτες, όπως αποτυπώνεται και στις δημοσκοπήσεις.
Οι επόμενες κινήσεις των πολιτικών δυνάμεων σε αυτά τα δύο πεδία, που «αγγίζουν» από διαφορετικές πλευρές τους πολίτες, αναμένεται ότι θα αφήσουν αποτύπωμα και στη διαμόρφωση των τάσεων της κοινής γνώμης, που θα αποτυπωθεί και στις δημοσκοπήσεις το επόμενο διάστημα.