Η αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα αντισταθμίζει τον πληθωρισμό, χωρίς να επηρεάζει τα δημόσια οικονομικά, δήλωσε την Τετάρτη (15/11) ο επίτροπος Οικονομίας, Πάολο Τζεντιλόνι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με θέμα τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
«Με την αύξηση των ονομαστικών μισθών και την επιβράδυνση του πληθωρισμού, οι πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων αναμένεται να γίνουν θετικές το 2023 μετά από συρρίκνωση το 2022», αναφέρει η έκθεση της Επιτροπής για την Ελλάδα.
Κληθείς να σχολιάσει, ο Πάολο Τζεντιλόνι ανέφερε ότι η Κομισιόν λαμβάνει υπόψη της την απόφαση της κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4% στα 780 ευρώ το μήνα, αναφέροντας:
«Όλοι γνωρίζουμε ότι αυτές οι αυξήσεις γίνονται για να αντισταθμίσουν την αύξηση του πληθωρισμού, οπότε δεν αναμένουμε ένα σπιράλ αύξησης των τιμών και των μισθών με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις της αγοράς».
Ο επίτροπος σημείωσε, επίσης, ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει ένα περιθώριο για αυξήσεις μισθών και για την κάλυψη της αγοραστικής δύναμης. Αυτό δεν επηρεάζει απαραίτητα τα δημόσια οικονομικά, καθώς χρησιμοποιούνται περιθώρια ελιγμών που καθορίζονται από το υψηλό επίπεδο κερδών σε αρκετούς τομείς της οικονομίας.
Στην παρέμβασή του, ο Πάολο Τζεντιλόνι δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΕ πλησιάζει «προς το τέλος μιας δύσκολης χρονιάς για την οικονομία της [...] κατά την οποία η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε περισσότερο από ό,τι αναμενόταν. Οι ισχυρές πιέσεις στις τιμές και η νομισματική σύσφιξη που απαιτείται για τον περιορισμό τους, καθώς και η αδύναμη παγκόσμια ζήτηση, έχουν επιβαρύνει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις», προσθέτοντας:
«Όσον αφορά το 2024, αναμένουμε μια μικρή άνοδο της ανάπτυξης, καθώς ο πληθωρισμός υποχωρεί περαιτέρω και η αγορά εργασίας παραμένει ανθεκτική. Χάρη εν μέρει στον Μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF), οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα αναμένεται να συνεχίσουν τη μείωσή τους, αν και πιο σταδιακά».
Κλείνοντας, δήλωσε ότι οι «αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις έχουν αυξήσει περαιτέρω την αβεβαιότητα και τους κινδύνους που θολώνουν τις προοπτικές».