Του Γιώργου Φιντικάκη
Σε ορίζοντα δεκαετίας τοποθετεί το ΙΟΒΕ το μεγάλο... comeback της ελληνικής βιομηχανίας στα επίπεδα του 1995, προτού δηλαδή ξεκινήσει η μαζική αποβιομηχάνιση, και η μετανάστευση των φουγάρων στα Βαλκάνια. Σε μια εικοσαετία βλέπει η Eurobank την μεγάλη επιστροφή της οικονομίας στα προ κρίσης επίπεδα, μια εικοσαετία προέβλεψε πρόσφατα ότι θα χρειαστεί για να "φτιάξουμε" την Ελλάδα και αξιωματούχος του ΔΝΤ, ενώ είκοσι χρόνια εκτιμά η ΓΣΕΕ ότι θα μας πάρει για να έρθει η ανεργία στα επίπεδα του 2008.
Κάθε γνώστης του ελληνικού προβλήματος καταλήγει στη γνώριμη επωδό "έχουμε δρόμο μπροστά μας", οπότε μικρή σημασία έχει το αν οι εκτιμήσεις αποκλίνουν μεταξύ τους πέντε ή δέκα χρόνια, αφού άλλο είναι το θέμα. Ότι σε μια χώρα που φορολογεί τα πάντα, όταν η γειτονική Βουλγαρία έχει συντελεστή 10%, όπου το κόστος ενέργειας παραμένει από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, και όπου ανθεί ο κρατισμός, το να ονειρεύεσαι ανάπτυξη και "περισσότερα αναμμένα φουγάρα"- για να θυμηθούμε και την πρώην υφυπουργό Θ. Τζάκρη- είναι καθαρή ουτοπία.
Διότι δίχως τις προϋποθέσεις για να ξεκινήσει η σύγκλιση με το… 1995, το πουκάμισο είναι αδειανό. Σήμερα όλοι περιμένουν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης για να σχεδιάσουν με περισσότερη βεβαιότητα το μέλλον, αλλά ποιος να σχεδιάσει και τι ακριβώς, όταν η κυβέρνηση έχει κάνει την υπερφορολόγηση αυτοσκοπό. Όταν ταυτίζουμε τις μεταρρυθμίσεις με την αύξηση των φόρων και των εισφορών, αντί με πολιτικές απελευθέρωσης αγορών προϊόντων και υπηρεσιών, κατάργηση των ειδικών προνομιών ή με μείωση του μεγέθους του Δημοσίου.
Αυτό το λάθος μείγμα πολιτικής είναι δουλειά των κυβερνώντων να το διορθώσουν, και φυσικά ξεπερνά κατά πολύ μελέτες σαν την χθεσινή του ΙΟΒΕ που στόχο έχει να αναδείξει το παρόν και το μέλλον της βιομηχανίας.
Στο καλό σενάριο, που με ένα θετικό επενδυτικό σοκ, η προστιθέμενη αξία της μεταποίησης θα επιστρέψει στα επίπεδα του 1995 (17,3 δισ. έναντι 15,3 δισ. το 2014), το ΙΟΒΕ εκτιμά πως θα δημιουργηθεί μια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα "made in Greece" ύψους 5,7 δισ., με πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία.
Σε μια χώρα όμως που φορολογεί τα πάντα, πως μπορεί να ελπίζει κανείς ότι θα κινητοποιηθεί η κατανάλωση για να την απορροφήσει; Σύμφωνοι, ένα μέρος της ζήτησης θα προέλθει από το εξωτερικό όπου και θα κατευθυνθεί μέρος αυτών των προιόντων, δίχως όμως ανταπόκριση από την εγχώρια αγορά, ο λογαριασμός θα είναι πάντα ελλειμματικός.
Ακόμη και αν κάποια στιγμή στο μέλλον το παραγωγικό μας μοντέλο αλλάξει, η κατανάλωση πάψει να αποτελεί το 70% του ΑΕΠ, και αυξηθούν οι βιομηχανίες που παράγουν εδώ προϊόντα, τα στέλνουν στο εξωτερικό, και φέρνουν πίσω "συνάλλαγμα", δεν θα επιστρέψουμε ποτέ στο... 1995, δίχως την εγχώρια αγορά. Δίχως μείωση των βαρών, η απόσταση μεταξύ των δύο Ελλάδων, της εξωστρέφειας και αυτής που θα ζει σε μια συνεχή εσωτερική υποτίμηση, θα διευρύνεται αντί να γεφυρώνεται.
Σε αυτή την στροφή του δρόμου βρίσκεται ακόμη η οικονομία, που ονειρεύεται "αναμμένα φουγάρα" δίχως να έχει τις πραγματικές δυνατότητες, και ενώ η ελληνική επιχειρηματικότητα παραμένει ως ένα βαθμό κρατικοδίαιτη. Όσο φυσικά ιδιωτικοποιείται η οικονομία, και οι ΔΕΚΟ θα φεύγουν από το Δημόσιο, τόσο λιγότεροι επιχειρηματίες θα εξαρτώνται από κρατικές δουλειές, είμαστε ωστόσο ακόμη στην αρχή. Επενδύσεις σαν αυτές που ανακοίνωσαν πρόσφατα οι Παπαστράτος και Μυτιληναίος είναι πάρα πολύ σημαντικές, αλλά θα έπρεπε να είναι επαναλαμβανόμενες για να καλύψουμε την αποβιομηχάνιση των τελευταίων είκοσι ετών, κάτι που δεν διαφαίνεται.
Τα παραπάνω φυσικά δεν σημαίνουν ότι υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, η βιομηχανία δεν έχει μεγάλη δυναμική. Στο σενάριο του ΙΟΒΕ όπου η μεταποιητική δραστηριότητα θα επιστρέψει στα επίπεδα του 1995, το ΑΕΠ θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 7,2 δισ. ευρώ και η απασχόληση κατά συνολικά 163.000 θέσεις εργασίας.
Αλλά για να επιβεβαιωθεί αυτό το σενάριο, χρειάζεται σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα, ένας ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 1,5%, που προϋποθέτει να ξεκολλήσουμε από τα επίπεδα των 20 δισ ευρώ στα οποία έχουν "σκαλώσει" τα τελευταία χρόνια οι επενδύσεις στην Ελλάδα, ώστε η βιομηχανία να σκαρφαλώσει από το 8,8% του ΑΕΠ (2016) στο 15% σε βάθος χρόνου, όσο δηλαδή ο ευρωπαϊκός μέσος όρος. Σήμερα κατέχουμε την 4η θέση από το τέλος της ευρωπαϊκής λίστας, ξεπερνάμε δηλαδή μόνο την Κύπρο, την Μάλτα και το Λουξεμβούργο, όπως ανέφερε ο Άγγελος Τσακανίκας, επιστημονικός υπεύθυνος της μελέτης, εξηγώντας ότι παρά τις χαμηλές μας επιδόσεις, 250.000 θέσεις στο εμπόριο, και 150.000 στον πρωτογενή τομέα, οφείλουν σήμερα την ύπαρξή τους στην βιομηχανία, η οποία έχει ισχυρά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.
Για κάθε 1 ευρώ προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, προστίθενται συνολικά 3,1 ευρώ στο ΑΕΠ. Για κάθε 1 εκατομμύριο ευρώ κύκλου εργασιών της μεταποίησης, προστίθενται συνολικά 22 θέσεις εργασίας. Και για κάθε θέση εργασίας στην μεταποίηση δημιουργούνται συνολικά στην οικονομία 3,5 θέσεις, δείγμα του τι θα συμβεί αν το παραγωγικό μας μοντέλο πάψει να είναι τα μπαρ, τα καφέ και τα σουβλατζίδικα.
Ο αντίλογος βέβαια είναι ότι πολλοί απ' όσους άνοιξαν μπαρ, καφέ, και σουβλατζίδικα, το έκαναν επειδή απολύθηκαν από φουγάρα που έκλεισαν ή μετακόμισαν στα Βαλκάνια. Καλή δηλαδή η επίκληση στα οφέλη της βιομηχανίας, κάποιοι ωστόσο πρέπει να ανοίξουν και εργοστάσια στην Ελλάδα για να έρθουν δουλειές, να αλλάξει το αναπτυξιακό μοντέλο, και να αποκτήσει ουσία η συζήτηση.